4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Γιάννης Eυσταθιάδης

«? Πόσο παρηγορεί, μέσα στις συνήθεις κακόγουστες φλυαρίες, να πετούν απρόσκλητοι ―σαν
αποδημητικά πουλιά που επιστρέφουν εν μέσω έαρος― οι στίχοι του Λευτέρη Παπαδόπουλου!?»

Ο δικτάτορας των συναισθημάτων

ΠOΣO παρηγορεί, μέσα στις συνήθεις κακόγουστες φλυαρίες, μέσα στη βάρβαρη αχλή των
νεοελληνικών γεγονότων, μέσα σε αρχιτεκτονικά τερατουργήματα και λοιπές κακοφωνίες, να
πετούν απρόσκλητοι ―σαν αποδημητικά πουλιά που επιστρέφουν εν μέσω έαρος― οι στίχοι του
Λευτέρη Παπαδόπουλου! Πόσο θωπεύουν τ? αφτιά και την καρδιά στίχοι κερματισμένοι,
αποσπασματικοί, έστω και λεξούλες μοναχικές (υπολείμματα εξαίσιων στροφών), να
κυκλοφορούν σαν πρωινή δροσιά στις λεωφόρους με τα ακινητοποιημένα αυτοκίνητα, να
εισβάλλουν σε ιδιωτικά γραφεία και δημόσιες υπηρεσίες, ν? αερίζουν τα γκρίζα σπίτια, να
διαπιδύουν τους τοίχους των εργοστασίων, να τρίζουν σε πιάτα ταβερνείων, να διαχέονται
μέσω ραδιοκυμάτων στα ερωτικά βραδάκια. Γιατί ποτέ κανείς στη στιχουργική δε μίλησε τ?
αλφαβητάρι της τρυφερότητας καλύτερα, δεν εξερεύνησε την προέλευση του ερωτικού στεναγμού
βαθύτερα, δεν αναζήτησε την καταγωγή των δακρύων μας, αλλά και δεν ύμνησε πιο ανθρώπινα
μεγάλες αξίες και μικρές αρετές, δεν καλλιέργησε με τόση λεπταισθησία την τέχνη της
αναδρομής, δεν ανέταμε σπαρακτικότερα τη μνήμη. Μάστορας της ρυθμικής αγωγής του στίχου,
καταφέρνει σε τέτοιο βαθμό τη μουσικότητα της μορφής, ώστε λες πως η μελωδία προϋπάρχει
και πως ο όποιος συνθέτης δεν έχει παρά να την αντιγράψει (δεν είναι τυχαίο πως οι στίχοι
του οδήγησαν ακόμα και συμβατικούς συνθέτες σε πρωτόγνωρες επιτυχίες). Γητευτής των
σύνθετων λέξεων (απόβραδο, απόδειπνο, γλυκαπαντοχή, δροσονεράκι, ματόφρυδα, συναπάντημα,
γλυκομάλωμα, κρυφοκαμάρωνα, μεσοδρομίς), καταφέρνει να τις τιθασεύει μαγικά,
δημιουργώντας μια νέα αθωότητα. Ακριβολόγος με τα συναισθήματα, αναδεικνύεται σε χρυσοχόο
των υποκοριστικών (μεθυσμενάκι, γειτονάκι, κεχριμπαράκι, μελαχρινάκι, αμυγδαλίτσας
κλωναράκι...) και κατεργάζεται την πρώτη ύλη της συγκίνησης μ? αυτή την πρόσθετη απόχρωση
της τρυφερότητας. Τολμηρός στη ρίμα του (εξαίσια ομοιοκαταληκτούν το γρήγορα με το
ματοτσίνορα, το καριόφυλλο με το Θεόφιλο, τα χέρια τα δικά σου με το για να με δικάσουν),
ανατρεπτικός στην εικονοπλασία του («το απομεσήμερο έμοιαζε να στέκει, σαν αμάξι γέρικο
στην ανηφοριά», «το σούρουπο σαν μάλαμα κι η πλατεΐτσα μέλι», «στου φεγγαριού το τάσι»,
«άπλωσε το μεσονύχτι το γλυκό του δίχτυ»), αλλά, πάνω απ? όλα, ικανός να χτίζει το πιο
σύνθετο μέσα από μια δωρική λιτότητα («μπορεί και να ?ναι απ? τον καπνό, μπορεί κι απ?
τον αγέρα», «είσαι σπίρτο που καίει η φωτιά», «έβγαζ? απ? τις τσέπες μου φλούδες
μανταρίνι, σου ?ριχνα στα μάτια να πονάς», «κοίτα με για να γινώ δυνατός σαν τη φωτιά») ή
να κόβει την ανάσα με μια ευθύβολη πολυπλοκότητα («παλικαράκι που ?λιωσα στο συναπάντημά
σου»).
Μ? αυτόν μάθαμε την καθαρή ματιά και το ερωτικό βλέμμα, καθώς διέσωσε όλους τους
ιριδισμούς του ανθρώπινου ματιού («μάτια μελιά», «μάτια μπλε», «μάτια βυζαντινά»,
«βουρκωμένα μάτια», «μάτια μελαγχολικά») και πάνω στο «φιλντισένιο μαρκούτσι» των στίχων
του πάνε κι έρχονται μνήμες, πίκρες, όνειρα, πόθοι και καημοί. Βαθύτατα λυρικός, συχνά
εύστοχα σκληρός, σαρκαστικά ή με χαμηλούς τόνους πολιτικός, καταφέρνει κάποτε μια σοφή
αντίστιξη, καθώς σ? ένα τυπικά ταξικό τραγούδι όπως η «Φτωχολογιά» υπεισέρχεται περίτεχνα
ένας σαρωτικός ερωτισμός («... χαρά στα κοριτσόπουλα που ?χουν κι αγκαλιάζουν τη φωτιά» ―
πόσο θα ζήλευε ο Λόρκα αυτούς τους στίχους!). Ανατόμος της μοναξιάς ―κοινωνικής, αστικής
ή ατομικής («Οι Κυριακές στην Κατερίνη», «Ο καφενές», «Κίτρινη πόλη, παραμονές βροχής»)―,
συναρμοστής ενός εύλογου παραληρήματος, καταφέρνει να κάνει οικείο το παράλογο των
συναισθημάτων με ιδιοφυή τρόπο: «Είπα να σε ξεχάσω, μα σ? αποθύμησα».
Μπορεί να γράφει με την ίδια άνεση για όλα τα είδη της μουσικής: οι στίχοι του
λικνίζονται μαγικά στα 3/4 του βαλς, ανεβαίνουν στην πίστα για ασίκικα ζεϊμπέκικα,
ξεφαντώνουν σε αισθησιακά τσιφτετέλια, θρηνούν σε βελούδινες μπαλάντες (σπουδαίος
δημοκράτης της ρίμας, δεν κρατά τη σοβαρότητά του για τα σοβαρά είδη, αλλά αναβαθμίζει με
απόλυτη συνέπεια τα απλά ψυχαγωγικά είδη με την ίδια λεκτική ακρίβεια και έμπνευση).
Και αν κάνει επιτυχίες (σουξέ, κατά τη διατύπωση του συρμού), είναι όχι γιατί ακολουθεί
τις νόρμες και τις συνταγές, αλλά γιατί είχε και έχει την ικανότητα να τις ανατρέπει και
να τις επαναπροσδιορίζει διαρκώς.
Κάτοχος και νομέας ενός κοινότατου επωνύμου, δεν κόμισε τίποτα το κοινό στην ιδιότυπη
τέχνη του, ενώ η συνωνυμία με περιώνυμο δικτάτορα μας θυμίζει απλώς πως αυτός ο μειλίχιος
άνθρωπος ανακάλυψε τον τρόπο να επιβάλει την τραγουδιστική αισθητική και ηδονή σ? έναν
ολόκληρο λαό, με στίχους που σαράντα χρόνια τώρα αφομοιώνονται «γουλιά γουλιά» σαν εθνικό
βάλσαμο._ Γ. E.