4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Mουντιάλ 2014 - Γερμανία: Από το τραύμα στο θαύμα

Η Γερμανία δεν είναι απλώς η νέα Παγκόσμια Πρωταθλήτρια Ποδοσφαίρου. Αν κοιτάξει κανείς την εικόνα από κάποια χρονική απόσταση, η επικράτησή της στο Μουντιάλ της Βραζιλίας έχει πολλαπλές γεωπολιτικές και ψυχολογικές προεκτάσεις.

Το κάθε αστέρι στη φανέλα της Nationalmannschaft, της Εθνικής Γερμανίας, συμβολίζει μία από τις νίκες της σε Μουντιάλ: Ελβετία, 1954. Γερμανία, 1974. Μεξικό, 1990. Βραζιλία, 2014. Το κάθε αστέρι όμως αντιστοιχεί και σε κάτι διόλου αθλητικό. Αυτό είναι απολύτως αναμενόμενο. Στην περίπτωση της μεταπολεμικής Γερμανίας, το ποδόσφαιρο μοιάζει να είναι πάντα η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα...
Η κάθε νίκη αντιστοιχεί σε μια δραματική αναβάθμιση στο πολιτικό και γεωπολιτικό γερμανικό γίγνεσθαι. Ή, για να χρησιμοποιήσουμε τη φόρμουλα της Λουίζ Τέιλορ στον Guardian, «πίσω από την οικονομική και ποδοσφαιρική αναγέννηση της Γερμανίας συμβαίνει ένας εκπληκτικός συγχρονισμός φιλοσοφιών».
Το τι σήμαιναν τα αστέρια του 1954, του 1974 και του 1990 έχει γίνει πλέον -λόγω της απόστασης του χρόνου- σαφές. Το 1954 ήταν η επούλωση του ναζιστικού τραύματος και της εθνικής ενοχής για τα εγκλήματα του πολέμου. Το 1974 ήταν η κορύφωση του μεγάλου διεθνούς ειρηνικού ανοίγματος, της Οστπολιτίκ του Βίλι Μπραντ, που κατά μία έννοια οδήγησε αργότερα στην πτώση του τείχους του Βερολίνου. Το 1990 είναι ακριβώς η πτώση του τείχους του Βερολίνου και το προανάκρουσμα της επιδίωξης για την επανένωση των δύο Γερμανιών.
Παραμένει ανοιχτό το ερώτημα τι ακριβώς σημαίνει το αστέρι του 2014. Η εφημερίδα Die Welt γράφει: «Η τωρινή εθνική ομάδα αντιπροσωπεύει την καλύτερη εικόνα που μπορούν να έχουν οι Γερμανοί για τον εαυτό τους. Γοητευτική, αγωνιστική, φιλόδοξη, επιτυχημένη, αλλά επίσης ευαίσθητη, μετριοπαθής και cool».
Στον αντίποδα, ακόμα και Γερμανοί διανοούμενοι, όπως ο Ούλριχ Μπεκ ή ο Γιούργκεν Χάμπερμας, βλέπουν με φόβο την ανάδειξη μιας Γερμανίας ισχυρής όχι μόνο αντικειμενικά, αλλά και στον τρόπο που βλέπει τον εαυτό της στον καθρέφτη. Μιας Γερμανίας χωρίς τύψεις και αναστολές. Φοβούνται, σε πολιτικό επίπεδο, την ανατολή μιας νέας γερμανικής Ευρώπης, αντί μιας ευρωπαϊκής Γερμανίας.
Αυτόν το σκεπτικισμό τον είχε εκφράσει πολύ νωρίτερα, από το 1979, στην ταινία του «Ο γάμος της Μαρίας Μπράουν», ο Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, σχολιάζοντας κινηματογραφικά σε ανύποπτη στιγμή τον πρώτο θρίαμβο της Εθνικής Γερμανίας το 1954._ ΝΙΚΟΛΑΣ ΛΕΟΝΤΟΠΟΥΛΟΣ

MΟΥΝΤΙΑΛ 2014 / ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Τι σημαίνουν τα τέσσερα αστέρια στη φανέλα

Για τα τρία πρώτα δεν υπάρχουν πλέον μεγάλες αμφιβολίες. Το κρίσιμο ερώτημα είναι τι σημαίνει το φετινό τέταρτο.

1954: «Είμαστε και πάλι κάτι»
Στο «Γάμο της Μαρίας Μπράουν», το φιλμ του Φασμπίντερ, η τελευταία, διάρκειας πολλών λεπτών σεκάνς εκτυλίσσεται με την υπόκρουση της ραδιοφωνικής μετάδοσης ενός ποδοσφαιρικού αγώνα.
Είναι ο τελικός του Μουντιάλ του 1954, ο οποίος στη γερμανική συλλογική συνείδηση έχει περάσει ως «Το θαύμα της Βέρνης». Κόντρα στα προγνωστικά, η Γερμανία είναι στον τελικό και το ματς με την ανίκητη Ουγγαρία είναι 2-2. Ο εκφωνητής Χέρμπερτ Ζίμερμαν βλέπει τον Ραν με την μπάλα στα πόδια και αναφωνεί το θρυλικό «ο Ραν πρέπει να σουτάρει από μακριά» (κάτι σαν το «Βάλ' το αγόρι μου» του Σκουντή ή το «Γκολ και φύγαμε για τελικό» του Βερνίκου). Ο Ραν, σαν να τον ακούει, σουτάρει από μακριά, και σκοράρει. Τελικά, η Γερμανία επικρατεί της Ουγγαρίας 3-2. Το ματς τελειώνει και ο εκφωνητής φωνάζει «Έληξε! Έληξε! Η Γερμανία είναι παγκόσμια πρωταθλήτρια!».
Η ταπεινωμένη από την ήττα του πολέμου χώρα αποκτά και πάλι γόητρο. Όχι όπως στην ταινία. Η Μαρία Μπράουν, σχεδόν παράλληλα με τους πανηγυρισμούς του Ζίμερμαν, απαθής ανάβει το γκάζι, ακολουθεί μια έκρηξη και το φιλμ τελειώνει μέσα σε όλεθρο. Στους τίτλους τέλους της ταινίας βλέπουμε τα πορτρέτα των Γερμανών καγκελαρίων από τον Αντενάουερ έως τον Σμιτ - με μοναδική εξαίρεση το πορτρέτο του Βίλι Μπραντ. Ο Φασμπίντερ επιλέγει τη στιγμή του μεγαλύτερου θριάμβου της χώρας για την καταστροφή των ηρώων του. Η γερμανική κοινωνία και η γερμανική οικονομία έχουν ήδη ανέβει στο άρμα του οικονομικού θαύματος, του Wirtschaftswunder. Το ένα θαύμα, αυτό της Βέρνης, γίνεται το σύμβολο του άλλου, αλλά ο Φασμπίντερ τα θεωρεί και τα δύο ύβρι μιας κοινωνίας που θεωρεί πως πολύ γρήγορα καθάρισε με τις ενοχές του παρελθόντος.
Δεν είναι εξακριβωμένο αν το 'πε ο αρχηγός της Εθνικής, ο Φριτς Βάλτερ, ή ο προπονητής Ζεπ Χερμπέργκερ, αλλά η φράση-σύμβολο που συνοψίζει τη σημασία της νίκης του '54 για τους Γερμανούς είναι το «Wir sind wieder wer!»(«Είμαστε πάλι κάποιοι!»).
Το Spiegel θα γράψει: «Η σύγχρονη Γερμανία γεννήθηκε μέσα σε έναν ποδοσφαιρικό αγώνα 90 λεπτών». Πολλά χρόνια αργότερα, ο μετέπειτα καγκελάριος Σρέντερ θα πει πως τότε, σε ηλικία δέκα ετών, αισθάνθηκε για πρώτη φορά Γερμανός.
«Ήταν ένα είδος απελευθέρωσης για τους Γερμανούς από όλα τα πράγματα που τους βάραιναν μετά τον Παγκόσμιο Πόλεμο», έγραψε ο Γερμανός ιστορικός Γιόαχιμ Φεστ. Η 4η Ιουλίου (ανήμερα του τελικού της Βέρνης) είναι κατά μία έννοια η ληξιαρχική πράξη γεννήσεως της Γερμανικής Δημοκρατίας».
Και όμως, το 1954 δεν έχουν περάσει ούτε δέκα χρόνια από το τέλος του Πολέμου και την πτώση του ναζιστικού καθεστώτος. Και αν ακόμα οι Γερμανοί και τα θύματά τους δεν είχαν ξεπεράσει το τραύμα, η νέα πραγματικότητα του Ψυχρού Πολέμου επιβάλλει τους Γερμανούς ως συμμάχους και φίλους. Αυτοί που διέπραξαν τα εγκλήματα του πολέμου δεν ήταν «Γερμανοί», αλλά «Ναζί». Εχθρός είναι πλέον η Μόσχα.
Στην Ελλάδα η αλλαγή αυτή σηματοδοτήθηκε με εντυπωσιακό τρόπο. Το 1954 ο καγκελάριος Αντενάουερ, ο πρώτος στη θέση αυτή μετά τον Χίτλερ, επισκέπτεται την Αθήνα όχι για να ζητήσει συγγνώμη, αλλά για να ακούσει τους Έλληνες που τον εκλιπαρούν για λίγα δανεικά. Είναι επίσης η χρονιά που η Siemens (του συνεργάτη των ναζί Βουλπιώτη) εγκαθίσταται (ξανά) στη χώρα και κερδίζει με ανάθεση το έργο χιλιάδων τηλεφωνικών παροχών του ΟΤΕ, σύμβαση που οδηγεί πολύ αργότερα στο ομώνυμο σκάνδαλο με μίζες, δίκες κτλ. Προσοχή, μιλάμε μόλις για τη δεκαετία του '50...

1974: Ostpolitik
Το 1974 η αλλαγή που συνοδεύει τη νίκη στο Μουντιάλ είναι λιγότερο δραματική. Η χώρα αλλάζει ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του '60, όταν για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο οι Σοσιαλδημοκράτες παίρνουν την εξουσία. Όπως σημειώνει το Foreign Policy, είναι η ώρα για τη χειραφέτηση των γυναικών, τη δημοκρατικοποίηση της εκπαίδευσης και βέβαια, πάνω απ' όλα, η ώρα για έναν Γερμανό να πάρει το Νόμπελ Ειρήνης. Είναι ο Βίλι Μπραντ, ένας «διαφορετικός» Γερμανός ηγέτης (ο Φασμπίντερ στην ταινία που αναφέραμε πιο πάνω τον εξαιρεί από την πινακοθήκη των -αρνητικών- ηρώων, των Γερμανών πολιτικών στους τίτλους τέλους της ταινίας), ο οποίος κηρύσσει την Ostpolitik (ανατολική πολιτική στα γερμανικά). Θα πρέπει όμως η Γερμανία να περιμένει το επόμενο τρόπαιο για να τη μετουσιώσει σε χειροπιαστό αποτέλεσμα.

1990: Γερμανική ενοποίηση
Το 1990 είναι φυσικά η χρονιά της γερμανικής ενοποίησης. Λίγους μήνες νωρίτερα έχει πέσει το Τείχος. Αυτό που μέχρι τότε οι σύμμαχοι της Γερμανίας δεν ήθελαν ούτε να σκεφτούν γίνεται τελικά πραγματικότητα, κόντρα στις αντιρρήσεις της Θάτσερ και αφού πειστεί ο Μιτεράν, ο οποίος θεωρεί πως ο ιστορικός αυτός συμβιβασμός θα επουλώσει διά παντός τα τραύματα του παρελθόντος.

Και το 2014;
Τι σηματοδοτεί η τέταρτη νίκη της Γερμανίας σε Μουντιάλ; Εδώ ανοίγουν δύο δρόμοι.

2014: Όχι πια Deutschland, αλλά «Schlaaaaaand»
Η νίκη της Γερμανίας δεν είναι η νίκη της Deutchland, αλλά της Schland, όπως σημειώνει το αμερικανικό περιοδικό Foreign Policy στη διαδικτυακή του έκδοση. Ήδη από το 2006, οι οπαδοί της Εθνικής την αποκαλούν Schland ή, ακόμα καλύτερα, «Σλάαααααντ», δηλαδή «ένα ονοματοποιημένο, ακουστικό παρατσούκλι».
Η Schland είναι μια χώρα όπου το να είσαι Γερμανός δεν είναι θέμα αίματος: Πολωνοί (Ποντόλσκι), Αλβανοί (Μουστάφι), Τυνήσιοι (Κεντίρα), Τούρκοι (Οζίλ) και Γκανέζοι (Ασαμόα) μπορούν να παίζουν στην εθνική ομάδα.
Είναι μια χώρα που το ποδόσφαιρό της είναι επιθετικό, όμορφο, χαρωπό. Τέρμα οι παρομοιώσεις με τα πάντσερ.
Είναι μια χώρα που ελκύει τους περισσότερους ξένους από όλον τον κόσμο, αντί να τους τρομάζει και να τους διώχνει.
Πλέον, οι Γερμανοί «μπορούν» (όπως και οι άλλοι λαοί του κόσμου) να τραγουδούν τον εθνικό τους ύμνο χωρίς να ντρέπονται, να φορούν μπλουζάκια της «νατσιονάλμανσαφτ» και να ανεμίζουν γερμανικές σημαίες.
Είναι με άλλα λόγια μια χώρα που (επιτέλους) έχει καλή ιδέα για τον εαυτό της. Αυτό είναι το σημείο όπου η χαρωπή ανάλυση για τη νέα Γερμανία τέμνεται με μια ανάλυση πιο σκοτεινή.
Η παρακμή του παραδοσιακού διπόλου Γερμανίας-Γαλλίας και η πλήρης επικράτηση της Γερμανίας, όχι μόνο ως πόλου οικονομικής ισχύος, αλλά και ως καταλύτη σε όλες τις πολιτικές αποφάσεις για το μέλλον της ηπείρου, τείνουν προς αυτήν την κατεύθυνση. Η επιβολή της τρόικας στην Ελλάδα είναι το καλύτερο (ή μάλλον το χειρότερο) παράδειγμα.
Η διάθεση της Γερμανίας να συμμετέχει πιο ενεργά, ακόμα και με τη χρήση όπλων αν χρειαστεί, στις διεθνείς κρίσεις συναντά πλέον τη συναίνεση στο εσωτερικό, παρά τις μεμονωμένες οργισμένες αντιδράσεις από την Αριστερά και μικρούς θύλακες των συντηρητικών, και παρά το ότι αντιβαίνει στον Grundgesetz, το «Βασικό Νόμο» που απαγορεύει τη χρήση των ενόπλων δυνάμεων για μη αμυντικούς σκοπούς.
Ακόμα και ο Γιόαχιμ Γκάουκ, ένας εκ πεποιθήσεως ανθρωπιστής, ο πρώτος Γερμανός πρόεδρος που είπε συγγνώμη στους Έλληνες για τα ναζιστικά εγκλήματα, είναι υπέρμαχος αυτής της νέας στρατηγικής: «Σήμερα η Γερμανία είναι μια υγιής και αξιόπιστη δημοκρατία και ένα κράτος δικαίου. [...] Σ' αυτόν τον αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα ή για την επιβίωση αθώων ανθρώπων είναι μερικές φορές απαραίτητο να πάρεις τα όπλα». (Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών)
Ο Γκάουκ είπε πως μερικές φορές «χειρότερο [από το να μην παίρνεις τα όπλα] είναι όταν οι καλοί κρύβουν τα όπλα τους και αφήνουν τους κακούς να χρησιμοποιούν τα δικά τους». Και η Γερμανία, είπε ο Γκάουκ, δεν πρέπει να κρύβεται άλλο, πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες της, στην Ουκρανία αλλά και στη Μεσόγειο...
Στην Ουκρανία, πάντως, όπως ήδη έχουμε γράψει στον Αντίλογο, η Γερμανία δεν κρύβεται καθόλου. Το Βερολίνο εδώ και χρόνια χρηματοδοτούσε δυνάμεις που είχαν σκοπό την ανατροπή του καθεστώτος.
Η Γερμανία, με άλλα λόγια, θέλει και πάλι να γίνει μια «κανονική» χώρα. Στην πραγματικότητα έχει εδώ και καιρό γίνει μια κανονική χώρα, απλώς πλέον θέλει και να αναγνωρίζεται ως τέτοια._ Ν. Λ.

MΟΥΝΤΙΑΛ 2014 / ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Μόνο ένα το τιμημένο

Όσο κι αν ακούγεται βλάσφημο για μια χώρα που φοράει στη φανέλα της τέσσερα αστέρια, το φετινό ήταν το πρώτο Κύπελλο που η Γερμανία κέρδισε χωρίς σκιές.

Το θαύμα της Βέρνης ήταν... επιστημονικό
Για πολλά χρόνια υπήρχαν υποψίες πως κάτι δεν πήγαινε καλά με τους ήρωες του '54. Αρκετοί βασικοί παίκτες της ομάδας λίγο μετά αρρώστησαν από ίκτερο. Ο Ρίτσαρντ Χέρμαν πέθανε τρία χρόνια αργότερα από κίρρωση. Χρειάστηκε να περάσουν εξήντα χρόνια ώστε το 2013 να αποδειχθεί πως οι ενέσεις στους ποδοσφαιριστές περιείχαν κάτι παραπάνω από βιταμίνες (όπως ήταν η επίσημη εκδοχή), και τις αποδείξεις προσκόμισαν (προς τιμήν τους) οι ίδιοι οι Γερμανοί.
Το 2013 η ημικρατική έκθεση με τίτλο «Το Ντόπινγκ στη Γερμανία από το 1950 έως σήμερα» αποκάλυψε πως η ομάδα του θαύματος της Βέρνης έπαιρνε τη μεθαμφεταμίνη Pervitin, γνωστή ως «σοκολάτα των panzer». Ένα απόθεμα 35 εκατομμυρίων δόσεων είχε ξεμείνει από τον πόλεμο.

Προγραμματισμός, όχι αστεία
Το πρόγραμμα ντόπινγκ ήταν κρατική υπόθεση, χρηματοδοτούμενη από το υπουργείο Εσωτερικών, και δεν αφορούσε μόνο τους αγώνες της Ελβετίας. Επισήμως ξεκίνησε ως μια επιστημονική έρευνα που θα αποδείκνυε ότι... τα αναβολικά είναι άχρηστα. Τελικά συνεχίστηκε για πολλές δεκαετίες και σε πολλά ολυμπιακά αθλήματα, εν γνώσει των αξιωματούχων του αθλητισμού, των γιατρών της ομοσπονδίας αλλά και κορυφαίων πολιτικών. Το 1966, στο Μουντιάλ της Αγγλίας, Γερμανοί ποδοσφαιριστές πιάστηκαν να έχουν χρησιμοποιήσει εφεδρίνη. Η FIFA συγκάλυψε το σκάνδαλο.

1974 & 1990: Η Γερμανική παράγκα
Ποδοσφαιρικά, το 1974 αποτέλεσε κατά μία έννοια επανάληψη του 1954. Οι Γερμανοί και πάλι δε θεωρούνταν η καλύτερη ομάδα, ιδίως συγκρινόμενοι με τους Ολλανδούς του Κρόιφ, που δίδασκαν το νέο total football. Ηθικά οι ενδείξεις για αδικία είναι πολύ λιγότερο σημαντικές από ό,τι το 1954, και βασίζονται κυρίως στα μεγάλα παράπονα των Ολλανδών από τη διαιτησία του ¶γγλου Τέιλορ στον τελικό. Τελικό σκορ 1-2 υπέρ των Γερμανών διοργανωτών.
Όμως, πολλά χρόνια αργότερα, το 2008, μια αναπάντεχη μαρτυρία ήρθε να επιβεβαιώσει την γκρίνια των Ολλανδών. Αναπάντεχη, διότι προερχόταν από τον επί δύο δεκαετίες πιο ισχυρό άνδρα του παγκόσμιου ποδοσφαίρου, τον πρώην πλέον πρόεδρο της FIFA, Ζοάο Χαβελάνζε. Ο Βραζιλιάνος παράγοντας αποκάλυψε σε συνέντευξή του σε εφημερίδα της πατρίδας του ότι τα παγκόσμια κύπελλα του 1966 και του 1974 (και οι αντίστοιχες νίκες της Αγγλίας και της Γερμανίας) ήταν σικέ, αποτέλεσμα στημένων διαιτητών που είχαν οριστεί για να ευνοήσουν την Αγγλία το 1966 και τη Γερμανία το 1974.
Το 1990 τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Αντίθετα με το '54 και το '74, όταν η Ουγγαρία του Πούσκας και η Ολλανδία του Κρόιφ ήταν ανώτερες ποδοσφαιρικά, το 1990, στο Μουντιάλ της Ιταλίας, η Γερμανία ήταν η καλύτερη ομάδα του τουρνουά, και πάντως ανώτερη από την Αργεντινή του Μαραντόνα. Αρκεί όμως η ποδοσφαιρική αξία για να πάρει κανείς τη νίκη; Δεν πρέπει να νικήσει μέσα στο γήπεδο; Στον τελικό, με το ματς στο 0-0, χρειάστηκε η «χειρουργική επέμβαση» του Μεξικανού διαιτητή Κοντεσάλ, ο οποίος καταλόγισε ανύπαρκτο πέναλτι σε βάρος της Αργεντινής, ώστε η Γερμανία να πάρει το Μουντιάλ και ο Μαραντόνα να βάλει on camera τα κλάματα σε μία από τις πιο συγκλονιστικές εικόνες όλων των Μουντιάλ._ Ν. Λ.

Η ελληνική Nationalmannschaft του 2004
Φυσικά, η χρήση του αθλητισμού για «εθνικούς» λόγους δεν αποτελεί γερμανική ιδιαιτερότητα. Η χουντοκρατούμενη Αργεντινή το 1978 έκανε το ίδιο, αλλά και δημοκρατίες όπως η Αγγλία το 1996 και η Γαλλία το 1998, η Νότια Κορέα το 2002 αλλά και η Βραζιλία πριν από μερικούς μήνες μετέτρεψαν το Μουντιάλ σε εθνική υπόθεση, άλλοτε καταφέρνοντας να πάρουν το τρόπαιο και άλλοτε όχι.
Και, για να μην πάμε μακριά, με την Ελλάδα συνέβη κάτι ανάλογο. Το 2004 η δική μας Nationalmannschaft κατακτά το Euro, πετυχαίνοντας το μεγαλύτερο άθλο στην ιστορία του παγκόσμιου αθλητισμού. Η επιτυχία όμως θα λειτουργήσει ταυτόχρονα ως σύμβολο ελληνικού «θριάμβου» σε όλα τα μέτωπα, αθλητικά και μη: Ολυμπιακοί Αγώνες, οικονομική ανάπτυξη, ευρώ, διεθνής εικόνα της χώρας, μέχρι και πρωτιά στη Eurovision - μόλις πέντε χρόνια πριν από το κραχ του 2009.

MΟΥΝΤΙΑΛ 2014 / ΓΕΡΜΑΝΙΑ

Η συνωμοσία των χρωμάτων

Τι πολιτικό παιχνίδι παίζεται με τις αλλαγές των χρωμάτων στη φανέλα της Εθνικής Γερμανίας;

Τις ημέρες του Μουντιάλ, ένα από τα πιο δημοφιλή ελληνικά μπλογκ, το Olympia, δημοσίευσε ένα άρθρο με τίτλο «3ο Ράιχ και Μουντιάλ». Ο αρθρογράφος ισχυριζόταν πως η επιλογή των χρωμάτων για τη φανέλα της Εθνικής Γερμανίας στο Μουντιάλ αποτελούσε ουσιαστικά επιστροφή στα χρώματα του Τρίτου Ράιχ (λευκό, κόκκινο, μαύρο), επιλογή η οποία μάλιστα δε συναντάται στα σημερινά χρώματα της σημαίας (κόκκινο, μαύρο, χρυσό).
Σύμφωνα με τη Wikipedia, ο συνδυασμός «μαύρο-λευκό-κόκκινο» επιβλήθηκε από τη Γερμανική Ενοποίηση του 1871, και έως το 1918 αποτελούσε τα εθνικά χρώματα της Γερμανίας. Από τότε ξέσπασε ένα κηρυγμένος, δημόσιος και φωνακλάδικος πόλεμος. Σύμφωνα με τη Wikipedia, «από τότε και μέχρι σήμερα το μαύρο-λευκό-κόκκινο συχνά συνδέεται με το δεξιό ριζοσπαστισμό, λόγω της χρήσης τους από δεξιά κόμματα, και αργότερα από ακροδεξιούς κύκλους». Οι δημοκράτες της Επανάστασης του 1918 και της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης άλλαξαν το κόκκινο με το χρυσό, παρ' ότι στη συλλογική συνείδηση η νέα τριχρωμία (με το χρυσό αντί το κόκκινο) δεν έγινε ποτέ αποδεκτή. Με την άνοδο το 1933 των ναζί, η τριχρωμία «μαύρο-λευκό-κόκκινο» επανήλθε... για να καταργηθεί με την πτώση των ναζί. Η νέα ομοσπονδιακή δημοκρατία επέστρεψε στο «δημοκρατικό» χρυσό, συνδυασμός που ισχύει μέχρι σήμερα. Όπως καταλήγει η Wikipedia, ιδίως από τη δεκαετία του '60 και μετά, μόνο ακροδεξιά κόμματα χρησιμοποιούν το Μ-Λ-Κ, και ειδικότερα οι (ριζοσπάστες) συντηρητικοί, οι νεοναζί [...], καθώς και μια μικρή ομάδα μοναρχικών».
Με τη βοήθεια του Guardian, που δημοσίευσε ένα αφιέρωμα στην ιστορία όλων των ομάδων του Μουντιάλ, τεστάραμε τη θεωρία συνωμοσίας. Πράγματι, μόνο το 1938 η Εθνική Γερμανίας είχε στη φανέλα της το συνδυασμό «λευκό-κόκκινο-μαύρο». (Πριν από το '38 ήταν λευκό-μαύρο, συνδυασμός που παραμένει έως σήμερα ο πιο δημοφιλής στις φανέλες της Γερμανίας). Το 1954 (πρώτο Μουντιάλ στο οποίο η Γερμανία πήρε μέρος μετά το ναζισμό) το κόκκινο ξαναέφυγε από τη φανέλα, και έμεινε το λευκό και το μαύρο. Πολύ μετά (1986) προστέθηκε το χρυσό (1986), χωρίς πάντα το κόκκινο. Ακριβώς μετά (1990) προστέθηκε το κόκκινο, αλλά μαζί με το χρυσό πάντα. Και τώρα (2014) έπαψε να υπάρχει στη φανέλα το χρυσό, και επέστρεψαν τα τρία χρώματα του 1938: μαύρο, λευκό, κόκκινο. (Κάτι ανάλογο συνέβη με την εφεδρική φανέλα, η οποία μέχρι και το 2006 ήταν... πράσινη, αλλά από τότε ντύθηκε με μαύρο-λευκό-κόκκινο.)
Τι σημαίνει όλο αυτό; Όχι πάντως πως η Γερμανία ξανάγινε ναζιστική. Απλώς η Γερμανία, ίσως υποσυνείδητα, ικανοποιεί το διαρκές αίτημα κάθε χώρας για αναγωγή στη βαθιά της ταυτότητα, μια αναγωγή αναγκαία (πόσες δεκαετίες θα 'πρεπε να διαρκέσει η ηθική απαγόρευση;) ή κατά άλλους επικίνδυνη - πάντως αναπόφευκτη.
Σημαίνει απλώς πως η Γερμανία διεκδικεί εδώ και χρόνια, και πλέον κατακτά το δικαίωμα να είναι Γερμανία._ Ν. Λ.

Nationalmannschaft: Καταφύγιο γερμανικότητας
Μετά τον Πόλεμο οι Αμερικανοί, στην «κατοχή» που ουσιαστικά επέβαλαν στους (Δυτικο)γερμανούς, διέλυσαν όλους τους θεσμούς που είχαν τη λέξη «national» και «reich» και αντηχούσαν το εθνικοσοσιαλιστικό παρελθόν της χώρας. Όλα έγιναν «ομοσπονδιακά», κολλώντας το πρόθεμα «bundes»: από την κεντρική τράπεζα (Bundesbank αντί για Reichsbank) και τη Βουλή (Bundestag αντί για Reichstag) έως την Α΄ Εθνική (Bundesliga). Σύμφωνα με το βιβλίο Pays de Foot (εκδ. Autrement), μία από τις λιγοστές εξαιρέσεις που ξέφυγαν από την... αστυνομία λέξεων ήταν η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου, που παρέμεινε Nationalmannschaft. Ίσως οι Αμερικανοί να ήθελαν να αφήσουν το ποδόσφαιρο ως τελευταίο αποκούμπι πατριωτικής έκφρασης σε ένα λαό από τον οποίο έπαιρναν ακόμα και τις λέξεις. Πιο πιθανό είναι να μην κατανοούσαν την ευρύτερη λαϊκή και πολιτική σημασία που έχει το άγνωστο σ' αυτούς άθλημα.
Καθώς κάθε αίσθημα πατριωτισμού και, πολύ περισσότερο, κάθε έκφρασή του (από τη σημαία έως τον εθνικό ύμνο) καταπιέστηκαν ή απαγορεύτηκαν, «το ποδόσφαιρο στη Δυτική Γερμανία απέκτησε συμβολικό στάτους και έγινε η πιο αγαπητή έκφραση της συλλογικής ταυτότητας», λέει ο ιστορικός Wolfram Pyta. Κάπως έτσι, σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων, γεννήθηκε «η φρενίτιδα των Γερμανών με το ποδόσφαιρο, μετά την ήττα των ναζί».