4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

7 Κάμπριο


PORSCHE 968, LOTUS ELAN, BMW 318i, ALFA-ROMEO SPIDER 2.0,
MAZDA MX-5 TURBO, FORD ESCORT XR-3i16V, PEUGEOT 205 CJ 1.4


MEDITERANEO!

Όπου, διατρέχοντας τις παραλίες της Αττικής,
επιχειρούμε να διασκεδάσουμε το άγχος μας οδηγώντας
μερικά αυτοκίνητα χωρίς ...σκεπή, κάτω από το
μαγιάτικο ήλιο, προσποιούμενοι τους ρομαντικούς
εραστές της φύσης. Αναμαλλιασμένοι και μαυρισμένοι
(από τα καυσαέρια όχι από τον ήλιο) επιστρέφουμε στη
βάση μας. Αυτοκίνητο κάμπριο; Εξαρτάται.











Του Σ. Κάγκα








Φωτογραφίες: B. Γιανακόπουλος

TO πρώτο σοκ το πάθαμε όταν μας έλουσε η εξάτμιση ενός
λεωφορείου της ΕΑΣ με όλα τα ...απόβλητα που κουβάλαγε μέσα
της η μηχανή του ερείπιου. Το εκτεθειμένο, ταλαιπωρημένο ήδη
κεφάλι μας ήταν ακριβώς στο ίδιο ύψος με το ...μπουρί του
ρυπογόνου Ίκαρους. Ελαφρώς πιό μαύροι, κάναμε ότι δεν
καταλάβαμε. Τα καλά των κάμπριο...
O υπογράφων, για να λέμε την αλήθεια, ποτέ δεν _χώνεψε_ αυτήν
τη μανία με τα _ξεσκούφωτα_ αυτοκίνητα. Σε μιά χώρα όπου ο
ήλιος την καίει 300 ημέρες το χρόνο, σε μιά πόλη που την
πνίγει το νέφος και που ο κλιματισμός είναι πλέον εκ των ων
ουκ άνευ, το να κυκλοφορείς με ανοικτό αυτοκίνητο, είναι σαν
να περπατάς στην έρημο φορώντας μόνο το μαγιό σου. Εκκεντρικό
βέβαια αλλά...
_Μιά και έρχεται καλοκαίρι δεν κάνουμε κάτι με αυτά τα
αυτοκίνητα χωρίς σκεπή;_. H ερώτηση του Δ.Σ. ήταν ως συνήθως
κάτι περισσότερο από απλή _ερώτηση_.
Βέβαια, ήταν σίγουρο ότι ο K.K. είχε στο μυαλό του τις
μακρινές εκείνες εποχές που έπαιρνε τα MG και τα Σπάιντερ και
πήγαινε γρήγορες βόλτες στη Ριτσώνα και τον Μπράλο,
χαμογελώντας πίσω από το μικρό μπαρ-μπριζ, ρουφώντας τη
μυρουδιά της ελληνικής γης.
’λλες εποχές τότε. Δεν κινδύνευες να πάθεις εγκεφαλικό ώσπου
να πας από τη Γοργίου στην Κηφισιά, ούτε να φας στο κεφάλι την
κονσέρβα του αναψυκτικού που πέταξε ο αγενής από το παράθυρο,
ούτε να καείς από το αποτσίγαρο του φορτηγατζή.
Εν πάση περιπτώσει. Το γεγονός είναι ότι τα αυτοκίνητα κάμπριο
διατηρούν -περισσότερο ίσως από παλιά- μια αόριστη γοητεία για
μερικούς ρομαντικούς και είναι αναμφισβήτητο στάτους για πολύ
περισσότερους. Και ακόμη και σήμερα, μπορεί (αν οι συνθήκες το
ευνοήσουν) να νιώσεις πιό ελεύθερα κόβοντας βόλτα τα
ανοιξιάτικα βράδια με την καταπιεστική πλαστική κουκούλα καλά
διπλωμένη στο πορτ-μπαγκάζ.
H ελληνική αγορά, διαθέτει αρκετά μοντέλα παραγωγής και
μερικές ακόμη ειδικές εκδόσεις κάμπριο που απευθύνονται σε
αυτούς που δεν πτοούνται από τους περιορισμούς. Ή αυτούς που
ζουν για να κυκλοφορούν τις μικρές ώρες της ημέρας. Ή σε όσους
έχουν και το κλασικό επιβατικό σταθμευμένο στο γκαράζ.

Το να τα χωρίσεις αυτά τα αυτοκίνητα σε κατηγορίες αναλόγως
χαρακτήρα και τιμής, είναι κάτι που μόνο θεωρητικά μπορεί να
γίνει.
Διαλέξαμε λοιπόν να παρουσιάσουμε όλα τα διαθέσιμα αυτήν την
εποχή, ανεξαρτήτως τιμής, συμπεριλαμβάνοντας και την Πόρσε 968
και το μικρό Πεζό 205. ’λλωστε με διαφορά τιμής την ίδια
δουλειά κάνουν.
Συγκεντρώσαμε λοιπόν 7 αυτοκίνητα, το Πεζό 205 CJ 1.4, το
Φορντ Έσκορτ XR-3i με το νέο 16βάλβιδο κινητήρα _Z_, το
κλασικό πιά Μάζντα MX-5 σε υπερτροφοδοτούμενη έκδοση, την
αειθαλή ’λφα Σπάιντερ με το δίλιτρο καταλυτικό κινητήρα, μια
BMW 318i, τη μαύρη Πόρσε 968 του προηγούμενου τεύχους και -την
τελευταία κυριολεκτικά στιγμή- μιά πράσινη Λότους Ελάν, όχι
φυσικά από την _αντιπροσωπεία_ αλλά από το διευθυντή της
Χιουντάι-Ελλάς, τον οποίο και ευχαριστούμε.
Αν προσπαθήσουμε να ταξινομήσουμε κάπως αυτόν τον ετερόκλητο
στόλο, θα δούμε ότι Πόρσε, Μάζντα, ’λφα και BMW είναι
οπισθοκίνητα, τα υπόλοιπα δε προσθιοκίνητα.
_Φουλ κάμπριο_ ήταν η Πόρσε, η BMW, το Μάζντα, η ’λφα-Ρομέο
και η Λότους, ενώ κεντρικό ρολ-μπαρ είχαν τα Φορντ και Πεζό.
Αυστηρά διθέσια ήταν η Πόρσε, το Μάζντα, η ’λφα-Ρομέο και η
Λότους, ενώ BMW, Φορντ και Πεζό, είχαν χώρους για δύο επιπλέον
επιβάτες και τις αποσκευές τους.
Αυτό εξηγείται από το ότι τα αυτοκίνητα αυτά είναι _υβρίδια_,
προέρχονται δηλαδή από τα αντίστοιχα κλειστά επιβατικά,
έχοντας βεβαίως υποστεί τις κατάλληλες μετατροπές για τη
βελτίωση της ακαμψίας του αυτοφερόμενου αμαξώματος.
Αυτή καθ_ αυτή η ακαμψία του αμαξώματος και η γενική
συμπεριφορά του στο δρόμο, είναι ο βασικότερος πονοκέφαλος για
τους σχεδιαστές τέτοιων αυτοκινήτων. Δεν είναι εύκολο από τη
μιά να έχεις ένα αμάξωμα το οποίο θα διατηρεί όλα τα στοιχεία
αντοχής χωρίς τις κολόνες και τα γενικότερα _δεσίματά_ του,
διατηρώντας από την άλλη την αναγκαία πλαστικότητα που θα
επιτρέπει στο αυτοκίνητο να στρίβει αλλά και να
ανεβοκατεβαίνει τα πεζοδρόμια χωρίς να σηκώνει τροχό...
Από αυτήν την άποψη η ’λφα Σπάιντερ, όντας το πιό παλιό
αυτοκίνητο στην κατηγορία (παράγεται ανελλιπώς σε διάφορες
εκδόσεις από τον Ιανουάριο του 1966), είχε την πιο λαστιχένια
αίσθηση, μεταφέροντας στον οδηγό ανά πάσα στιγμή όλες τις
δυνάμεις που επενεργούσαν στο αμάξωμα. Αυτό όταν οδηγείς αργά,
είναι απλώς ενοχλητικό, στη γρήγορη όμως οδήγηση υπεισέρχεται
ως ανασταλτικός παράγοντας.
Στον αντίποδα, και έχοντας το καλύτερο αυτοφερόμενο, ήταν η
Λότους.
_Αυτό το αυτοκίνητο μου θυμίζει ...φορμουλάκι_ αναφώνησε ο
Σ.Χ. και βάλθηκε να ανεβοκατεβαίνει τις στροφές του Σουνίου
χαμογελώντας.
Την ίδια καλή εντύπωση δίνει και το μικρό Μάζντα, αλλά σ_
αυτήν την ιαπωνική αναπαράσταση της χαμένης ιταλικής νιότης
έχουμε αναφερθεί αρκετές φορές.
Ικανοποιητική ακαμψία είχαν βέβαια η Πόρσε και η BMW, καθώς
και τα υβρίδια Έσκορτ και Πεζό. Το μικρό 205 έχει βελτιωθεί
σημαντικά σε σχέση με τις πρώτες εκδόσεις και συνολικά είναι
ένα ευχάριστο αυτοκίνητο και κυρίως χαμηλού κόστους επιβατικό.
Βέβαια, αυτό το χαμηλό κόστος μεταφράζεται -για να περάσουμε
σε έναν άλλο τομέα- και σε μέτριο επίπεδο εξοπλισμού.
Πράγματι, το μικρό Πεζό είχε τον πιό σπαρτιάτικο εξοπλισμό από
όλα τα άλλα κι αυτό σημαίνει ότι δεν υπήρχε στροφόμετρο,
ηλεκτρικά παράθυρα, κλειδαριές κ.λπ., αλλά αυτές οι ελλείψεις
είναι χαρακτηριστικές μόνο σε σχέση με τον υπόλοιπο
_ανταγωνισμό_. Αν απομονώσει κανείς το αυτοκίνητο τελικά
ανακαλύπτει ότι μπορεί να ζήσει και χωρίς τα διάφορα ηλεκτρικά
παραφερνάλια. Ακόμη και η ηλεκτρικά αναδιπλούμενη και
ξεχωριστά κοστολογούμενη πλαστική οροφή (200.000 δρχ.).
Τα οποία είναι καλοδεχούμενα όταν υπάρχουν π.χ. στο Έσκορτ ή
τη Λότους και πολύ περισσότερο στην BMW. Έτσι λοιπόν
ενδεικτικά ας πούμε ότι οι Πόρσε, BMW, Λότους είχαν κλιματισμό
και φυσικά κεντρικό κλείδωμα θυρών, ηλεκτρικά παράθυρα και
ζάντες ελαφρού κράματος, αερόσακο ασφαλείας (968), δερμάτινα
τιμόνια, ραδιομαγνητόφωνα και λοιπά καλούδια που βοηθούν στο
να περνούν οι ζεστές νύχτες πιό ευχάριστα.
Πιστά στην λογική του _μπρος στα κάλλη τί είναι ο πόνος_, η
Σπάιντερ, το MX-5, και η BMW χρειάζονταν τη μυϊκή δύναμη του
οδηγού τους (τουλάχιστον) γιά να αναδιπλωθεί η πλαστική μαύρη
κουκούλα, τονίζοντας έτσι και το διαφορετικό της φιλοσοφίας
που υπηρετούν.

Οδηγώντας
Δεν πρωτοτυπήσαμε. Στον περιορισμένο χρόνο που διαθέταμε και
ως γνήσια παιδιά μιας τερατούπολης που δεν αφήνει περιθώρια
για συναισθηματισμούς και διαφορετική προσέγγιση, θεωρήσαμε
ότι μιά βόλτα ως το Σούνιο θά ήταν αρκετή να _ψυχογραφήσουμε_
αυτές τις μηχανές.
Δεν είναι και πολύ σίγουρο ότι το καταφέραμε. Κάτι η πυκνή
κυκλοφορία μέσα στην πόλη, κάτι ο εκνευριστικός αέρας (6
μποφόρ) εκείνης της ημέρας και τα, έτσι κι αλλιώς, τεντωμένα
νεύρα μας κόντεψαν να διαλυθούν. Χρειάστηκε να περάσουμε τη
Βάρκιζα για να συνειδητοποιήσουμε ότι μπορούσαμε πιά να
_χαρούμε_ τα ...ξεσκούφωτα.
H Λότους ήταν αυτή που έδειχνε το δρόμο καθώς οι 167 ίπποι του
16βάλβιδου υπερτροφοδοτούμενου κινητήρα της Ισούζου(!), σε
συνδυασμό με τις άριστες αναρτήσεις και το μικρό σχετικά βάρος
τοποθετούσαν το πράσινο αυτοκίνητο από στροφή σε στροφή, σε
κάθε άλλο παρά λογικούς ρυθμούς.
H Πόρσε ακολουθούσε, αλλά ήταν προφανές ότι οι πίσω κινητήριοι
τροχοί είχαν τις αντιρρήσεις τους. Το μαύρο αυτοκίνητο ήταν
αρκετά πιό ταλαιπωρημένο από την πρώτη φορά που το είχαμε στα
χέρια μας κι αυτό αποδεικνυόταν από το τιμόνι που δεν _άκουγε_
όπως έπρεπε κι από τις αναρτήσεις που είχαν χάσει πιά ένα
μέρος από την ενδοτικότητά τους. H κατασκευή του Βάισαχ
κέρδιζε όμως -όπως πάντα- το σεβασμό από οδηγό και θεατές
καθώς οι 240 ίπποι ήταν πάντοτε εκεί.
Οι 150 ίπποι και τα 985 κιλά του μικρού Μάζντα έβαζαν κάθε
στιγμή το όμορφο αυτοκίνητο μέσα στο παιχνίδι. Ευέλικτο,
γρήγορο, άκαμπτο όσο έπρεπε, αποδείχθηκε ένα από τα πιό
ευχάριστα της _συντροφιάς_.
Αρκεί να ήξερες να αποφεύγεις τα γλιστερά κομμάτια της
ελληνικής ασφάλτου.
H κίτρινη Σπάιντερ, ένα αυτοκίνητο βγαλμένο κατευθείαν από το
παρελθόν, εφοδιασμένο πλέον με καταλυτικό δίλιτρο κινητήρα,
ήταν προφανές ότι μόνο τους ρομαντικούς της μιλανέζικης φίρμας
μπορούσε να συγκινήσει. Ιδιόμορφο με το μοχλό να ξεπροβάλλει
σχεδόν σε οριζόντια θέση από το κέντρο της κονσόλας, με το
λεπτό δερμάτινο τιμόνι, υπέρστρεφε ελάχιστα, ήταν σαφώς πιό
αργό από τα ανταγωνιστικά, αλλά τελικά κέρδισε το σεβασμό μας
καθώς ήταν ζωντανή η ιστορία.
Τα φαρδιά Γιουνιρόγιαλ της BMW (205/55/15) έκαναν αυτό το κατ_
εξοχήν στριφνό αυτοκίνητο σχεδόν ουδέτερο στο δρόμο, ένα
πολιτισμένο επιβατικό που μπορούσε να μεταφέρει οδηγό και
τρεις επιβάτες γρήγορα και άνετα οπουδήποτε. H ποιότητα
κατασκευής δεν έδειχνε επηρεασμένη από την αφαίρεση της
οροφής, το αμάξωμα με τις κατάλληλες ενισχύσεις στα μαρσπιέ,
ήταν σχεδόν τόσο άκαμπτο όσο έπρεπε. Μαζί με την Πόρσε, το
Πεζό και το Έσκορτ, ήταν εξάλλου το πλέον ήσυχο στο δρόμο
καθώς τα τέσσερα πλευρικά κρύσταλλα κρατούσαν σχετικά ήρεμους
και ξεκούραστους οδηγό και επιβάτες.
Τα δύο _συμβατικά_ Έσκορτ και 205, συγκέντρωναν τέλος όλα τα
καλά των αυτοκινήτων παραγωγής, δεν είχαν ιδιαίτερες αλλαγές
στη συμπεριφορά τους στο δρόμο, αν και το μικρό Πεζό έδειχνε
να έχει χάσει την ευελιξία του κλασικού μοντέλου, ενώ από την
άλλη, ο κινητήρας του Έσκορτ μας εντυπωσίασε -μία ακόμη φορά-
με τη ροπή του, όχι όμως και για τη δύναμή του.

Τελικά ποιό είναι το συμπέρασμα; Αν οπωσδήποτε πρέπει να
καταλήξουμε κάπου, η πρώτη διαπίστωση που εύκολα βγαίνει είναι
ότι στα περισσότερα ανοιχτά αυτοκίνητα -τουλάχιστον σε όσα
είναι σύγχρονα σχεδιασμένα και κατασκευασμένα- οι υποχωρήσεις
για τον οδηγό είναι από ελάχιστες ως ανύπαρκτες. Οι κουκούλες
είναι καλά κατασκευασμένες, εφαρμόζουν σωστά - άρα δεν βάζουν
νερά ή κρύο και αέρα στο εσωτερικό, το οποίο έτσι κι αλλιώς
έχει πλέον εξελιγμένο σύστημα θέρμανσης/αερισμού ή ακόμη
καλύτερα κλιματισμό.
Το συνολικό επίπεδο εξοπλισμού δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτε
τα αντίστοιχα συμβατικά αυτοκίνητα και το κυριότερο η οδική εν
γένει συμπεριφορά τους είναι τουλάχιστον ασφαλής.
Το ερωτηματικό πάντως που δεν καταφέραμε να απαλείψουμε
-τουλάχιστον οι μισοί εδώ στις Τεχνικές Εκδόσεις- είναι τί
ακριβώς διαφορετικό προσφέρουν αυτά τα αυτοκίνητα στην Ελλάδα
(αν ζούσαμε στη Γερμανία δεν θα το συζητούσαμε καθόλου) κι αν
η οποιαδήποτε ρομαντική βόλτα αξίζει, στο τέλος της, μισή ώρα
σαπούνισμα για να βγάλουμε από το ταλαιπωρημένο δέρμα μας το
καυσαέριο και τη σκόνη. Περί ορέξεως όμως...