4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Γιάννης Eυσταθιάδης

Tο «ντόπιο» του λαού




«?Ντόπιο?, ?ντόπιο?, ?ντόπιο?? Τί σημαίνει πια η λέξη ?ντόπιο?, όταν προφέρεται από ένα
λαό κατεξοχήν φονέα της γνησιότητας; Αλλοιωμένες πόλεις, αλλοιωμένες παραδόσεις,
αλλοιωμένες συμπεριφορές, γιατί όχι και αλλοιωμένες τροφές;»


KATHΦOPIZΩ το μικρό χωμάτινο δρόμο του τουριστικού θερέτρου.
Στη γωνία, μικρή ταβέρνα. Απ? έξω αναρτημένη χειρόγραφη επιγραφή: «ΤΟ ΑΡΝΑΚΙ ΜΑΣ ΕΙΝΑΙ
ΝΤΟΠΙΟ». Προχωρώ καμιά πενηνταριά μέτρα ώς την επόμενη. Εδώ, η επιγραφή είναι πιο
καλλιγραφική και συνοδεύεται από διακοσμητικό λουλουδάκι: «ΜΟΣΧΑΡΑΚΙ ΜΟΝΟ ΝΤΟΠΙΟ». Έχω
δει δεκάδες τέτοιες υπομνήσεις ανά την επικράτεια: σε αθηναϊκά μαγαζιά, αλλά και
κρεοπωλεία, σε επαρχιακά ταβερνεία, σε νησιώτικες ψησταριές.
Κι όμως -Θεέ και Κύριε!-, απόψε, μία ακόμη νεοελληνική πανάκεια, που με τόση θαλπωρή μάς
νανούρισε τα τελευταία χρόνια, καταρρέει.
Η τηλεόραση, που δεν φημίζεται για τη σαφήνειά της, είναι σαφής: έχουμε την πρώτη επίσημη
―και με τη βούλα― συντοπίτισσα «τρελή αγελάδα».
Ξέροντας τί σημαίνει να είσαι πρωτοπόρος στην Ελλάδα ―έστω και αρνητικά―, αισθάνθηκα μιαν
ανείπωτη συμπάθεια για το μελαγχολικό βοοειδές (έχετε προσέξει το βλέμμα τους;). Το
σκέφτηκα βέβηλα σαν έναν Καρυωτάκη των μεγάλων θηλαστικών και είδα την ελληνική μοναξιά
να μοιράζεται μεταξύ Πρέβεζας και Κιλκίς («Ελλάδα, γλώσσα βουβή στη γεωγραφία»).
Συλλογίστηκα, άθελά μου, τους τροφίμους των ασύλων της επαρχίας ―τους έχουμε δει κι
αυτούς στην τηλεόραση―, που οι συνθήκες διαβίωσής τους δεν διαφέρουν από εκείνες του
συμπαθούς ζώου. Α, αυτή η πρώτη ελληνίς τρελή αγελάδα! Πόσο κυνικά ανατρέπει το
συναισθηματικό μεγαλοϊδεατισμό κάποιων συνελλήνων, πώς κηλιδώνει την «καθαρότητα» της
φυλής! Πώς τολμούν, στη χώρα-λίκνο του πολιτισμού, να εισχωρούν οι διοξίνες, οι τοξίνες
και οι εγκεφαλοπάθειες; Πώς διανοείται το αεράκι που φυσά και η εαρινή βροχούλα να
φέρνουν ραδιενέργεια στα ζαρζαβατικά από τη βομβαρδισμένη Γιουγκοσλαβία;
«Ντόπιο», «ντόπιο», «ντόπιο»? Πόσο αυτή η πατριδολατρική προσήλωση μας έχει, χρόνια τώρα,
ευνουχίσει, δημιουργώντας ένα απενοχοποιημένο σύστημα αξιών? Πόσο η βουλιμία της ένδοξης
αναδρομής οδηγεί στη συναισθηματική «μοριοδότηση»: είναι ντόπιο· άρα, είναι ασφαλές,
αγνό.
Γιατί το εγγυάται ο δικός μας άνθρωπος: ο Γιώργος, ο Γιάννης, ο Θανάσης, γιατί το
υπογράφει ο έλλην ήλιος, το κλίμα μας, το πατροπαράδοτο πνεύμα της φιλοξενίας μας. Ωραία
που το ?χει γράψει ο Νίκος Δήμου: «Υποψιασμένοι, κουμπωμένοι, οχυρωμένοι όλοι ― αλλά για
τον φίλο, τον πατριώτη: αφελείς. Αχ, μωρέ Έλληνες, παμπόνηροι και χαζοί ― δύσπιστοι και
ορθάνοιχτοι. Το εγώ, έξω ― στον ήλιο. Ωραίοι άνθρωποι! Ας έχουν οι άλλοι τα πολύπλοκα
συστήματα, εμείς έχουμε τη ζεστασιά της προσωπικής σχέσης και την εφευρετικότητα της
άγνοιας και της απελπισίας μας?»
Προσπαθώ να σκεφθώ λογικά. Σ? ένα πλανητικό χωριό, με κοινές μολύνσεις του περιβάλλοντος,
κοινές εμπορικές πολιτικές, κοινές διατροφικές συνήθειες, κοινές ―εντέλει― ασθένειες, το
«ντόπιο» τί εγγυάται;
Αλλά, ακόμα και αν ―λέω: αν― κάτι μπορούσε να εγγυηθεί, πώς διασφαλίζεται ότι αυτό που
δηλώνεται «ντόπιο», είναι «ντόπιο»; Ασφαλώς υπάρχουν οι έντιμοι μερακλήδες, οι
ευσυνείδητοι επαγγελματίες, εκείνοι που ασκούν τα παραγωγικά και τα εμπορικά τους
καθήκοντα με ευθύνη και μέτρο, και δίνουν στην αγορά τα σωστά και ανόθευτα προϊόντα ―
πολλές φορές με καλή τοπική προέλευση. Αλλά οι άλλοι, οι «κατά τα λοιπά», αυτοί που
επαίρονται γενικώς για την ευγενή appelation control?e «ντόπιο»; Ευκόλως επιλήσμονες,
έχουμε απωθήσει στο βάθος του μυαλού την πολυπληθή ράτσα των κατεργάρηδων και των
απατεώνων, των παγαπόντηδων και των κομπιναδόρων, όλους αυτούς που κατά στίφη συγκροτούν
τον ιδιότυπο Στρατό της (δικής τους) Σωτηρίας. Ξεχνάμε εύκολα τους πολυάριθμους
πρωτομάστορες της νοθείας, τους πάμπολλους πρωταγωνιστές της ρεμούλας, τους αμέτρητους
μπουκαδόρους των επιδοτήσεων, ξεχνάμε, εντέλει, την έμφυτη ικανότητα των συνελλήνων να
στήνουν με καπατσοσύνη από εικονικές εταιρείες έως εταιρείες δολοφόνων.
Είναι «ντόπιο» ή δηλώνεται απλώς με χοντρό μαρκαδόρο; Μήπως ανήκει στη Λεγεώνα των Ξένων
(εκεί, μάλιστα, όπου τα αποβράσματα) και απλώς μεταβαπτίζεται, όπως κάποτε οι
ποδοσφαιριστές; Κι αν είναι «ντόπιο», πώς προέκυψε; Με τις επιβαλλόμενες συνθήκες
υγιεινής; Μεγάλωνε με τις σωστές τροφές ή με άλλες, ύποπτες (και, φυσικά, φθηνότερες);
Ακολουθήθηκαν οι έλεγχοι, οι επιταγές των κτηνιάτρων, οι κανονισμοί της αγορανομίας;
Γιατί να δεχθώ πως εμείς, ο εκλεκτός λαός της Γης, παράγουμε τα επιούσια προϊόντα μας
αγνά και ανόθευτα, όταν εμείς πρώτοι ασελγήσαμε ανά την επικράτεια στα διατροφικά μας
αγαθά; Εμείς είμαστε οι εφευρέτες της χωριάτικης του ψυγείου, του πλαστικού μουσακά, της
προκάτ πατάτας, του υποκατάστατου της φρέσκιας πορτοκαλάδας, εμείς σερβίρουμε την
ψευδοφέτα, όπου χαράζεις την προτομή σου, και τα ψάρια που τραγουδούν ένα τραγούδι απ? τ?
Αλγέρι. Τί σημαίνει πια η λέξη «ντόπιο», όταν προφέρεται από ένα λαό κατεξοχήν φονέα της
γνησιότητας;
Αλλοιωμένες πόλεις, αλλοιωμένες παραδόσεις, αλλοιωμένες συμπεριφορές, γιατί όχι και
αλλοιωμένες τροφές; Αυτή η πρώτη, η μοναχική ανίερη αγελάδα μας δεν συμβολίζει παρά τις
συλλογικές ντόπιες ενοχές μας.
Κυριευμένοι, ίσως, απ? αυτές τις ενοχές, αμήχανοι από την πολιτική των παγκόσμιων
σφαγείων, τείνουμε μελοδραματικά να παίρνουμε το μέρος των πάσης φύσεως Χασάπηδων.
Στην παρακείμενη καφετέρια, για να ξεφύγω από τις δυσοίωνες σκέψεις, παράγγειλα ένα
doppio espresso!._ Γ. E