4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Pέα Bιτάλη

«...Καθόμαστε λοιπόν με τον ισόβιο σύντροφο Γιάννη, αυγουστιάτικα στην πλατεία της
Αράχοβας (σας έχω πει την οικογενειακή μας ανωμαλία, βουνό το καλοκαίρι - θάλασσα το
χειμώνα) με την παρέα Λουκάς-Νίκη-Δάσκαλος- Κορό- και γυρίζουμε μπρος πίσω τη μηχανή του
χρόνου...»


Σαν τσίμπημα από κουνούπι

― ΔEN είναι τίποτα, παιδί μου. Πες ότι σε τσιμπάει κουνούπι.
Ο κ. Κίτσος, ίδιος ο Αϊ Βασίλης, στεκόταν χαμογελαστός, κρατώντας τη γυάλινη σύριγγα στο
χέρι. Έτσι ξεκίναγαν τα καλοκαίρια. Με το αντιτετανικό εμβόλιο του κ. Κίτσου (αν κρίνω
από το όνομα, η καταγωγή του πρέπει να ήταν ελβετική). Στη δε επιμονή των μανάδων «να
ρίξει και μια ματιά» στα αιωνίως τραυματισμένα μας γόνατα, η απάντηση ήταν στερεότυπη:
«Mην ανησυχείτε. Tο τραύμα θα το ψήσει η θάλασσα». Την επομένη φορτωνόταν όλη η οικοσκευή
στο αμάξι με προορισμό τη Βουλιαγμένη. Στο ραδιόφωνο τα «ταλέντα» του Γ. Οικονομίδη -
φίλοι μου αγαπημένοι. Tο πορτ-μπαγκάζ μισάνοιχτο, στο πίσω κάθισμα των περισσότερων
αυτοκινήτων μια γριά (ρε παιδί μου, τι να 'γίναν εκείνες οι γριές;), τα παράθυρα
ορθάνοιχτα, στα λεωφορεία ο κόσμος τσαμπιά, τα ταξί γκρι. Η Ελλάδα του γκρι, της υπομονής
(χρόνια αναμονής για τηλεφωνική γραμμή, 9 μήνες παράδοση για την Corolla της Toyota) και
των έντονων κοινωνικών διαφορών. Διαχωριστική γραμμή... Τα μαξιλαράκια που στόλιζαν το
πίσω τζάμι. Όσο πιο περίτεχνο το πλεχτό μαξιλάρι, τόσο μεγαλύτερη η φτώχια. «Μ' ένα
όνειρο τρελό, όνειρο απατηλό ξεκινήσαμε». Τα ξενοδοχεία ήταν μετρημένα στα δάχτυλα γι'
αυτό και ο κόσμος ενοικίαζε συνήθως δωμάτια. Έτσι κατά καιρούς βρεθήκαμε στο Lily house ή
στο Margi house.
«Τhis is a house, this is a tree, this is a car». H Eλλάδα του Linguaphone. Τα αγγλικά
μόλις και μετά βίας μπαίνανε στη ζωή μας, ανεβάζοντας στα ύψη τις μετοχές σε όποιον τα
μιλούσε. Το ερωτικό όνειρο του Έλληνα ήταν μια Σουηδέζα και στα καμάκια η φράση-κλισέ που
κυριαρχούσε ήταν «ζαχαροπλάστης ήταν ο πατέρας σου» ή το «παιδί μου ατελείωτο» με το
λάμδα Σπηλιωπουλαίικο. Πέρασαν κάμποσα χρόνια για να πέσουμε σε πιο minimal πράγματα όπως
το περίφημο «ΦΣΦΣΦΣΦΣ?» (σαν να χύνεται κάτι και το συγκρατείς). Όλα τελικά
εξελίσσονται...
Αργόσυρτα εκείνα τα καλοκαίρια της παιδικής μας ηλικίας. Μπάνια στον Αστέρα ή στη πλαζ
του EOT ή χωρίς εισιτήριο παντού. Στον Αστέρα η είσοδος 100 δρχ., στον EOT 10. Στον
Αστέρα λίγος ο κόσμος, συγκεκριμένες οι θέσεις, χαμογελαστές οι κοπέλες που άνοιγαν τις
καμπίνες με εξοικείωση αόμματου στο πουρμπουάρ, Campari στο μπαρ και οι μαμάδες φώναζαν
τα παιδιά τους με ονόματα τύπου Τέρι, Μαρί κλπ. Στον EOT, από την άλλη πλευρά, το
σκηνικό ήταν τελείως διαφορετικό. Καρπούζι και κεφτές απαραιτήτως στην τσάντα,
«Νικουλάαακι... βγες έξω, μελάνιασε το στόμα σου», το μεγάφωνο ανά 10 λεπτά έδινε
αναγγελία «παιδάκι χάθηκε...», όλο και κανέναν ματάκια έπιαναν στις καμπίνες, γριές
σκεπασμένες με άμμο, σαν φώκιες που τις ξέβρασε η θάλασσα (επιμένω τι 'γίναν εκείνες οι
γριές) και ζευγαράκια, να πιτσιλάει ο ένας τον άλλον (τα προκαταρκτικά της εποχής,
μαντράχαλος που δεν πιτσίλισε μετέπειτα δεν πήδηξε). Τότε μόλις ξεκίνησε και η ιστορία
του σκι. Στον Όμιλο Βουλιαγμένης, στη σχολή του Ηλία του Λυπητεράκου ή στον Αστέρα, στη
σχολή του Γρηγόρη του Κασιδόκωστα, αντίγραφο του Στιβ Mακ Κουίν και σημερινού
επιτυχημένου μακροχρόνιου δημάρχου. Με τις ώρες χαζεύαμε, όλα τα παιδιά, τους σταρ της
εποχής να εκπαιδεύονται. Αν, δε, γυριζόταν και ταινία, ακόμα καλύτερα. Τι Βλαχοπούλου, τι
Ρίκα Διαλυνά, τι Καρράς, τι Γαλανός παρήλασε από μπροστά μας δε λέγεται. Και μετά άρχιζε
το μαρτύριο του μεσημεριανού ύπνου, «μα δε θέλω να κοιμηθώ», «δεν πειράζει, κλείσε τα
ματάκια σου και μην κοιμάσαι»... Ευτυχώς υπήρχε η διέξοδος των Kλασικών Eικονογραφημένων
ή ο Σεραφίνο ή η Μικρή Λουλού ή ο Τιραμόλα. Έστω και καθυστερημένα, θέλω να τους αποτίσω
φόρο τιμής για όλα εκείνα τα απαίσια, αργοκίνητα μεσημέρια. Και το απόγευμα, ποδήλατο.
Πρώτα με βοηθητικές ρόδες και μετά... Δε θα ξεχάσω την ευτυχία που ένιωσα όταν ο πατέρας,
καλή του ώρα εκεί που είναι, έφερε, στον αδελφό μου και μένα, ποδήλατα με «ταχύτητες».
Ένα μπλε, ένα κόκκινο. Η Απόλυτη Ευτυχία... Μαζεύτηκε η «μαρίδα» και τα περιεργαζόταν. Ο
Στέφανος, ο Σαράντης, ο Βασίλης, η Μίκα, ο Σταμάτης... Ονόματα που ξεπηδούν σαν το
τσίμπημα κουνουπιού. Διαδρομές που φάνταζαν ατέλειωτες ανάμεσα στις κολόνες της πυλωτής
του ξενοδοχείου ή στις πλάκες του κήπου με τα φώτα -κόκκινα μανιτάρια με άσπρες βούλες.
Kαι κάποτε το ποδήλατο μεγάλωσε και έγινε μηχανάκι. Hondaκι κίτρινο. Μικρό και θορυβώδες
σαν κουνούπι. H εξέδρα του Αστέρα ήταν ο στόχος που επετεύχθη, το διπλό σκι έγινε μονό,
τα μεσημέρια σφραγίστηκαν από Kαπνισμένα τσουκάλια και Ιθάκες, από Φαλάτσι και Ένα παιδί
μετράει τ' άστρα, από Χικμέτ και κόκκινο βιβλιαράκι (πού στο διάολο το θυμήθηκε) μέχρι
Φαντάζιο (μ' άρεσε η γραφή της Μαλβίνας Κάραλη και βέβαια διάβαζα και όλα τα γράμματα
προς την κυρία Ερμίνα - γεια σου, Πέλλη Κεφαλά) και τελευταίο αφήνω το έσχατο σημείο του
εξευτελισμού, που έλεγε και η αγαπητή μητέρα, την ανάγνωση των φωτορομάντζων του Ντομινό.
Σ' αυτό με μύησε η «κοπέλα» του σπιτιού (τι έκφραση!) Κική, που όσα χρόνια τη θυμάμαι
περίμενε πρόταση γάμου απ' τον ακαμάτη. Τα απογεύματα, οι στροφές της Βάρκιζας είχαν την
τιμητική τους. Ο ήχος της πειραγμένης εξάτμισης εναλλάσσονταν με τον ήχο του ασθενοφόρου
και κορνάρισμα πάντα στην «τρύπα του Καραμανλή».
Πληθωρικός ο λαός μας, δοξάζει χρόνια αυτή την τρύπα σαν να περνάει το τούνελ της Μάγχης.
Δε λέμε ότι στην Ελλάδα είσαι ό,τι δηλώσεις... Ε, η τρύπα δήλωσε τούνελ. Και μια που
αναφέρομαι στις τρύπες, να κάνω οπωσδήποτε μνεία και στο σημείο μεταξύ
Βουλιαγμένης-Βάρκιζας, με την επωνυμία Κάβο Πούστης όπου είχαν καταλάβει οι γυμνιστές,
ζώντας στο δικό τους παράδεισο, πριν μετακομίσουν στη Μύκονο και μετά παραδώσουν τα
αδιέξοδά τους στις μονές του Αγίου Όρους.
Και τα βράδια... Στολή εργασίας, ήτοι: για τις κοπέλες φούστα-Lacoste-παπούτσι
Σκλιά-τσαντάκι Gucci-μαντίλι στο λαιμό Dior και για τα αγόρια Levis παντελόνι
ψάθα-Lacoste-παπούτσι College με νόμισμα. Όλα βέβαια τα ανωτέρω ίσχυαν για την κατηγορία
των «φλώρων» και βεβαίως όχι για τους ροκάδες. Και... «Εννέα Μούσες», με τον Γιώργο μετρ
και τον Αλόρα στην πόρτα ή «Αναμπέλα» και καμιά φορά και κανένα On the Rocks. Καθιστοί
όμως. Η διευκρίνιση κρίνεται απαραίτητη προκειμένου να ενημερωθεί η γενιά της κόρης μου,
που θα πάει από φλεβίτη από την ορθοστασία, ότι ο κόσμος τότε ή καθόταν ή χόρευε. Και
χόρευε πολύ. «I love you baby», «To all the girls I loved before», «I will survive». Και
δω που τα λέμε, we survived μια χαρά. Καθόμαστε λοιπόν με τον ισόβιο σύντροφο Γιάννη,
αυγουστιάτικα στην πλατεία της Αράχοβας (σας έχω πει την οικογενειακή μας ανωμαλία, βουνό
το καλοκαίρι - θάλασσα το χειμώνα) με την παρέα Λουκάς-Νίκη-Δάσκαλος- Κορό- και γυρίζουμε
μπρος πίσω τη μηχανή του χρόνου. Πίνουμε τσίπουρο, σχεδιάζουμε την επόμενη εκδρομή και
κυρίως σχολιάζουμε το λεωφορείο με τους τουρίστες, που σταμάτησε μπροστά μας και μας
κοιτάζουν μέσα από τα τζάμια με καλοκάγαθο βλέμμα ψαριού σε ενυδρείο. Έτσι κάπως είναι κι
οι μνήμες. Κεφαλάκια που ξεπηδούν και σε κοιτάζουν. Πες πως είναι τσίμπημα από
κουνούπι._P. B.