4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Γιάννης Eυσταθιάδης

«Goodfellas»

«? Όποιος είχε δει και, κυρίως, όποιος μπορούσε να ερμηνεύσει με αναλογίες την ταινία του
Σκορσέζε "Goodfellas" (ελλην. τίτλος ―που κυριολεκτεί-: "Τα καλά παιδιά"), θα είχε
κατανοήσει τους συμμετρικούς άξονες του Κακού και το πώς αυτοί περιβάλλονται με το πιο
αραχνοΰφαντο αγαθό κουκούλι?»

ΑΝ ο μιντιακός πολιτισμός μας έχει την ικανότητα (και την έχει) να καίει λέξεις,
ιδιωματισμούς και εκφράσεις, τότε τα τελευταία «αντιτρομοκρατικά» γεγονότα μάς
απαγορεύουν στο μέλλον να χρησιμοποιούμε αθώα την έκφραση «καλό παιδί». Πόση πένθιμη αύρα
μεταφέρει αυτή η διαρκής πλειοδοσία της θετικής μαρτυρίας: «Γλυκός», «Ευγενικός»,
«Κοιτούσε κάτω», «Ήταν καλό παιδί», «Ήταν το καλύτερο παιδί», «Ήταν από τα πιο καλά
παιδιά!» Η δήλωση είναι αυθόρμητη (από συγγενείς και περιοίκους), αλλά αυτόχρημα
μεταφέρει την απόγνωση μιας διαίρεσης: η αφηρημένη έννοια του «καλού παιδιού» αναιρείται
―σαν διάψευση― όχι για τον ίδιο (το δράστη), αλλά γι? αυτόν που μιλά (το μάρτυρα).Ήτοι,
εντέλει, εννοεί: «Πόσο λυπάμαι που νόμισα ότι ήταν καλό παιδί» ή, ακόμα πιο έντονα: «Να
πάρει η ευχή, ήμουνα σίγουρος ότι ήταν καλό παιδί».
Το μαρτύριο του μάρτυρα: αυτό που έβλεπε, άκουγε, αισθανόταν, αυτό που τα κριτήρια του
επέβαλλαν, αυτό που το ένστικτό του τον συμβούλευε, όλα ήταν εσφαλμένα. Γιατί το Κακό
είθισται να θεωρείται σκοτεινό και δυσερμήνευτο, όπως ο θάνατος, ο Eωσφόρος ή η μαγγανεία
της κολάσεως, πολυεπίπεδο, όπως η μηχανή εσωτερικής καύσεως, και δαιδαλώδες, όπως το
διαδίκτυο.
Ο μέσος άνθρωπος δεν κατανοεί τον Καντ, δεν παραμυθείται με τον Μπόρχες, αλλά επαίρεται
ότι μπορεί να ταξινομεί και να ερμηνεύει το γείτονα. Κι όταν ο γείτονας του διαφεύγει και
τον εξαπατά;
Πώς να δεχθεί τον «άνθρωπο της διπλανής πόρτας», όταν η πόρτα του Κακού οφείλει να είναι
διαφορετική, όχι από δεσποτάκι ξύλο μιας γκαρσονιέρας, αλλά με μπαρόκ σκοτεινότητα και
αραχνώδες μυστήριο; Πιστεύει ―ίσως όχι άδικα― πως κάθε έγκλημα περιέχει μια δεδομένη
μυθοπλασία και κάθε απεχθής πράξη επιβάλλει τις διαδικασίες μιας δεδομένης τελετουργίας.
Πώς να ομολογήσει ότι έσφαλε οικτρά (εδώ η ομολογία είναι πιο δύσκολη απ? αυτήν του
δολοφόνου); Πώς να δεχθεί την ανατροπή μιας καθεστηκυίας τάξεως συμβόλων;
Το πρότυπο του «κακού», για να είναι άμεσα διαχωρισμένο από τον «καλό», είχε πάντα τα
χαρακτηριστικά του Edward G. Robinson, του James Cagney ή του Lee Van Cleef, ενώ ο αγαθός
μέσος πολίτης έβρισκε το πρότυπό του στον Gary Cooper ή τον James Stewart (ή, στα καθ?
ημάς, μπορούσε να συμβολίζεται γραφικότερα από έναν πολύπαθο Βέγγο). Έτσι το έμαθε, έτσι
το αφομοίωσε και κάθε παρέκκλιση από το στερεότυπο και τη λογική ακολουθία τον
«καταβάλλει». Αδυνατεί να κατανοήσει πως μέσα στην απλότητα υπάρχει το σύνθετο, αν και,
αρνούμενος να δεχθεί το απλό, στην ουσία νομιμοποιεί το πολύπλοκο, αλλά και αδυνατεί να
δεχθεί πως η παρανομία μπορεί να συμπλέει με τις πιο αγαθές ή σχεδόν καλλιτεχνικές
ιδιότητες: «αγιογράφος», «κατασκευαστής μουσικών οργάνων», «κεραμιστής», «μελισσοκόμος».
Έτσι, αν η κιτς έκφραση «δίκαιη δίκη» (το κιτς προέρχεται πολλές φορές και από τον
ευτελισμό της επανάληψης) είναι αυτονόητη για τους κατηγορουμένους, παραμένει αμφίβολο αν
μπορεί να υπάρξει «δίκαιη κρίση» σ? αυτόν που είδε να ανατρέπεται ―εν μια νυκτί― η εύκολη
ερμηνεία του κόσμου.
Όποιος όμως είχε δει και, κυρίως, όποιος μπορούσε να ερμηνεύσει με αναλογίες την
τελευταία, ίσως, μεγάλη ταινία του Σκορσέζε «Goodfellas» (ελλην. τίτλος ―που
κυριολεκτεί―: «Τα καλά παιδιά»), θα είχε κατανοήσει τους συμμετρικούς άξονες του Κακού
και το πώς αυτοί περιβάλλονται με το πιο αραχνοΰφαντο αγαθό κουκούλι. Στον απόηχο της
παρανομίας εμφιλοχωρεί η πιο νόμιμη ανθρώπινη καλοσύνη, έτσι ώστε τα όρια Καλού-Κακού να
γίνονται όχι μόνο δυσδιάκριτα, αλλά και, εντέλει, περιττά.
Συχνά χρησιμοποιούμε το επίθετο «μυθιστορηματική» για να χαρακτηρίσουμε μια καταδίωξη, ή
τον όρο «θρίλερ» για να τονίσουμε τα εξωπραγματικά χαρακτηριστικά μιας ιστορίας που παύει
να είναι παιδαγωγική και, συχνά, μετατρέπεται σε αυτοκαταστροφική.
Η συναίρεση του φανταστικού και του πραγματικού («της διπλανής πόρτας») συνεχίζει να
λειτουργεί ως σωσίας της πραγματικότητας, αλλά ποιος, στο κάτω κάτω, μπορεί να
ισχυρίζεται ακόμα πως άλλο τέχνη και άλλο ζωή;
Και ποιος, άλλωστε, από τους μάρτυρες ―όχι τους μάρτυρες της υποθέσεως, αλλά τους
εμβρόντητους μέσους θεατές της καθημερινότητας― μπορεί αύριο να νουθετήσει το δικό του
αγόρι ή το δικό του κορίτσι με την παραίνεση: «Να είστε καλά παιδιά»;
Πιπέρι στο στόμα!_ Γ. E.