4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Γιάννης Eυσταθιάδης

ΟΙ ΜΕΓΙΣΤΑΝΕΣ ΤΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ

«...Κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τα best sellers μόνο και μόνο επειδή πουλάνε πολύ,
αλλά γιατί συνήθως γράφονται για να πουλάνε πολύ...»

XPHΣIMOΠOIΩ αυτή την έκφραση για να περιγράψω τα best sellers, έχοντάς την αυθαίρετα
δανειστεί από το τελευταίο ευφυές και γοητευτικό βιβλίο του Νάσου Θεοφίλου «Τι θα γίνω
όταν μεγαλώσω», ένα βιβλίο που ?φευ, αλλά και ευτυχώς? δεν πρόκειται να γίνει ποτέ best
seller. Ξαναγυρίζοντας στις μαγικές σελίδες του, που έχουν τη νηπενθή νοσταλγία των
παραμυθιών, χωρίς το διδακτισμό τους, σκέφτομαι αντιστικτικά το φαινόμενο των «δημοφιλών»
αναγνωσμάτων. Φυσικά, κανείς δεν μπορεί να κατηγορήσει τα best sellers μόνο και μόνο
επειδή πουλάνε πολύ ?τότε ίσως θα έπρεπε να απορρίψει και τη Βίβλο?, αλλά γιατί συνήθως
γράφονται για να πουλάνε πολύ. Το βιβλίο ως εμπορεύσιμο αγαθό μπήκε αναπόφευκτα στο
μεγάλο παιχνίδι της show biz, ομού μετά των μουσικών super hits, που μετρώνται ανάλογα με
την εβδομαδιαία θέση τους στα charts, και των βιομηχανοποιημένων ταινιών που αποτιμώνται
από τον ανά αγορά αριθμό των εισιτηρίων. Εκεί, στην εξέδρα των επισήμων καταναλωτικών,
όπου λάμπουν ?κατά τον Θεοφίλου? «ευθυτενείς οι παγκόσμιοι ήρωες του κινηματογράφου, των
γηπέδων, της μαζικής μουσικής, διάσημοι βετεράνοι, διεθνείς τηλεπρωταγωνιστές, μεγιστάνες
του πνεύματος, οι απανταχού πρωτεύσαντες και οι παντοιοτρόπως βραβευθέντες». Το τυπωμένο
πρωτογενές εμπόρευμα παρατάσσεται στις προθήκες, σαν πολύχρωμο defile μιας ιδιότυπης
μόδας, που επιτάσσει αλαζονικά ?όπως και αυτή των μόδιστρων? ποια αναγνώσματα θα φορεθούν
πολύ τη νέα σεζόν. Οι τόνοι των χρωμάτων παραλλάσσουν από έτος σε έτος, για να
κολακεύσουν θωπευτικά τα αναγνωστικά βλέμματα, αλλά η στερεότυπη δομή είναι σχεδόν πάντα
προβλέψιμη. Στους πάγκους των υπεραγορών του πνεύματος εκτίθενται οι λαχταριστές
πραμάτειες και στα ταχυφαγεία της οράσεως ξεφυλλίζονται αυτοβιογραφικά ψεύδη, κάλπικες
μυθοπλασίες, συμβατικές αφηγήσεις, ανώδυνα μελό που ικανοποιούν την παγκόσμια περιέργεια.
Κυκλοφορώντας σε μια κοινωνία θεάματος, έχεις συχνά την εντύπωση πως τα best sellers
δημιουργούν γενιές θεατών μάλλον, παρά αναγνωστών.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως όλα τα σχετικά αναγνώσματα κλείνουν χαριτόβρυτα το μάτι στο
τηλεοπτικό τους υποκατάστατο, αναμένοντας το σίριαλ νάμπερ που εν καιρώ θα τα εκτινάξει
ακόμα πιο ψηλά.
«Δέκατη έκδοση», «Εικοστή έκδοση», «Τριακοστή έκδοση» και πάει λέγοντας σαν ταμειακή
μηχανή που αθροίζει τα νούμερα ή σαν «κουλοχέρης» που φέρνει συνέχεια τρεις μπανάνες ή
τρία σήματα δολαρίου, κάνοντας τα κέρματα που καταρρακτωδώς συσσωρεύονται να κουδουνίζουν
μελωδικά.
Πενήντα και κάτι χρόνια μετά την πρώτη έκδοσή της η «Αιολική Γη», το μυθιστόρημα του
Βενέζη που έθρεψε το πνεύμα των Nεοελλήνων, δεν αξιώθηκε να έχει πουλήσει παρά τα περίπου
μισά αντίτυπα των εφήμερων σουξέ των σταρ. Ένας έξυπνος και ελκυστικός τίτλος είναι
απαραίτητη προϋπόθεση της επιτυχίας του best seller, ακολουθούμενος από ένα μύθο βατό και
εύκολα προσεγγίσιμο, κάτι σαν αχανές καταπράσινο λιβάδι, όπου όλοι μπορούν να βοσκήσουν
στη λιακάδα, χωρίς να χρειάζεται η παραμικρή υπόγεια διαδρομή και η εις βάθος ανασκαφή,
ώστε να ανακαλυφθεί το εύοσμο μετάλλευμα της γραφής και των συναισθημάτων.
Για τα best sellers ισχύει κατά μια περίεργη αναλογία το φαινόμενο του διαστημοπλοίου.
Μετά την εκτόξευση που υποβοηθείται από το πυρ της δημοσιότητας, των πανομοιότυπων
δελτίων Tύπου (κριτική προσέγγιση δεν υπάρχει, ούτε χρειάζεται άλλωστε) και τη συμπλήρωση
των πρώτων ικανών χιλιάδων αναγνωστών, ο θάλαμος αποκολλάται από τον πύραυλο και αποκτά
τη δική του δυναμική. Κατακλύζει τις βιτρίνες, εισέρχεται σε όλες τις στήλες των
συστάσεων (βιβλία για το καλοκαίρι, για το Σαββατοκύριακο, τις διακοπές κλπ.) και κυρίως
αποκτά τη, διά του στόματος, συνηγορία των αναγνωστών. Τα ωστικά κύματα της σύστασης, της
απλής αναφοράς ή ακόμα και της ξιπασιάς λειτουργούν πλέον αυτόνομα. Ο πολλαπλασιαζόμενος
προσηλυτισμός μετατρέπει το βιβλίο σε περιφερόμενο αξεσουάρ που επιδεικνύεται σαν ακριβό
ρολόι στους δημόσιους χώρους και τα ιδιωτικά βλέμματα. Στους περισσότερους η ποσοτική
προτίμηση λειτουργεί σαν καθησυχαστικό άλλοθι και δημοκρατικός μπούσουλας («αφού αρέσει
σε τόσους, θα αρέσει και σε μένα»), λες και η κοσμοσυρροή των ματιών κάνει τις σελίδες
ευκόλως πλωτές και αφομοιώσιμες, ακόμα και από αυτούς που σπανίως διαβάζουν. Το best
seller μετατρέπεται εν τέλει σε ένα πολυσύχναστο «στέκι» όπου συχνάζουν κοσμικοί
«βιβλιόφιλοι», καταναλώνοντας μαζικά την παραδοξότητα της ad hoc ενοποίησης. Το
ξεκοκκάλισμα μιας τέτοιας προκατειλημμένης τροφής αφήνει, όπως είναι αναμενόμενο, ισχυρή
επίγευση στους παμφάγους αναγνώστες και έτσι αργότερα οι ίδιοι θα ζητήσουν στα
βιβλιοπωλεία «κάτι σαν το?», κατονομάζοντας τη σπεσιαλιτέ της προηγούμενης σεζόν και
αναζητώντας τη νοερή επανάληψή της.
«Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω» θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάθε ασήμαντο και συμβατικό έργο,
που εν τούτοις υπακούει στις δοκιμασμένες συνταγές, και να συμπληρώσει με έπαρση «θα γίνω
best seller».
Μονομιάς ο εκκολαπτόμενος μεγιστάνας του πνεύματος ονειρεύεται ότι πίπτουν ολούθε ράβδοι
χρυσού (όχι οι άλλες δυστυχώς), χρυσά νομίσματα, λίρες και απαστράπτοντες παράδες.
Όμως ο «μοναχικός χρυσοχόος» συγγραφέας του «Τι θα γίνω όταν μεγαλώσω» καλά γνωρίζει πως
ο πραγματικός δημιουργός είναι «άηχος σαν το πανάκριβο μέταλλο» και κατασκευάζει «χρυσά
φθογγόσημα της αιώνιας σιωπής, φεγγαρονομίσματα?σκουλαρίκια ή εκτυφλωτικές συλλαβές από
φωτοπαλμικό αλφαβητάριο με είκοσι τέσσερα γράμματα είκοσι τεσσάρων καρατίων». Από την
παρακείμενη γωνία, ο Γουτεμβέργιος τον κοιτάζει με μια λάμψη σεληνόφωτος στα μάτια,
επιχαίροντας που η κακόπαθη ανακάλυψή του κάπου-κάπου πιάνει τόπο._Γ. E.