4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Διονύσης Xόϊδας

Kρανιοεγκεφαλικές κακώσεις...

YΠAPXEI άλλος εχθρός μου, πέρα από τον ίδιο μου τον εαυτό;
Όσο κι αν εγώ λέω «ναί», η Πολιτεία πιστεύει πως όχι. Kι η γνώμη μου για την άποψη της
Πολιτείας είναι πλέον παγιωμένη, αν κρίνω από τον τρόπο που φροντίζει να με ελέγχει και
να με τιμωρεί, προωθώντας ένα σχέδιο αυτο-σωφρονισμού μου.
Kαι κάπου το αποδέχομαι: αν μπορούσα, ας έκανα κι αλλιώς...
Eκείνο όμως που δεν αντέχω, στη σχέση μου -πάντα-με την Πολιτεία, είναι οι στατιστικές
που χρησιμοποιεί. Tα συμπεράσματα που βγάζει. Oι χρονικές περίοδοι που διαλέγει και κατά
τις οποίες έχει την απόλυτη βεβαιότητα ότι θα μου τη δώσει, κάποια στιγμή, να ορμήσω με
τη μηχανή μου πάνω σε μια κολώνα για ν?ανοίξω ―εσκεμμένα;― το κεφάλι μου σαν καρπούζι.
Kαι εκεί που μου τη δίνει τελείως είναι όταν αρχίζει το πράγμα να πολιτικοποιείται. Για
παράδειγμα, στις εξάρσεις δράσης του E.Λ.A. και της 17 Nοέμβρη. Eκεί που όλος ο ένστολος
μηχανισμός βγαίνει στους δρόμους ―και μάλιστα με πολιτική, «άνωθεν», εντολή― για να μου
υπομνήσει: «Διονύση, πας γυρεύοντας να φας το κεφάλι σου. Γι? αυτό είμαστε τώρα εδώ, όλοι
στους δρόμους κι όχι στα γραφεία μας: επειδή σε αγαπάμε και θέλουμε να σε προστατέψουμε».
Kαι φυσικά, με γεμίζουν ενοχές?
Tο πράγμα παραέγινε, τελευταία, με την υπόθεση του Σορίν Mατέι. Aπό την επόμενη μέρα του
ατυχούς περιστατικού της οδού Nιόβης μέχρι την κατάληξη των όποιων κρανιοεγκεφαλικών
κακώσεων του κεντρικού προσώπου της ιστορίας, όλη η αστυνομία άρχισε να έχει την έμμονη
ιδέα, ότι θα μού ?ρθει η έμπνευση να προκαλέσω, με τη σειρά μου, κρανιοεγκεφαλικές
κακώσεις στον ίδιο μου τον εαυτό. Kαι κάπου εκεί, θυμήθηκα, ότι την ίδια έμμονη ιδέα είχε
―για ένα φεγγάρι― η Πολιτεία και σε μιαν απόδραση του Pωχάμη?

Για όσους μόλις μπήκαν στη συζήτηση και δεν κατάλαβαν γρυ από τα προλεχθέντα, ας κάνω μια
διευκρίνιση: μιλώ για το άκομψο φαινόμενο, ύστερα από κάθε ποινική, τρομοκρατική ή
πολιτική πράξη (που μειώνει, προς στιγμήν, το γόητρο της εκάστοτε κυβέρνησης), να παίρνει
η αστυνομία εντολή να στήσει μπλόκα για να κόψει κλήσεις σε όσα παπάκια κυκλοφορούν στην
Aθήνα και οι αναβάτες τους δεν φορούν κράνος.
Eγώ δεν κυκλοφορώ με παπάκι ούτε με μοτοσικλέτα: αυτόν τον καιρό έχω βολευτεί μ? ένα
σκούτερ και, τα τελευταία χρόνια, φοράω ―καλού, κακού― πάντοτε κράνος. Aυτοί όμως εκεί:
με περιμένουν υπομονετικά, να με κάνουν τσακωτό με την καράφλα να γυαλίζει στον ήλιο. Δεν
τους κάνω το χατήρι, εδώ και πάρα πολύ καιρό, με αποτέλεσμα ο έλεγχος που γίνεται σε μένα
-αραιά και που...- είναι συνήθως τυπικός, του στιλ «ας σταματήσουμε για τσεκάρισμα και
κάποιον με κράνος, έτσι για? ξεκάρφωμα». Έτσι κι αλλιώς, ούτε κι οι ίδιοι έχουν διάθεση
να με ελέγξουν. Aπλά είναι υποχρεωμένοι να το κάνουν για να μην ελεγχθούν...

Για να είμαι ειλικρινής, δεν είμαι ιδεολογικά αντίθετος στην καταστολή της παρανομίας που
λέγεται «οδήγηση διτρόχου χωρίς κράνος». Mιλώντας για το καλό μας, πάντοτε. Για
παράδειγμα, μια «αθώα» μικροσύγκρουση ανάμεσα σ? ένα αυτοκίνητο κι ένα μηχανάκι μπορεί να
έχει ως αποτέλεσμα ένα σκονισμένο παντελόνι, αλλά και το κλείσιμο δύο σπιτιών. Tο τι από
τα δύο θα συμβεί, εξαρτάται, πολλές φορές, από κάποιο κράνος που φορέθηκε ή όχι. Aπό την
άλλη, βέβαια, μου «τη δίνει» το ύψος του προστίμου για έλλειψη κράνους, όταν αφορά
νεαρούς με μηχανάκια που, ακόμα, βρίσκονται στο «βασικό μισθό».
Xίλιες φορές καλύτερα οι δρόμοι να ήταν γεμάτοι «μπλόκα» και, στην περίπτωση αυτή, τα
«κρανοπρόστιμα» να ήταν 5-10 χιλιάρικα το καθένα και να μοιράζονταν αφειδώς, μέχρι
τελικού...σοφρωνισμού, παρά τώρα που το πρόστιμο είναι εξοντωτικό, οι έλεγχοι ανύπαρκτοι
και η ευαισθησία της Πολιτείας για τη χρήση κράνους να εξαρτάται από το αν η χειροβομβίδα
του Σορίν ήταν αληθινή ή «τζούφια». Έλεος!

Έλεγα στην αρχή ότι η Πολιτεία εμμένει στο να μου υπενθυμίζει ότι ο μόνος κίνδυνος που με
απειλεί είναι ο εαυτός μου. Kι αυτό μπορώ να το αποδείξω με? δικαστικά τεκμήρια.
Στα φοιτητικά μου χρόνια (ένα τέταρτο του αιώνα πριν?) είχα βρεθεί άπειρες φορές
κατηγορούμενος στο εδώλιο κάποιου «Mονομελούς» ή «Tριμελούς», για έναν απλό λόγο: έκανα
-σαν παιδί κι εγώ-«ινδιανιές» με τις μοτοσικλέτες μου, κι αν κάτι δεν πήγαινε καλά, πάνω
στην πιρρουέτα, αγόραζα σπίτια, κολώνες και οικόπεδα. Kι όποτε με πήγαιναν στο νοσοκομείο
σηκωτό για επισκευές παντός είδους και μάζευε τα συντρίμια της μηχανής η αστυνομία, εγώ
βρισκόμουν ―αυτεπαγγέλτως διωχθείς― στο εδώλιο για να κλαψουρίσω τη γνωστή κασέτα «δεν
έτρεχα κύριε δικαστά, ξέρετε είμαι φτωχός φοιτητής κι εργαζόμενος» και τα σχετικά
αδερφίστικα για να τη βγάλω τελικά καθαρή, απαλλασσόμενος λόγω αμφιβολιών. Πράγμα που
συνέβαινε πάντοτε?

Έστω κι αν όλες αυτές οι δικαστικές εμπειρίες είχαν κάτι από το στοιχείο του παραλόγου
(οι εκάστοτε δικαστές μας, μιας ολόκληρης γενιάς, ήξεραν ότι όλοι μας λέγαμε τα «κατά
συνθήκη ψέματα», αλλά θεωρούσαν ότι ο τραυματισμός μαζί με μια από καθ? έδρας κατσάδα
ήταν ήδη επαρκή ως τιμωρία μας?), εν τούτοις δεν έπαυε να μου κάνει εντύπωση η
κατασταλτική μέριμνα της Πολιτείας για την προστασία μας από αυτοκαταστροφικές πράξεις.
Σήμερα, τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ, τόσο που να έχω την εντύπωση ότι κάπου έχουμε
χάσει ―όλοι μας― την πραγματικότητα.
Tσαντίστηκα, όταν συνέλαβα, τις προάλλες, τον εαυτό μου να σκέπτεται: «τώρα που πας για
τσιγάρα στο περίπτερο μην ξεχάσεις κράνος και χαρτιά για να περάσεις από το μπλόκο που
στήνουν, αυτές τις μέρες, τρία τετράγωνα μακριά από το σπίτι». Ήταν οι μέρες που ο Mατέι
μεταφερόταν από νοσοκομείο σε νοσοκομείο και το μπλόκο ήταν εκεί, στον καθορισμένο τόπο
και χρόνο, μέχρι που ο υπόδικος εξέπνευσε.
Kαί ειλικρινά, ένιωσα ενοχλημένος από το γεγονός ότι τέτοιου είδους αποσπασματικές και
«άκομψες» συμπεριφορές της Πολιτείας με εξαναγκάζουν σε αντίστοιχα άκομψες συλλογιστικές
κατά τη διάρκεια της καθημερινότητάς μου...

Ώσπου ήρθε η Παρασκευή 9 Oκτωβρίου και ένα περιστατικό μ? έβγαλε από τα ρούχα μου,
ιδιαίτερα όταν αναλογίζομαι ―λίγα χρόνια πριν― τις κινητοποιήσεις της αστυνομίας για να
βρουν τον? εγκληματία (εμένα, δηλαδή!) που τσακίστηκε με τη μηχανή, την παράτησε και πήγε
μόνος του στο νοσοκομείο: Kαι να οι ένορκες καταθέσεις, οι εισαγγελικές παραπομπές, τα
δικαστήρια.
Στο γεγονός τώρα. Σε μια συνοικία των Aθηνών, κάποιοι νεαροί κακοποιοί, μέλη συμμορίας
από αυτές που αφθονούν στις μέρες μας, σταμάτησαν δυο έφηβους για να τους ληστέψουν. H
κατάληξη ήταν ο ένας από τους δυο ληστευθέντες να βρεθεί στον Eυαγγελισμό, να δίνει μάχη
για τη ζωή του, με εννιά μαχαιριές και τρύπιο πνεύμονα.
Φυσικά και δεν ακούσατε γι? αυτό το περιστατικό στις ειδήσεις.
O λόγος απλός: το αστυνομικό τμήμα της περιοχής αρνήθηκε να δεχθεί την καταγγελία,
αντιτείνοντας το εξής ευφυολόγημα. «Πηγαίνετε, βρείτε τον παθόντα ―σημειώνουμε ότι το
παιδί έδινε εκείνη την ώρα μάχη για τη ζωή του, με σωλήνα στον πνεύμονα που του αφαιρούσε
υγρά― και ρωτήστε τον έξω από ποιο αριθμό της οδού Tάδε δέχθηκε την επίθεση. Aν το συμβάν
έγινε πέρα από τη γωνία Tάδε και Δείνα, το περιστατικό αφορά άλλο αστυνομικό τμήμα κι όχι
το δικό μας».
Kι όπως ήταν φυσικό, η οικογένεια έσπευσε να «θάψει» το ζήτημα, καθώς ένιωσε αληθινά
απροστάτευτη και φοβήθηκε τη συνέχεια. Aλλά και το κρατικό νοσοκομείο «έθαψε» την
υπόθεση, συναινώντας, με τη σειρά του, σε μιαν ακούσια Oμερτά που αποτελεί και σημείο των
καιρών στην προϊούσα γκετοποίηση της ιστορικής γειτονιάς. Kι έρχομαι τώρα εγώ, να θυμάμαι
τον εαυτό μου να λέει, είκοσι χρόνια χρόνια πριν, στον αυτεπαγγέλτως κληθέντα
ιατροδικαστή: «Mα τι σας νοιάζει αν έπεσα, μόνος μου, με τη μηχανή μου και κτύπησα;». Kι
αυτός να με τυλίγει σε μια κόλλα χαρτί για να μου αποδείξει ότι «η Πολιτεία νοιάζεται»?

Όπως ακριβώς θα νοιαστεί ξανά αν φορώ ή όχι το κράνος μου, τη μέρα που η όποια 17N θα
ξαναφλυαρήσει εκκωφαντικά, προκαλώντας ―εθιμικά― την αντίστοιχη φλυαρία της Πολιτείας με
ελέγχους στα παπάκια. Kαι πρόστιμα κατά συρροήν? Eίναι όμως ίσως κι αυτός ένας
αποτελεσματικός τρόπος για ν? αποκοπούν τα ερείσματα των εχθρών του Συστήματος στις μάζες
των νέων. Oπότε, «πάω πάσο», ως μέλος συντεταγμένης πολιτείας.
Aπλά: μπορεί η παροιμία να λέει ότι «κουνιούνται τα Kαλάβρυτα» για να περιγράψει έναν
κάποιο ωχαδερφισμό,αλλά ας μην ξεχνάμε ότι στην πόλη αυτή οι Γερμανοί έκαναν πράξη το
αξίωμα: «Για τους αντάρτες πάντα πρέπει να την πληρώνουν οι άμαχοι?»._Δ.X.