4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Γιάννης Eυσταθιάδης

«? έτσι, τα πράγματα οδηγούνται σε μια γραφική εξισωτική ομοιογένεια: ?άθεοι? να
συγκρούονται νυχθημερόν με κάποιους, που ?δεν έχουν το Θεό τους?...»

Ύπαγε, έμπροσθέν μου,
Σατανά?

TA όσα συνέβησαν και συμβαίνουν με την αντιπαράθεση Eκκλησίας και Πολιτείας δεν είναι,
όπως αδίκως γράφτηκε κατά κόρον, «διχαστικά» (το ευτράπελο ποτέ δεν διχάζει, ενώνει).
Είναι μάλλον «διαιρετικά», μια και υπενθυμίζουν την ανάγκη που έχουμε όλοι σ? αυτήν τη
χώρα για στερεότυπες ταξινομήσεις. Ο καθένας (γνωστός) στον εκ των προτέρων (γνωστό) ρόλο
του. Το εξίσου γνωστό και χιλιοϊδωμένο σενάριο, που θέλει να αντιπαρατίθενται οι «καλοί»
και οι «κακοί». Κι όπως στον κινηματογράφο οι κακοί έχουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά
(ακόμα και τόνο φωνής), έτσι και η τηλεοπτική μεταφορά επιβάλλει αναγνωρίσιμα στοιχεία
ιδεολογικής, αλλά όχι μόνο, καταγωγής. Τα Mαζικά Μέσα είναι φυσικό να επιδιώκουν το σαφή
και, πολλές φορές, απλοϊκό διαχωρισμό, γιατί μόνο οι αντιθέσεις και οι έντονες
συγκρούσεις παράγουν θέαμα.
Έτσι, όταν η κύρια Μαριέττα Κουτσίκου «χαλάει τη σούπα» της κομματικής αυτοταξινόμησης,
δηλώνοντας με σαφήνεια πως τάσσεται κατά της αναγραφής, υποχρεώνεται να το επαναλάβει
τρεις (3) φορές στον προσωπικό της «ανακριτή» ―έμπειρο, κατά τα άλλα, δημοσιογράφο―, ο
οποίος, όταν κάθε ελπίδα ομοιομορφίας εκλείπει, αποτολμά ένα ερώτημα-διαπίστωση, με την
ελπίδα να του ανοίξουν πλατύτερες «θεαματικές» θύρες. «Δηλαδή, συντάσσεστε με τον κύριο
Σημίτη;».
Παλιά λογική, νεόκοπη εφαρμογή: όποιος δεν είναι με τους μεν, είναι με τους δε· όποιος
όχι με μας, πάει με κείνους· αν όχι δικός μας, τότε δικός τους. Το κλασικό αυτό
παράδειγμα, όπου το «βγάζω είδηση» δεν συμπίπτει με την ενημέρωση, δεν ήταν δυστυχώς η
εξαίρεση. Και η τηλεόραση έχασε την ευκαιρία να αποδείξει τί σημαίνει πραγματική
ενημέρωση ―με πλουραλιστική εκπροσώπηση διαφορετικών, αλλά σοβαρών απόψεων― και να
καλύψει ακόμα και το πληροφοριακό κενό, που άφησε (εκούσα ή άκουσα) η κυβέρνηση. Αντ?
αυτού, προτίμησε την ψυχαγωγική εκδοχή της ενημέρωσης, αντιπαραθέτοντας είτε ακραία ζεύγη
(αυτοδιαφημιζόμενοι άθεοι εναντίον γραφικών) είτε, ακόμα χειρότερο, σοβαρά πρόσωπα προς
θυμωμένα φανατικά. Τί να συζητήσει ο πάντα εύστοχος Πέτρος Κουναλάκης, ακροαζόμενος το
τελευταίο κραυγαλέο «σουξέ» της κ. Μοσχολιού; (Το είδαμε κι αυτό?) Και πώς να διαλεχθεί ο
οξυδερκής και μειλίχιος Παντελής Καψής, με το παραληρηματικό μένος του αδελφού Μαξίμου;
(Το είδαμε και τούτο?)
Στο ιδιόμορφο αυτό Μέσο, που το εγγενές χαρακτηριστικό του είναι ότι το συναίσθημα
καταβάλλει το επιχείρημα και ο μελοδραματισμός τη νηφάλια σκέψη, ποτέ κανείς σοβαρός δεν
μπόρεσε να νικήσει τους θιασώτες της υπερβολής, έστω και στα σημεία. Θυμάμαι με απόγνωση,
πριν από χρόνια, την (απίστευτο πώς προέκυψε) τηλεοπτική συζήτηση του Χρήστου Γιανναρά με
τον κ. Πλεύρη. Ο Γιανναράς είναι, κατά γενική ομολογία, όχι μόνο χαρισματικός ομιλητής,
αλλά και ιδανικός συζητητής (και οι απόψεις του ―ακόμα και για τους τυχόν διαφωνούντες―
είναι εκφρασμένες με άκρα κομψότητα και στιλ). Θυμάμαι, λοιπόν, τον ευγενικό και
ευφάνταστο λόγο του Γιανναρά να αντιπαρατίθεται (sic) στο παροξυσμικό, μεγαλοϊδεατικό
συνονθύλευμα του κ. Πλεύρη: «Κύριε, αυτά που λέτε είναι αντιεπιστημονικά» ήταν το μόνο
επιχείρημα που ψέλλισε στο τέλος ο Γιανναράς, πριν αποχωρήσει. Αλλά και η Eκκλησία, που
δεν έμεινε με «εσταυρωμένα» τα χέρια, έχασε τη δική της ευκαιρία. Εδώ θα χρειαζόταν ένας
όχι «ανένδοτος», αλλά «ανέκδοτος» αγώνας, για να απομυθοποιήσει ο Αρχιεπίσκοπος με το
χιούμορ του μια προειλημμένη και, πάντως, τυπική απόφαση, να αποδείξει το ανθρώπινο,
ανανεωτικό πρόσωπο που ευαγγελίζεται, μια και ο εκσυγχρονισμός δεν καταγράφεται μόνο στις
δηλώσεις, αλλά και, κυρίως, στη μέθοδο της αντίδρασης.
Παράδοξο, αλλά πραγματικό: η Eκκλησία ετρώθη λιγότερο από τους αντιφρονούντες και
περισσότερο εκ των έσω, με δηλώσεις όπως αυτές περί «μαρξιστού Ανδριανόπουλου», που
έθεταν εν αμφιβόλω την επιθυμητή ορθή κρίση και σοφία των αγίων πατέρων. Κάθε απόπειρα
ψύχραιμης, σύγχρονης, αλλά μη ταξινομημένης οπτικής (δηλ. κάθε παρασπονδία από το
αναμενόμενο κλασάρισμα), αν δεν αντιμετωπίστηκε με καχυποψία (ενδοκομματικών κινήτρων),
τουλάχιστον υποβαθμίστηκε, ώστε όλες οι πλευρές να νιώθουν πιο άνετα. Έτσι, οι συνηγορίες
(στη μη αναγραφή) της Ντόρας Μπακογιάννη, του Γιώργου Σουφλιά και του Στέφανου Μάνου (που
αρθρώνει σήμερα τον πιο ακομπλεξάριστο λόγο, άλλοτε στηρίζοντας ορθές, τολμηρές,
κυβερνητικές αποφάσεις και άλλοτε τιμώντας, μόνος απ? όλο τον πολιτικό κόσμο, τη μνήμη
του Σπύρου Μαρκεζίνη) αποτέλεσαν τις δύο όψεις μιας ενιαίας αμηχανίας. Το ίδιο και οι
μετριοπαθείς εξισορροπιστικές παρεμβάσεις αρκετών (και ανωτάτων, άλλωστε) κληρικών, που
με αποθέματα μειλίχιας λογικής προσπάθησαν να ανακαλύψουν ―εις μάτην― την αληθοφάνεια του
διαλόγου. Ο κύβος είχε ριφθεί (μέσα στη σούπα, που χάλασε και η Μαριέττα Κουτσίκου). Η
ιστορία δεν δέχεται ανατροπές: οι άθρησκοι, οι αριστεροί, οι διανοούμενοι είναι υπέρ· οι
συντηρητικοί, οι δεξιοί και ο κλήρος, κατά. Αυτό λέει η ένδοξη παράδοση του παραλογισμού
μας και αυτή τη «διαίρεση» θα την προασπίσουμε με αγώνες (και αίμα, αν χρειαστεί). Αυτό,
άλλωστε, κάνουν και σ? όλες τις οθόνες οι ποικιλώνυμοι «Εικονομάχοι» και «Εικονολάτρες»
(και οι δύο, εντούτοις, περιέχουν ―φευ!― την Εικόνα), ενώ ο διαιρεμένος λαός των
τηλεθεατών διαδηλώνει βουβά από τις πολυθρόνες του.
Όμως, κατά πώς φαίνεται, παίρνει και η υπεραπλούστευση την εκδίκησή της κι έτσι, αντί για
τη θεαματική αντίθεση και τη σκληρή ρήξη, τα πράγματα οδηγούνται σε μια γραφική εξισωτική
ομοιογένεια: «άθεοι» να συγκρουόνται νυχθημερόν, με κάποιους που «δεν έχουν το Θεό
τους»?_ Γ. E.