4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

ΣXOΛIANA: ΓΙΑΝΝΗΣ ΕΥΣΤΑΘΙΑΔΗΣ

50 χρόνια μοναξιά

"...Θα έλεγα ότι ο απελπισμένος αυτός λυρισμός του Ν. Σκαλκώτα
είναι μια φωνή από την ίδια την τυραννισμένη ζωή του,
αλλά και μια κραυγή απογνώσεως από το σκοτάδι που περιβάλλει
το σημερινό μας κόσμο..."
Μίνως Δούνιας, 1952


EΠIΣTPEΦΩ -ύστερα από ευγενική πρόσκληση του καλού ραδιοφωνικού σταθμού GALAXY και της αεικίνητης Αδριανής Ζουναλή- από ένα φιλόξενο τριήμερο στη Βιέννη, που με λίκνισε μουσικά στη θωπευτική αγκαλιά της, μ’ αυτή τη χαμηλών τόνων έπαρση που μόνο η αυστριακή πρωτεύουσα διαθέτει.
Το τυπικό πρόσχημα: ο εορτασμός των 100 χρόνων από το θάνατο του Johann Strauss υιού και, εξ αντανακλάσεως, των 150 από το θάνατο του εξίσου ενδόξου πατρός. Ο καιρός, συνεπής συνεορταστής και χορηγός των εκδηλώσεων, μας υποδέχτηκε εκεί με μια pizzicato-polka του ψιλόβροχου, πριν μετασχηματιστεί Unter Donner und Blitz σε αστραπόβροντο και εαρινό χαλάζι, σαν πραγματικές Frόhlingsstimmen. Ο πάντα sch_enen, αλλά ελάχιστα blauen Δούναβις θώπευσε το βλέμμα και τις μνήμες, και παρηγορητικά μας έζωσε το καταπράσινο Wienerwald, αλλά -Θεέ και Κύριε!- τι Delirien ήταν ετούτο! Τα ποικιλόμορφα και πολύχρωμα έντυπα, από το ξενοδοχείο κιόλας, σε προειδοποιούσαν: μια ολόκληρη χρονιά, κάθε μέρα, 3 και 4 και 5 εκδηλώσεις. Από το Musikverein και το Konzerthaus, στη Volksoper και στο Sch_nborn, περνώντας από μικρότερες αίθουσες, πινακοθήκες και πλατείες, όπου ενώνονταν σπουδαίες ορχήστρες, σύνολα και καλλιτέχνες, έως Dance cafi και εκδηλώσεις σαλονιού αμφίβολης ποιότητας και γούστου. Ένα perpetuum mobile σ’ ολόκληρη την πόλη, απ’ άκρη σ’ άκρη, μια αισιόδοξη κινητικότητα στους κατοίκους, που έκανε να πλημμυρίζει το πληθωρικό Wiener blut, περισσότερο ως ιδιοσυγκρασία παρά ως αίμα βεβαίως, που σου έδινε τη διαρκή εντύπωση πως, ανά τας ρύμας και τας οδούς, οι περιπατητές βάλσαραν και η ρόδα του Prater κρατούσε έναν αλάνθαστο ρυθμό τριών τετάρτων. Κι από κοντά, η ξύπνια και πάντα ετοιμοπόλεμη βιομηχανία του θεάματος έραινε τα πάντα με επετειακά καπελάκια, μπλουζάκια, ομπρέλες, τσάντες και τα συναφή, φθάνοντας έως κάτι νεόκοπα και νόστιμα σοκολατάκια Strauss, που ήρθαν να υποκαταστήσουν προσωρινά τα θρυλικά Mozartkugeln. Όχι μόνο σε έγκυρα δισκοπωλεία, αλλά και σε τουριστικά περίπτερα και σουπερμάρκετ, η πραμάτεια των σχετικών ηχογραφήσεων (συχνά ευκαιριακών, ύποπτων και πειρατικών) ξεχείλιζε σαν γαστρονομικό προϊόν για άμεση κατανάλωση. Γύρισα με τα αφτιά «βαλσαμωμένα» από μελωδίες αιθέριες και οικείες, αν και ευτελισμένες από την ποσότητα, και με μια γλυκερή γεύση πληθωρικής σαντιγί προβεβλημένου θεάματος, στην κορυφή του οποίου το χρυσό άγαλμα του Strauss ήταν πιο χορταστικό κι από την παραδοσιακή Sacher tοrte.
Και -μα τι συγκυρία!- το πρωί της επιστροφής μου με περίμενε η καλαίσθητη στην εμφάνιση και εύφορη στο λόγο έκδοση: «Οι εφημερίδες της Λέσχης». Διαβάζω τον τίτλο: 50 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΣΚΑΛΚΩΤΑ.
Οι συσχετισμοί είναι άμεσοι και αναπόφευκτοι. Τι κοινό έχει, βέβαια, ο Σκαλκώτας με τον Strauss; Η πιο κοντινή σχέση που μπορώ να φανταστώ, είναι οι αριστοτεχνικές μεταγραφές για σύνολο δωματίου που έχει κάνει ο δάσκαλος του Σκαλκώτα, Schoenberg, σε δύο βαλς του Strauss. Όμως, εκείνο που τους ενώνει ή, μάλλον, τους διακρίνει, είναι η αντίστιξη του ψυχογραφικού τοπίου. Σχεδόν άλλα πενήντα χρόνια έζησε στην απόλυτη ελληνική απομόνωση (τα 100 χρόνια της ελληνικής μοναξιάς του θα εορτάσουμε πικρά, μαζί με την Ολυμπιάδα, το 2004), και σήμερα, ακόμα μετά την υποτιθέμενη μετά θάνατον αναγνώριση, η μουσικολογία τον δικαιώνει, αλλά η δισκογραφία τον αγνοεί. Πιο πολύ, όμως, τον αγνοούν οι ίδιοι οι Έλληνες.
«Για ποιον τάχα να ’γραφε ο παθητικός αυτός συνθέτης;» αναρωτιόταν το 1949 ο Μίνως Δούνιας, και το ερώτημά του διατηρεί την πικρή επικαιρότητά του. Ποιοι αισθάνονται το έργο του κομμάτι της ιστορίας και του πολιτισμού μας; Ποιοι ταξιδεύουν μαζί του στην έρημη χώρα των συγχορδιών του; Ποιοι και πόσοι μπορούν να συγκινηθούν από τις θρηνητικές νωπογραφίες του, που αποτυπώνουν με μια από τις χαρακτηριστικότερες φωνές του αιώνα την ιδιότυπη μοναχικότητά μας;
«Ποιας μορφής ήταν η πνευματική σύγκρουση που έζησε ο Σκαλκώτας» συνεχίζει ο Δούνιας, «όταν επέστρεψε στα 1933 στη Μητέρα Ελλάδα, δεν είμαι σε θέση να γνωρίζω. Όταν τον ξανασυνάντησα εδώ, στας Αθήνας, έπειτα από τριετή χωρισμό, βρέθηκα προ ενός ανθρώπου ψυχικά τραυματισμένου ανεπανόρθωτα, παραγκωνισμένου, υποχρεωμένου να ζει κάτω από τη σκιά μικρών ταλέντων και την πίεση μιας βιοπάλης σκληρής και αδυσώπητης. Θαυμάζει κανείς πώς αυτός ο καλλιτέχνης, που γνώρισε τόσες τιμές στο μεγαλύτερο ίσως τότε μουσικό κέντρο της Ευρώπης, εδώ, στο μικρό τόπο που τον γέννησε, βρέθηκε ξαφνικά στο περιθώριο..»
Τι άλλαξε, αλήθεια, σήμερα; Μνημονεύουμε το όνομα, αλλά αγνοούμε το πρόσωπο, και η αναφορά μας στο έργο εξαντλείται με τουριστικό ναρκισσισμό στους ελληνικούς χορούς, χωρίς ποτέ κι εκεί να σπάμε το κέλυφος και να εισχωρούμε στα ιχνογραφημένα κομψοτεχνήματα, που αποτελούν «παραπληρωματική έκφραση του ηχητικού κόσμου των δωδεκάφθογγων συνθέσεών του», κατά τη σοφή παρατήρηση της Έλσης Σαράτση. Πενήντα χρόνια από τον πραγματικό θάνατο (ο άλλος είχε προ πολλού συντελεστεί), και ο εορτασμός θα πραγματωθεί με μιαν αόρατη τελετουργία ολίγων, που θα καταθέσουν σχεδόν μυστικιστικά όσα με στέρημα ευαισθησίας διαθέτουν. Και μόνο ουσιαστικό αντίδωρο η τριπλή έκδοση της σημαντικής εταιρίας BIS με έργα του Σκαλκώτα σε πρώτη εκτέλεση, με την άκρα αισθαντικότητα του Νίκου Χριστοδούλου. Το παράλληλο όνειρο-εφιάλτης συνεχίζεται. Μέσα από πλήθος δαγκεροτυπίες, ο Johann Strauss μας παρατηρεί αγέρωχος και επηρμένα μειδιών, ενώ απρόσμενα προβάλλει στο βάθος η ασπρόμαυρη αγέλαστη φωτογραφία του Σκαλκώτα, κι όταν ο βασιλιάς της Βιέννης, στην ορθοχρωματική φιγούρα του, τινάζει υπεροπτικά το βιολί του διευθύνοντας, ο σεμνός Έλλην μας κοιτάζει αμήχανα από τα πίσω αναλόγια των εγχόρδων της Κρατικής, και τον ακούω σχεδόν να ψιθυρίζει: «Καλύτερα έτσι… Στο κάτω-κάτω, κανένας ελληνικός χορός δεν είχε ποτέ σχέση με το βαλς»._Γ.E.