4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Pέα Bιτάλη

"Βλέπουμε εμείς Έλληνα δίπλα μας, σκουντιόμαστε μεταξύ μας συνωμοτικά και λέμε
χαμηλόφωνα: «Μίλα σιγά. Έλληνες δίπλα». Έχουμε, ρε παιδί μου, τα κουσούρια μας. Το μυαλό
δουλεύει ακατάπαυστα, αλλά ανάποδα. Μια στροφή εξυπνάδα, μια στροφή πονηριά..."

Έγχρωμες μέρες

TO μήνα που μας πέρασε, περιφερθήκαμε ανά τας Ευρώπας, που λέγαν οι παλιοί. Το ταξίδι μας
ξεκίνησε από την χώρα που άνθρωποι και αγελάδες έχουν το ίδιο βλέμμα, την Ελβετία. Σε
χωριό των 20 σπιτιών, μη αδελφοποιημένο με το Ψυχικό. Ομίχλη, χιονόνερο με μοναδικούς
ήχους τους κτύπους του κεντρικού ρολογιού. Ξεπόνεσα τον συχωρεμένο τον Χίτσκοκ. Μια μέρα
συναντήσαμε και δύο ανθρώπους στο δάσος και ανταλλάξαμε χαμόγελο τύπου ασανσέρ. Προς
μεγάλη μας δε τύχη, γνωρίσαμε το γιατρό των χωριών της περιοχής ο οποίος, όλο περηφάνια,
μας είπε ότι είναι παντρεμένος με Ελληνίδα.
Ο Ματίας λοιπόν γνώρισε την Στεφανία στην Κέρκυρα, όταν εκείνη του πρόσφερε καφέ με μια
κουταλιά ζάχαρη και δέκα κουταλιές χαμόγελο. Σε μια βδομάδα έγινε ο γάμος και να 'μαστε
δώδεκα χρόνια μετά, με δύο παιδιά. Πανέμορφο ζευγάρι χαμογελαστό και ερωτευμένο. Ζούνε σε
μια έκταση 80 στρεμμάτων με ένα υπόγειο γεμάτο μαρμελάδες που τρελαίνεται να φτιάχνει η
Στεφανία και κρασί δημιούργημα του Ματίας. Ήρεμοι, κατασταλαγμένοι. Το μικρό σπίτι στο
λιβάδι, αλλά με μεσογειακό ταμπεραμέντο. Μιλούν δε μόνο ελληνικά.
Το αστείο είναι ότι ενώ αναφερόμασταν σε ελβετικά χωριά και πόλεις ο μικρός τους γιος μας
αποστόμωσε λέγοντας ότι η ωραιότερη πόλη του κόσμου είναι η Καρδίτσα.
Τελικά η πιο ωραία πόλη του κόσμου για τα παιδιά είναι εκείνη που υπάρχει μια αγκαλιά
γιαγιάς με ένα πιάτο λουκουμάδες στο χέρι. Σωστός ο Νικόλας. Κοντά τους καθίσαμε ολόκληρη
την μέρα, κάναμε δε και πεζοπορία στο βουνό.
Μαθημένοι οι άνθρωποι εκεί να χρησιμοποιούν τα πόδια τους (τέτοιος ξεπεσμός) μας
πρότειναν «μικρή ανάβαση» προκειμένου να φάμε σούπα και λουκάνικα σε εστιατόριο στην
κορφή (δεν μας διευκρίνισαν όμως ποια κορφή).
?κουσε ο Έλληνας λουκάνικο και κίνησε ...5 χιλιόμετρα ανάβαση. Για το λουκάνικο, ρε
γαμώτο.
Περιέργως το «περίπτερο» ήταν γεμάτο από κόσμο και έτσι είχαμε την τύχη να ακούσουμε
γερμαναράδες με κόκκινες μύτες να τραγουδούν εκείνα τα τραγούδια που νομίζεις ότι είναι
εμβατήρια πολέμου και όμως μιλάνε για αγάπες και λουλούδια.
Το απόγευμα μας βρήκε στο φιλόξενο σαλόνι του «Ματιόπουλου» με τον Χατζιδάκι να μας
ταξιδεύει. Εδώ και υπεράνω...
Πριν τους αποχαιρετήσουμε μας έδειξαν το καταφύγιο του σπιτιού. Κάτι που δια νόμου
επιβάλλεται σε όλα τα σπίτια. Πότε γνώρισε πόλεμο η Ελβετία και τόσο τρομοκρατήθηκε μην
με ρωτάτε. Το θέμα σηκώνει χοντρή ψυχανάλυση.
Φιληθήκαμε.
- Όταν έλθεις Ελλάδα να μας πάρεις αμέσως τηλέφωνο, της είπα.
- Θα σε πάρω, αλλά πρόσεξε μην μου πεις ότι έχεις δουλειές...
Δασκαλεμένη η Στεφανία, με γνώση της ράτσας μας. Πλουσιοπάροχα πάντα τα λόγια μας.
Τώρα που μιλάω για την «φυλή μας» πρόσεξα και κάτι άλλο ή μάλλον χρόνια το προσέχω τώρα
θα το καταγράψω.
Συναντάει Αμερικάνος τον Αμερικάνο, ?γγλος τον ?γγλο, Ρώσος τον Ρώσο...
Θα χαιρετηθούν, θα ανταλλάξουν και δυο κουβέντες. Βλέπουμε εμείς ΄Έλληνα δίπλα μας,
σκουντιόμαστε μεταξύ μας συνωμοτικά και λέμε χαμηλόφωνα: «Μίλα σιγά. Έλληνες δίπλα».
Έχουμε, ρε παιδί μου, τα κουσούρια μας. Το μυαλό δουλεύει ακατάπαυστα, αλλά ανάποδα. Μια
στροφή εξυπνάδα, μια στροφή πονηριά .

Επόμενος σταθμός Ρώμη. Εκεί πετύχαμε την απόβαση των γιαπωνέζων. Ήταν να μην αποφασίσουν
τα τζαπόνια να ντυθούν ευρωπαϊκά... Bογκάνε τα Gucci, τα Prada, τα Ferragamo.
Ηρωική Ελλάδα... Αναμεταξύ μας κάνουμε εμπόριο.
Βγαίνει ένας στην αγορά - Είχαμε δουλειά σήμερα, λένε οι έμποροι. Τέλος πάντων ...
Η Ρώμη όσες φορές και να πας είναι πάντα Η Ρώμη. Ένα γλυκό τσίμπημα στη καρδιά, ένας ήχος
όπως του δεκάρικου που πέφτει στη Fontana ή το τραγούδι που λέει ένας τυπάς στη Piazza d
Espania .

Σιένα. Πρώτη φορά πήγα και μαγεύτηκα. Σαν πίνακας του Ντε Κίρικο. Όλη την νύχτα το
φεγγάρι έπαιζε κρυφτό. Μας αποκαλύφτηκε στην κεντρική πλατεία. Νύχτα για μεγάλες
κουβέντες. Θα ξαναπάμε. Το ξημέρωμα μας βρήκε στη Φλωρεντία.

Φλωρεντία. Αυτή την φορά είχα όλο τον χρόνο μπροστά μου. Τρεις ολόκληρες μέρες.
Καλημερίζαμε το Ponte Vecio στις 6 το πρωί και το καληνυχτίζαμε στις 12. Η καλλίτερη μας.
?λλωστε τιμάς μια πόλη μόνο αν την δεις πως ξυπνά και πως κοιμάται. Στο Gilli για καφέ
και στο μουσείο Uffizi για «προσκύνημα». Δεν χόρταινα να βλέπω μπροστά στα μάτια μου
όλους τους παλιούς μου «γνώριμους».
Ένα χρόνο πέρυσι στη σχολή, σλάιντ και ξανά σλάιντ. Και τώρα... Όλοι εδώ. Ο Cimabue, o
Giotto, o Botticelli, o Leonardo da Vinci, o Van Dyck αλλά κυρίως οι «δικοί μου»
λατρεμένοι. Ο Caravaggio, o Velazquez και ο πιο τρανός. Ο Ελ Γκρέκο. Μαγικός, εσωτερικός
και απόμακρος σαν τον Θεό, σαν τις ψυχές .

Σάββατο βράδυ φτάσαμε στην πατρίδα. ?τιμη ξενιτιά. Περίμενα τις βαλίτσες ενώ χάζευα μια
κυρία δίπλα μου. Νομίζω το ίδιο έκανε και όλη η αίθουσα. Νύχτα με μαύρο καπέλο και
τεράστια μαύρα γυαλιά. Μια διάσημη ήθελε να περάσει απαρατήρητη. ΄Ήταν η Νάνα Μούσχουρη.
Με μιας θυμήθηκα όταν μικροί πηγαίναμε με τα μηχανάκια δίπλα στους μυστικούς που
στέκονταν στο δρόμο όταν πέρναγε κανένας επίσημος και φωνάζαμε: Μήπως είστε μυστικός ;

Πάει κι αυτό το ταξίδι. Αύριο πρέπει να δώσω φωτογραφίες για εμφάνιση. Έγχρωμες
φωτογραφίες όπως οι μέρες μας, όπως οι αναμνήσεις._Ρ.Β.