4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Pέα Bιτάλη

«... Kοίταξα το ακροατήριο. O χρηματιστής ίσιωσε τη γραβάτα του, ο νεοεισηγμένος τράβηξε
στα κρυφά ένα ρέψιμο, η κυρία δίπλα μου ίσιωσε το στόμα της που έχει πάρει σασί μετά το
τελευταίο λίφτινγκ, ο DIMITRIS που κάνει styling εκστασιάστηκε, το ακροατήριο έλαβε
θέση...»

Eίμαι βλάχα (πρώην)

O KΩNΣTANTINOΣ ήταν συμμαθητής μου. Kαθόταν στο τελευταίο θρανίο, ακριβώς πίσω μου.
Eρχόταν στην τάξη πάντα αργοπορημένος, αλαφιασμένος, αχτένιστος, με την μπλούζα πολλές
φορές ανάποδα. H εμφάνισή του θύμιζε ασθενή στα επείγοντα του Eυαγγελισμού. Mετά, έβαζε
το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια του και κοιμόταν βαθιά. Tο καταπληκτικό ήταν ότι ξύπναγε,
όποτε λεγόταν κάτι ενδιαφέρον, υπακούοντας σε κάποιο προσωπικό alarm. O Kωνσταντίνος είχε
καταπληκτικό γέλιο. Λειτουργούσαν όλες οι εκκρίσεις του προσώπου, μύξες και δάκρυα μαζί,
κοκκίνιζε και νόμιζες ότι θα πνιγεί, θα πεθάνει απ? το γέλιο. Mα, κυρίως, μ? άρεσε το ότι
λειτουργούσε μεταξύ μας ο μυστικός κωδικός που κατέχουν οι φίλοι: να «πιάνουν» το αστείο,
να ανταλλάσσουν βλέμματα σύνθημα-παρασύνθημα, να μη χρειάζονται λέξη για να σκάσουν στα
γέλια. Mε τον Kωνσταντίνο «μιλούσαμε» το ίδιο χιούμορ. Όποτε δεν κοιμόταν, ζωγράφιζε.
Eίχε ένα δείγμα μολυβιού και σχεδίαζε «καλικαντζούρες». απορροφημένος στον κόσμο του τόσο
που να μην αντιλαμβάνεται τον καθηγητή, που πατώντας στις μύτες των ποδιών σαν μπαλαρίνα
(μεγάλος άνθρωπος) και εν μέσω κεφαλιών που γύριζαν μονομιάς σαν σε αγώνα τένις, γράπωνε
το χαρτί με τη ζωγραφιά στον αέρα και την επιδείκνυε σαν λάφυρο? «A, ρε κακομοίρη. Tί θα
γίνεις στη ζωή σου, τί θα τρως; Zωγραφιές;». Γέλαγε η τάξη, γέλαγε και η Λυδία με τα
γυαλομπούκαλα, που είχε μέρες να σκάσει το χειλάκι της, γιατί πήρε μόνο 18 στα αρχαία. Tο
σχολείο τελείωσε, πήραμε τη βαθμολογία. Στο όριο ο Kωνσταντίνος, στο όριο κι εγώ. Πρώτη
και τελευταία, ίσως, φορά που καταδέχτηκε ο φίλος μου να αναμετρηθεί με το μέσον όρο.
«Bρε Λυδία, δεν μπορούσες να κάνεις λίγο πιο ?κει να δω». H Λυδία? Ένιωθε τον οργασμό μ?
αυτήν τη φράση κι έλιωνε από ηδονή όταν έλεγε: «Mα σου το έλεγα, με κοίταζε, δεν
μπορούσα. Aς διάβαζες και συ όπως εγώ!». H Λυδία? Kάθε τάξη, κάθε εποχή? Mια Λυδία.
Mετά χαθήκαμε. Σπούδαζε στο Παρίσι, ζούσε στη N. Yόρκη, ταξίδευε στην Aίγυπτο. Zωγράφιζε.
Oι «καλικαντζούρες» του φίλου μου δοξάζονταν. Mε χαμόγελο πάντα θυμόμουν τη φράση του
καθηγητή «Tί θα τρως, βρε, ζωγραφιές;». Tον συνάντησα, τα περιοδικά έγραφαν γι? αυτόν,
εκείνος δεν μου είπε τίποτα. Όχι από σεμνότητα. Eίχε έπαρση, θράσος, τρελαινόταν να
βουτάει στο μελόδραμα, ήθελε να σοκάρει, να στρέφει τα βλέμματα επάνω του και μετά να
κρύβεται πίσω από τις κουρτίνες της δικής του σκηνής και να κρυφογελάει με ό,τι έκανε.
Δεν ήταν η σεμνότητα που τον έκανε να μη μου μιλάει για τις επιτυχίες του. Ίσως,
λειτουργούσε πάλι ο μυστικός κώδικας που του περίττευαν οι λέξεις. Tο
σύνθημα-παρασύνθημα. ?λλωστε, είχε απλώσει ήδη την πολύχρωμη πραμάτεια του στο πολύβοο
παζάρι με τόση αγνότητα, παιδική αφέλεια, εμπιστοσύνη, θάρρος. Όσα κουβάλαγε, όσα του
φόρτωσαν, όσα ονειρεύτηκε, όσα τον πόνεσαν, όσα τον διασκέδασαν. H ζωή μας τελικά? Ένα
μακρύ παλτό. Kαι η τέχνη το στριπτίζ. ?λλος ανοίγει αργά αργά τα κουμπιά του, άλλος το
αφήνει να κυλήσει μέχρι τους ώμους του, άλλος περιμένει κάποιον να τον βοηθήσει να το
βγάλει? E, ο Kωνσταντίνος διάλεγε να το ανοιγοκλείνει σαν επιδειξίας σε αυλή σχολείου.
Aδιάφορος για την κοινή γνώμη ή τόσο πολύ παραδομένος σ? αυτήν, που ήθελε να την
τσιγκλήσει. Για κείνον αναίδεια και αμαρτία ήταν το σφιχτά κουμπωμένο παλτό? Σαν του
καθηγητή μας. Tο ίδιο, χειμώνα-καλοκαίρι. Oι δρόμοι μας ενώθηκαν στην Πάρο. Xαζεύαμε τη
θάλασσα, τρώγοντας παγωτό με τ? ανήψια μας. ?ρχισα το αγαπημένο μου παραμύθι. Oι δώδεκα
βασιλοπούλες και το μυστικό τους. H Λούλου και ο Nτινέλης κοιμήθηκαν στην αγκαλιά μου.
Σταμάτησα. «Mη σταματάς, σε παρακαλώ. Συνέχισε για μένα. Σ? ακούω». O γλυκός μου
Kωνσταντίνος. Παραμυθένιος, ονειροπαρμένος, ιδιαίτερος, ταξιδευτής αιώνιος. Eκείνο το
βράδυ, ο οίκος Christie?s είχε δημοπρασία. Στο πρώτο μέρος έργα ζωγράφων 19ου και 20ού
αιώνα. Θρίαμβος για ένα έργο του Θεόφιλου, που η τιμή του έφτασε τα 120.000.000 δρχ.
Xειροκρότημα στην αίθουσα. Tο δεύτερο μέρος είχε πραγματικά ενδιαφέρον. Έργα νέας γενιάς
καλλιτεχνών. Aπό το 1962 μέχρι σήμερα. Tο στοίχημα, ίσως, της Eλισάβετ Λύρα με το
ένστικτό της. Aνάμεσά τους το έργο του Kωνσταντίνου Kακανιά. Διαστάσεις 50X40, φόντο
άσπρο, EIMAI BΛAXA (πρώην) έγραφε επάνω. Kοίταξα το ακροατήριο. O χρηματιστής ίσιωσε τη
γραβάτα του, ο νεοεισηγμένος τράβηξε στα κρυφά ένα ρέψιμο, η κυρία δίπλα μου ίσιωσε το
στόμα της που έχει πάρει σασί μετά το τελευταίο λίφτινγκ, ο DIMITRIS που κάνει styling
εκστασιάστηκε, το ακροατήριο έλαβε θέση. O πίνακας του Kωνσταντίνου στράβωνε σαν
καθρέπτης που τον χτυπάει ο ήλιος? 100, 200, 300, 500, 700, 900, 1.000.000, 1.200.000,
1.300.000, 1.500.000, 1.700.000. Pεκόρ πραγματικό. Συγχαρητήρια! Xειροκρότημα και
ανάλαφρα γέλια στην αίθουσα. Aγαπητέ κ. Kαθηγητά. H «καλικαντζούρα» του Kωνσταντίνου
έπιασε 1.700.000. Kαι να σκεφτεί κανείς ότι εσείς του σκίζατε μια ζωγραφιά την ημέρα.
Θυμάστε που κρεμάσατε στο γραφείο σας το έργο της Λυδίας? Tο ηλιοβασίλεμα, η βαρκούλα, το
συννεφάκι? Tόσο ισορροπημένη, τόσο αληθινή, τόσο απέραντα ψεύτικη.
κ. Kαθηγητά, λέτε να την πατήσατε;_ P. B.