4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Γιάννης Eυσταθιάδης

"...Ας είμεθα ευτυχείς που το «εθνικό μας προϊόν» διαδίδεται και κυκλοφορεί ευρέως ως
τροφή των πάσης φύσεως Αθανάτων..."
ΑΘΑΝΑΤΟΝ ΕΛΑΙΟΛΑΔΟΝ

«Αρχαίο πνεύμα αθάνατο (εφτάψυχο κυριολεκτικώς),
αγνέ πατέρα (και μάνα στη ρεμούλα)
του ωραίου (νομίσματος), του μεγάλου (ποσού)
και τ? αληθινού (χρυσού), κατέβα (κάτω απ? το τραπέζι),
φανερώσου (εις το σκότος)
και άστραψε (δια των καρατίων) εδώ πέρα,
στη χώρα της δικής σου γης και τ? ουρανού»

ME ιερή συγκίνηση οι Έλληνες βλέπουν το πολύτιμο και ιερό ελαιόλαδό τους, κομμάτι της
διατροφικής τους παράδοσης, να αποτελεί πλέον αναντικατάστατο συμπλήρωμα της «σίτισης»
των λαών, και ο πολύτιμος καρπός του να κερδίζει τις καρδιές και τις τσέπες των ανθρώπων,
ακόμα και σε χώρες της Ασίας ή της Αφρικής. Ο θεσμός του λαδώματος είναι αρχαιότατος και,
από πολύ νωρίς, οι ευφυείς πρόγονοί μας τον αποτύπωσαν δια υπαινιγμού στη γλώσσα μας.
Έτσι, η ελαία, η οποία στην Αττική διάλεκτο ονομαζόταν ελάα, σύντομα συμπεριελήφθη στον
πολυχρησιμοποιούμενο στην αρχαιότητα όρο «φέρεσθαι εκτός των ελαιών», ο οποίος σημαίνει,
ελεύθερα μεταφρασμένος: «να προχωρείς πέραν του δέοντος, εκτός θέματος» και αναφερόταν
στις ελαίες, οι οποίες ευρίσκοντο πέραν του Αθηναϊκού Σταδίου, όπου ελάμβανον χώραν οι
αγώνες δρόμου, αποδεικνύοντας ότι ο θεσμός του αθλητικού λαδώματος είναι παλαιότατος. Εις
την Ιωνικήν διάλεκτον ονομαζόταν ελαίη, εξ ου και ο ιδιωματισμός για μεγάλα λαδώματα:
«πλούσια τα ελέη του». Τα υπέρογκα ποσά εχαρακτηρίζοντο με τον όρο ελαιήεις (=κατάφυτοι
εξ ελαιοδένδρων), ο οποίος εντέλει παρεφθάρη σε «με ελεείς», ενώ ο απολύτως πωρωμένος, ο
εξ ολοκλήρου από ελαιόδενδρον, ονομαζόταν ελαϊνέος, λέξη που συναιρείται σήμερα εις
ελεεινός. Επίσης, η ταυτόσημη λέξη της Αττικής διαλέκτου ελαΐς σχηματίζει τον πληθυντικό
σε ελάδες, ταυτίζοντας στην ουσία το λάδωμα με τη χώρα μας. Εις την λατινικήν, η ελαία
απεδόθη ως olea από τον Ρωμαίο ελεγειακό ποιητή Προπέρτιο (50-15 π.Χ.), ο οποίος, από τις
ποικιλώνυμες μίζες, θρυλείται ότι απέκτησε μεγάλη περιουσία (property).

Εξ άλλου, εις την Εβραϊκήν παράδοσιν, ο θεσμός του λαδώματος αποτελούσε νομικά
κατοχυρωμένο προνόμιο των συναλλασσομένων, και σε όλα τα σχετικά συμβόλαια εμπεριείχετο
ειδική παράγραφος, γνωστή ως «ο όρος των ελαιών». Τέλος, η λογοτεχνία έχει κατ?
επανάληψιν υμνήσει τη μίζα και το λάδωμα με πλήθος ποιημάτων και ιαμβικών δεκαεξασύλλαβων
(εν προκειμένω δεκαπεντασύλλαβος + μίζα). Στην Ελλάδα, το αρτιότερο σχετικό δείγμα είναι
το σονέτο του Λορέντζου Μαβίλη «ΕΛΙΑ», που αρχίζει με το προφητικό τετράστιχο:
«Στην κουφάλα σου εφώλιασε μελίσσι,
γέρικη ελιά, που γέρνεις με τη λίγη
πρασινάδα που ακόμα σε τυλίγει
σα να ?θελε να σε νεκροστολίσει.»
Το ποίημα, ως είναι προφανές, περιγράφει με ενάργεια το «μελίσσι» των μιζαδόρων και τις
ποικιλόμορφες «κουφάλες» μεσολαβητών, που κατέτρωγαν το λίγο πράσινο της εθνικής
οικονομίας. Κατά καιρούς, πολλές ελληνικές κυβερνήσεις προσπάθησαν να θέσουν περιορισμούς
και, κατ? ουσίαν, να ελέγξουν τα ισχυρά αυτά εσωτερικά ρεύματα, αλλά τα αποτελέσματα δεν
ήταν τα αναμενόμενα.
Γνωστότερο, πάντως, παραμένει το σημαντικό έργο που ονομάστηκε Φράγμα του Λάδωνα, αλλά κι
αυτό είχε μηδενική σχεδόν επιτυχία.
Κατόπιν όλων αυτών, αλλά και των πρόσφατων κρουσμάτων στο χώρο του διεθνούς Ολυμπισμού,
ευεργετική πρέπει να θεωρείται η παρέμβαση των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, οι οποίες, με τον
κανονισμό 2366/98, προσπαθούν να νοικοκυρέψουν τα πράγματα. Έτσι, ειδικές ρυθμίσεις
προβλέπουν τα θέματα της «οξύτητος» των συναλλασσομένων και τα των «κορεσμένων»,
«ακόρεστων» ή «πολυακόρεστων» ατόμων, ανάλογα με την ικανοποίησή τους από το χρηματισμό
και την ποιότητα του ελαιόλαδου. Παραλλήλως, ορίζεται «ενδεικτική τιμή» για τις
συναλλαγές και προβλέπονται «μηχανισμοί σταθεροποιήσεως», που οδηγούν σε ειδικές
«επιδοτήσεις», ώστε η μίζα να είναι «κατά το δυνατόν πλησιέστερη προς την ενδεικτική τιμή
της αγοράς».
Ακόμα, ο ίδιος κανονισμός, ρυθμίζει με σωφροσύνη την πηγή του λαδώματος, ήτοι τους
μιζαδόρους, οι οποίοι, χάριν ευκολίας, αποκαλούνται «ελαιόδενδρα». Έτσι:
Ελαιόδενδρο σε παραγωγή καλείται ο μιζαδόρος που «είναι ζωντανός, έχει μόνιμα φυτευθεί,
ανεξαρτήτως της ηλικίας και της κατάστασής του, και έχει, ενδεχομένως, περισσότερους
κορμούς» (βλ. συνεργάτες).
Ως ελαιοκομικό αγροτεμάχιο νοείται «ένα συνεχές τμήμα έκτασης, που συγκεντρώνει τα
ελαιόδενδρα σε παραγωγή», ήτοι συνένωση πολλών μιζαδόρων εν ενεργεία, για διεκδίκηση
σημαντικών διακρατικών εργασιών.
Ως διάσπαρτα ελαιόδενδρα νοούνται οι μεμονωμένοι μιζαδόροι που ενεργούν για ατομικό
όφελος.
Τέλος, η Κοινότης, ορθώς κατατάσσει τα ελαιόλαδα σε κατηγορίες, χαρακτηρίζοντάς τα
αναλόγως, ήτοι:
Εξαιρετικό παρθένο ελαιόλαδο: για τεράστιες μίζες που καταβάλλονται σε πολύτιμους λίθους
ή ράβδους χρυσού.
Παρθένο ελαιόλαδο (επιτρέπεται η χρήση της έκφρασης «εκλεκτόν»): για μεγάλες μίζες, που
καταβάλλονται σε τραπεζικούς λογαριασμούς της ημεδαπής ή της αλλοδαπής.
Κουράντε παρθένο ελαιόλαδο: για μεσαίες μίζες που καταβάλλονται τοις μετρητοίς κατά την
ώρα της συναλλαγής, καθώς ο εισπράττων το ποσό φεύγει τρέχοντας.
Λαμπάντε παρθένο ελαιόλαδο: για μικρές μίζες, η ρύθμιση των οποίων γίνεται σχεδόν φανερά
(χωρίς να σβήσει το φως).
Εξευγενισμένο ελαιόλαδο: για μίζες που λαμβάνουν τη μορφή δώρων, επιβραβεύσεων και λοιπών
συμβολικών κινήτρων.
Ακατέργαστο πυρηνέλαιο: ασήμαντες προσφορές που συνήθως περιφρονητικά επιστρέφονται.
Επομένως, ας είμεθα ευτυχείς που το «εθνικό μας προϊόν» διαδίδεται και κυκλοφορεί ευρέως
ως τροφή των πάσης φύσεως Αθανάτων, αλλά και -όπως τα τελευταία γεγονότα απέδειξαν-
των πάσης εθνικότητος Επιτροπών και Επιτρόπων._Γ.E.

Σημ.: Οι όροι και οι τεχνικές αναφορές του παρόντος έχουν ληφθεί αυτούσια από τους
κανονισμούς του Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, και οι αρχαϊκοί όροι, από το Λεξικό
της Αρχαίας του Ι. Σταματάκου