4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ


ΑΝΤΙΛΟΓΟΣ


«Θέ μου, τι μπλε ξόδεψες για να μη βλέπουμε το πρόσωπό σου»
Οδυσσέας Ελύτης, Μαρία Νεφέλη

Διαβάζεις μετά τα όσα γράφεις στον Αντίλογο; με ρώτησε ένας συνεργάτης μου.
Το υπονοούμενο (το οποίο αμέσως… κατάλαβα) ήταν ότι, προφανώς, τα όσα κάθε
μήνα καταθέτω σ’ αυτές εδώ τις σελίδες είτε δεν ενδιαφέρουν κανέναν είτε
λίγο απέχουν από τα σκουπίδια. Όπως ήταν αναμενόμενο η παρατήρηση
δημιούργησε υπαρξιακό και τολμώ να πω και δημοσιογραφικό πρόβλημα, με
αποτέλεσμα να κάθομαι μπροστά στην οθόνη και να μην μπορώ να γράψω! Ούτε
καν τα όσα συνέβησαν σε ένα πρόσφατο «ταξίδι» στη Σίφνο, όπου ο Νίκος
Μάργαρης και η ταπεινότης μου και εκλήθησαν για τα εγκαίνια της έκθεσης
φωτογραφίας «Ελλάδα... Τόσα χρόνια Μετά», αλλά και για θέματα που αφορούν
την ειδικότητα του κ. Καθηγητή. Κι αυτό διότι ετέθη το ερώτημα: ακολουθείς
την πεπατημένη και γράφεις τα «δικά σου», αλλά και διά τον τόπον των
διακοπών (όπως κάνουν όλοι οι συνάδελφοι κάθε καλοκαίρι) ή γράφεις κείμενα
διά τα αυτοκίνητα, τα οποία έτσι κι αλλιώς κανείς δε διαβάζει.
Μέγα το δίλημμα, αλλά εύκολη η απάντηση, επειδή, όπως λένε οι αγγλοσάξωνες,
«δεν μπορείς να μάθεις νέα κόλπα σε γέρο σκύλο». Ως γέρος σκύλος (old dog)
λοιπόν θα γράψω, ως συνήθως, λίγο απ’ όλα. Αν θέλετε διαβάστε τα,
διαφορετικά αναζητήστε έντυπα που καταγράφουν την μετά Ανδρέα ζωή της
κυρίας Δήμητρας και άλλες «καυτές» ιστορίες.
Καθείς εφ ω ετάχθη, λοιπόν, γι’ αυτό ολίγα περί της τετάρτης στη σειρά
νήσου, όταν κανείς πετάει VFR με αεροπλάνο ή ελικόπτερο ή πάει διά θαλάσσης
με φουσκωτό και δε θέλει να χαθεί.
Υπονοούμενο εδώ, αφού, ναι, μετέβημεν αεροπορικώς και δη δι’ ελικοπτέρου,
το οποίο ευγενώς προσεφέρθη από παλαιόν φίλον του περιοδικού.
Βορείως της Μακρονήσου, λοιπόν, νοτιοδυτικά της Κέας, βορείως της Κύθνου,
ομοίως της Σερίφου και ιδού η νήσος από τον αέρα με το Αιγαίο να αφρίζει με
οχτώ και εννέα μποφόρ, τα οποία ουδόλως επηρέασαν την πετομηχανή μας.
H συνέχεια ήταν εξίσου εντυπωσιακή. Όχι τόσο λόγω του συνδυασμού γαλάζιου
και λευκού (που πραγματικά δεν «αντέχεται») όσο λόγω της σύντομης γνωριμίας
μας με τη δουλειά ενός ανθρώπου, που ο οίκος ανοχής που αποκαλείται
«ελληνικό κράτος» θα έπρεπε να έχει κάνει πρεσβευτή της Ελλάδας στον
πλανήτη― και ομιλώ για τον Ευάγγελο Παντάζογλου, μηχανικό αεροσκαφών της
Ολυμπιακής Αεροπορίας επί της (καλής) εποχής του Αριστοτέλη Ωνάση και
ιστορικό της Σίφνου par excellence.
Μαζί με τον αυστραλό καθηγητή της Αρχαιολογίας Νόρμαν Αστον έχει γυρίσει
κάθε γωνιά της Σίφνου και έχει καταγράψει —σε ένα βιβλίο που εξέδωσε με
δικά του χρήματα— τους 51 από τους 55 πύργους που χτίστηκαν στα ελληνιστικά
χρόνια (από τον 6ο μέχρι τον 3ο π.Χ. αιώνα). Σ’ αυτό το θαυμάσιο βιβλίο
(μπορείτε να το παραγγείλετε στο 0284-31691), οι Αστον/Παντάζογλου
παρουσιάζουν τα εκπληκτικά μνημεία, με τρόπο πλήρη, από κάθε πλευρά, ακόμα
και με αεροφωτογραφίες που τραβήχτηκαν το 1987 από ελικόπτερο της
Ολυμπιακής.
Γιατί χτίστηκαν τόσο πολλοί πύργοι στο σχετικά μικρό αυτό νησί; Ας δούμε τι
λένε οι συγγραφείς...
«...Δεν μπορούμε να δώσουμε μια μόνη και απλή απάντηση, αν λάβουμε υπόψη
ότι η χρονολόγηση κατασκευής των πύργων καλύπτει το μεγάλο διάστημα των
τριακοσίων χρόνων. Οι αρχαιότεροι, που χτίστηκαν στα τέλη του έκτου π.Χ.
αιώνα, βρίσκονται κοντά σε χώρους αρχαίων ορυχείων. Αυτό το γεγονός, σε
συνδυασμό με τα ευρήματα θραυσμάτων αρχαίων αγγείων, στηρίζει έντονα την
άποψη οτι οι πύργοι χτίστηκαν αμέσως μετά την περιβόητη επιδρομή των Σαμίων
εξόριστων στη Σίφνο, περίπου το 525 π.Χ. όπως αναφέρει ο Ηρόδοτος στο έργο
του ‘Ιστορίαι’. Συνεπώς ήταν οι πύργοι παρατητήρια, προορισμένοι να
στέλνουν σήματα στις αρχαίες ακροπόλεις σε περίπτωση πιθανού κινδύνου από
τη θάλασσα. Στην επόμενη φάση κατασκευής των πύργων, κατά τη διάρκεια του
5ου π.Χ. αιώνα, το δίκτυο των πύργων αναπτύχθηκε και το σύστημα ανταλλαγής
σημάτων, που απλώθηκε σε όλο το νησί, είχε πλέον τη δυνατότητα όχι μόνο να
στέλνει και να λαμβάνει μηνύματα από και προς τις ακροπόλεις, αλλά και να
διευκολύνει την επικοινωνία μεταξύ των πύργων. H κύρια μέθοδος
σηματοδότησης θα πρέπει να ήταν με καπνό και φωτιά, όπως αναφέρει ο
Θουκυδίδης (5ος π.Χ. αιώνας) στο έργο του ‘Ιστορία του Πελοποννησιακού
Πολέμου’, ο Αινείας ο Τακτικός (4ος π.Χ. αιώνας) στο έργο ‘Πώς να
επιβιώνεις σε Πολιορκία’ και ο Πολύβιος (2ος π.Χ. αιώνας), στο έργο του
‘Ιστορίαι’.... Το γεγονός ότι ένα εκτεταμένο δίκτυο θεωρήθηκε αναγκαίο από
τους Σίφνιους του 5ου π.Χ. αιώνα, συνδέεται άμεσα με την ανάγκη μεγαλύτερης
προστασίας της παραγωγής πολυτίμων μετάλλων του νησιού, δεδομένου ότι την
εποχή εκείνη η επικίνδυνη πόλωση μεταξύ Αθηναίων-Σπαρτιατών και των
αντίστοιχων συμμάχων τους, ένεκα της αντιπαράθεσης των ιμπεριαλιστικών
πόθων αμφοτέρων στο Αιγαίο.... Στο τρίτο στάδιο κατασκευής των πύργων,
είναι σημαντικό το γεγονός ότι εκτίζοντο στην κορυφή ρεματιών, σε θέσεις
που θα ήταν ιδεώδεις για επιτόπιο καταφύγιο σε περίπτωση που θα γινόταν
αποβίβαση εισβολέων....»
Δεν είναι όμως μόνο οι 160 σελίδες του βιβλίου που κάνουν τον Ευάγγελο
Παντάζογλου ξεχωριστό. Στο όμορφο σπίτι του, στις Καμάρες, είχαμε την
ευκαιρία να παρακολουθήσουμε την πιο όμορφη παρουσίαση της Σίφνου (αλλά και
της Ελλάδας που θα έπρεπε ΟΛΟΙ μας να ξέρουμε): ένα «σλάιντ σόου» με
εκπληκτικές φωτογραφίες και μουσική που, αν η παραλυσία δεν έδερνε το
«κράτος» και αν τα κυκλώματα των αρπάγων δεν ελυμαίνοντο τον E.O.T. και τις
άλλες υπηρεσίες, θα έπρεπε να κάνει το γύρο του κόσμου, για να δουν οι
κρυόκωλοι στα Παρίσια, στα Λονδίνα, στα Μόναχα και στις Βρυξέλλες, τι θα
πει Ελλάδα.
Φύγαμε από το σπίτι του ευγενούς, και η πίστη μας ότι υπάρχει μια άλλη
Ελλάδα ενισχύθηκε. Μια Ελλάδα που δε ζει μόνο στη Σίφνο, αλλά και στα άλλα
νησιά του Αιγαίου και, ίσως, και του Ιόνιου (που ο υπογράφων δεν έχει ακόμα
καταφέρει να επισκεφθεί, με εξαίρεση την Κέρκυρα, κι αυτό λόγω των αγώνων
μιας παλιάς εποχής). Μια Ελλάδα που αντιστέκεται στις πόλεις, στα χωριά,
στα πανεπιστήμια, ακόμα και στους ...δρόμους! Το ερώτημα είναι ποια από τις
δύο Ελλάδες θα φτάσει πρώτη στο τέρμα. H Ελλάδα της σκατόφατσας ή εκείνη
που συνδυάζει το αρχαίο και το σύγχρονο κάλλος;

Και το υπόλοιπο νησί; Με κανέναν τρόπο δε θέλω να πέσω στην παγίδα του
«χάχα» των διακοπών, που όπου πάει ανακαλύπτει «μαγευτικές παραλίες» και
«γραφικά ταβερνάκια». Μακριά από μένα, ακόμα, τα κοσμικά και τα γιάπικα.
Τους νεόπλουτους και τα κοινωνικούς «χρήστες» (addicts) τους έχω από χρόνια
εγγεγραμμένους.
Γι’ αυτό πίσω στην πραγματικότητα.
H Σίφνος ακόμα αντιστέκεται.
Τα σπίτια είναι πιο λευκά απ’ το λευκό και οι τρούλοι των παλιών εκκλησιών
και εξωκλησιών πιο γαλάζιοι απ’ το γαλάζιο, αλλά σε ορισμένα σημεία ο
επισκέπτης ανακαλύπτει τον ελληνικό ερασιτεχνισμό, για να μην πω το
ελληνικό «δαιμόνιο!» Όπως για παράδειγμα στο ξενοδοχείο (των 12.000 δρχ.)
όπου για πρωινό πρόσφερε δύο χυμούς «αμίτα», ολίγα κορν φλέικ και εκείνα τα
κακόμοιρα «βούτυρα-μέλια» που βλέπεις σε όλα τα «τουριστικά» ξενοδοχεία
στην Ελλάδα. H διαφορά ανάμεσα σε ένα ελληνικό και ένα ιταλικό (ας πούμε)
ξενοδοχείο της ίδιας κατηγορίας και τιμής είναι τόσο μεγάλη, ώστε η
ελληνική πρόταση να καταντάει κακό αστείο (σε βάρος του επισκέπτη). O
οποίος επισκέπτης, «ξου» ή «ε» (διαβάστε πιο κάτω), πάει μία φορά και μετά
ρίχνει μαύρη πέτρα, κι αυτός είναι ένας από τους λόγους που όλοι (και οι
Σίφνιοι) παραπονούνται ότι «δεν έχουν κόσμο». Ένας άλλος είναι τα κλαμπ και
οι ντίσκο. Υπάρχουν παντού (και πρέπει), και η Σίφνος δε γλίτωσε την
επιδρομή. Ας μείνουν, αλλά ας κατεβάσουν την ένταση της μουσικής τους,
γιατί σε πολλά από τα νησιά ο κόσμος πάει να ξεκουραστεί κι όχι για να
γίνουν τα νεύρα του «σχοινιά».
Αν είσαι τυχερός και μείνεις σ’ ένα από τα μικρά ξενοδοχεία που έχουν (με
αγάπη και σεβασμό στην παράδοση και στο περιβάλλον) φτιάξει μερικοί
Σίφνιοι, μπορείς να ξεκουραστείς, μια που είναι καθαρά και επιπλέον δεν
έχουν δίπλα τους «κλαμπ». Έτσι, την «άλλη μέρα» είσαι αρκετά ξεκούραστος
για να επισκεφθείς τοποθεσίες όπως είναι το Κάστρο, η Χρυσοπηγή, τα Σεράλια
(το βράδυ, στο —πολύ— παραθαλάσσιο ουζερί του Φραγκίσκου) ο Πλατύς Γιαλός
και η 100% αιγαιοπελαγίτικης ομορφιάς Χερόνησος (14 χιλιόμετρα κακό χώμα
που σύντομα θα γίνει άσφαλτος) κ.ά.
Μην ξεχάσετε, όμως, εκτός από τις εκκλησιές και τα μοναστήρια, να κάνετε
και μια προσευχή στην αποθέωση του ανθρώπινου μόχθου, στα «λουριά». Τα
«λουριά» είναι οι αναβαθμίδες που ζώνουν όλη τη Σίφνο (και τα άλλα νησιά
του Αρχιπελάγους). Χτίζοντας δεκάδες χιλιόμετρα πέτρινων «τοίχων», οι
παλιοί κρατούσαν το λιγοστό χώμα όπου καλλιεργούσαν τα απαραίτητα για το
βιός τους. Το έργο τους (έργο αιώνων) είναι τόσο μεγάλο, ώστε εκείνος που
ξέρει τι θα πει δουλειά, να μένει άφωνος μπροστά στο μεγαλείο του. Οι
άλλοι, οι περαστικοί και οι «λαϊφιστιλίστες», ούτε που καταλαβαίνουν τι
είναι. Ένας μάλιστα αναρωτήθηκε αν πρόκειται για… μάντρες που ορίζουν
ιδιοκτησίες! Τόση καφρίλα.
Τι άλλο; H αίσθηση του ανικανοποίητου, του μισοτελειωμένου. Μια βδομάδα δεν
είναι αρκετή για να δεις ο Πρόσωπό Του μέσα απ’ το μπλε. Χρειάζεσαι ένα
μήνα, αλλά όχι σε δωμάτια ξενοδοχείων και βεράντες παραδοσιακών σπιτιών,
αλλά στην ίδια τη θάλασσα μ’ ένα καλό σκάφος. Το ίδιο «όνειρο» κάθε χρόνο
και πάντα η ίδια κατάληξη: ούτε σκάφος ούτε μήνας διακοπές και τα χρόνια
περνούν, το σώμα βαραίνει, το ίδιο και οι επιθυμίες για ταξίδια στο
άγνωστο.
Βλέποντας ένα απόγευμα τα «απέναντι» νησιά (τη Σέριφο, την Κίμωλο, τη
Σίκινο, ακόμα και τα βουνά της Νάξου) έλεγα στον εαυτό μου πόσο καλά θα
ήταν αν είχα ένα «φουσκωτό» με γάστρα και έναν εξίσου «τρελό» φίλο και να
τα πάρω όλα στη σβάρνα. Ούτε ξενοδοχεία, ούτε «ρουμ σέρβις» ούτε «κλαμπ».
Μόνο μπλε, λευκό και καφέ. Πράσινο; Σας το χαρίζω. Ούτε να το βλέπω δε θέλω
και κάθε φορά που ακούω κάποιον να λέει ότι «μένει σ’ ένα μέρος που τα
πεύκα φτάνουν στη θάλασσα» μου ’ρχεται να το βάλω στα πόδια! Κατάλοιπα μιας
παλιάς, σχεδόν ευτυχισμένης εποχής, όταν ακόμα μπορούσα ν’ ακούσω τον ήχο
του ήλιου στους βράχους ή όταν έφευγα για διακοπές κι όχι απ’ τον εαυτό μου
όπως τώρα.
Τέλος πάντων. Με τούτα και μ’ εκείνα έχουμε… παραγνωριστεί, γι’ αυτό, όταν
συναντιόμαστε, πάντα ξεκινάτε την κουβέντα απ’ εκεί που μείναμε στον
Αντίλογο ή στο Εν Λευκώ. Κι είναι και μερικοί που μου λένε «α, 4Τροχοί...
Δε μ’ ενδιαφέρουν τ’… αυτοκίνητα και δεν τους διαβάζω». Ποτέ μη σώσετε,
αδέρφια...

Και η έκθεση φωτογραφίας;
A... Αυτή παρέμεινε… κλειστή, γιατί, όπως μας πληροφόρησαν, η «τοπική
αυτοδιοίκηση» δεν είχε «ενημερωθεί επίσημα» και δε βρέθηκε (ένας) άνθρωπος
για να κρατήσει ανοιχτή την αίθουσα του πολιτιστικού κέντρου Βώκου στην
Απολλωνία! Το Τμήμα Περιβάλλοντος του Πανεπιστημίου Αιγαίου και οι 4TPOXOI
ζητούν την… κατανόηση όσων άκουσαν την αγγελία στο ραδιοσταθμό των Κυκλάδων
και βρήκαν τις πόρτες κλειστές!

Φασολάκια «ξου» και μουσακά «ε»

Κι εκεί που πήγαινα να ηρεμήσω και να χαρώ τις… διακοπές, στα κανάλια
εμφανίζεται η κυρία υπουργός Ανάπτυξης και κάνει μια δήλωση-βόμβα. Πήγε,
είπε, στις Κυκλάδες και σε «γραφική» ταβέρνα όπου κάθισε να σιτιστεί,
άκουσε το γκαρσόνι να λέει (στη σκατόφατσα που ήταν στην κουζίνα): δύο
φασολάκια «ξου» και ένα μουσακά «ε». Όπως «έκπληκτη» εξήγησε, με το «ξου» ο
μάγειρας καταλάβαινε ότι το φαγητό προοριζόταν για ξένους, και σέρβιρε μισή
μερίδα, ενώ με το «ε» καταλάβαινε ότι ήταν για Έλληνες κι έβαζε ολόκληρη!
Με αυτόν τον τρόπο η σκατόφατσα «κονόμαγε» περισσότερα, πράγμα που της
επέτρεπε να προμηθευτεί τους τσιμεντόλιθους και το ελενίτ, για να τελειώσει
το πανωσήκωμα και να βάλει στους τοίχους του νησιού ταμπέλες που λένε
«rooms for rent». Εκεί, στα rooms, περιμένει τα θύματα η μυστακοφορούσα
συμβία του, για να τους προσφέρει τις «υπηρεσίες» της, ήτοι: κρεβάτια που…
σπάνε τη νύχτα, έπιπλα που δημιουργήθηκαν διά της τυχαίας ανακινήσεως
σανίδων και καρφιών σε τσουβάλι, ορδές από κουνούπια, βρύσες που τρέχουν,
πόρτες που δεν κλείνουν, βρώμα, τσαπατσουλιά και εκείνο το κουτοπόνηρο ύφος
που υποδηλώνει τη «φιλοσοφία» των Τριών Φ (Φέρε-Φάε-Φύγε).
Κι είναι αυτά ακριβώς τα σκουπίδια που προσβάλλουν το περιβάλλον, την
ιστορία, τη γλώσσα, τις παραδόσεις, την ίδια μας την πατρίδα, αυτή που τα
μάτια μας χαίρονται στα νησιά του αρχιπελάγους, αλλά και σε κάθε γωνιά της.
Κι είναι αυτοί οι «επαγγελματίες» που κανένας νόμος δεν μπορεί να ελέγξει,
γιατί εκεί να δείτε… διαπλεκόμενα!
H «αρχή» είναι μπατζανάκης του κυρ-Φέρε που είναι ξάδελφος του κυρ-Φάε, που
είναι ξάδελφος του κυρ-Φύγε που έχει γνωστό τον βουλευτή και πάει
λέγοντας...
Είναι και οι καλοί, αλλά είναι τόσο λίγοι που πρέπει να τους ψάξεις ή να
πας μιλημένος, και πού χρόνος για τέτοια πράγματα...
Και καλά εμείς. Οι παλιότεροι, εκείνοι οι… πρώτοι με τις μάσκες και τα
ψαροντούφεκα, μπορούν να μείνουν όπου να ’ναι, ακόμα και κάτω απ’ τ’ άστρα.
Οι καλομαθημένοι όμως; Οι κυρίες και οι κύριοι των ευγενών συνοικιών που
θέλουν breakfast in bed και room service; Αυτοί πού θα πάνε, όταν σε κάθε
νησί είναι ζήτημα αν υπάρχει ένα «καλό» ξενοδοχείο (κι αν υπάρχει,
κινδυνεύει να κλείσει, επειδή δε «βγαίνει»). Αυτοί πού θα πάνε; Στης
κυρα-Κατίνας; Και οι ξένοι που έχουν μάθει να τους προσφέρουν τα πάντα στις
διάφορες Ισπανίες, Πορτογαλίες, Μαρόκα και Τουρκίες; Τη μία ήλθαν για το
λευκό, την άλλη για το γαλάζιο, την τρίτη όμως διάλεξαν Ισπανία, Σαρδηνία,
Τυνησία κι όχι Ελλάδα. Πού να το καταλάβει αυτό η κυρα-Κατίνα και να βάλει
στα «στούντιο» που νοικιάζει μια τηλεόραση (των 60.000 δρχ έστω), ένα
έπιπλο της προκοπής, μια κουρτίνα που ΔΕΝ έχει αγοράσει από το
Μοναστηράκι... Χαζή είναι η σκατόφατσα να «κάνει έξοδα;»
Κρίμα, γιατί έστω κι αν με κατηγορήσουν για… εθνικιστή, σας λέω ότι ζούμε
στην ωραιότερη χώρα της γης.
Όλοι όσοι δεν αντέχουμε πια να ακούμε ότι οι Βρυξέλλες είναι καλύτερες από
τη ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΕΛΛΑΔΑ, γιατί, που να (ξανά)πάρει ο διάβολος, ΔΕΝ EINAI, ας
κάνουμε μια προσπάθεια να εκπλήξουμε με την ποιότητα της δουλειάς μας και
την τελειότητα των υπηρεσιών...
Σκεφθείτε ότι εκεί, στις «βρυξέλλες», δουλεύει μόνο το κράτος. Όχι οι
αισθήσεις και το μυαλό όπως σε (όλους) τους μεσογειακούς λαούς.
Ξέρω ότι οι πολιτικά ορθοί θα γίνουν έξω φρενών μ’ αυτά που γράφω, αλλά
φέρτε μου έναν απ’ αυτούς (όχι τους δημιουργούς τους, τους Μότσαρτ, τους
Μπετόβεν και τους Μπαχ, γιατί τέτοιους έχουμε κι εμείς) αλλά έναν απλό
άνθρωπο και βάλτε τον δίπλα μας. Κι αν ο ανέραστος ακούσει (και καταλάβει)
τη γλώσσα του ήλιου, αν χορέψει ζεϊμπέκικο, φλαμένκο, ταραντέλα ή
πεντοζάλη, θα εκτεθώ στην κεντρική πλατεία των «βρυξελλών» και ό,τι...
προκύψει!
Κόκκινο λοιπόν το αίμα στην Ανδαλουσία, στη Σαρδηνία και στην Κρήτη, μαύρο
στο Μόναχο, ροζέ στις Βρυξέλλες και στο Λονδίνο, λευκό ξηρό στο Παρίσι και
η ρετσινιά ότι προωθώ τη… φυλετική ανωτερότητα είναι εξασφαλισμένη!
Κι αν αυτοί έχουν Μαξ Πλανκ κι εμείς όχι, αυτό δεν οφείλεται σε μας, αλλά
στα μικρομεσαία ανθρωπάκια που εμπιστευτήκαμε στους δύσκολους καιρούς. Αν
είχαμε ηγέτες περήφανους, φωτισμένους και δυνατούς, που να διαθέτουν όμως
και μια στάλα… χιούμορ, σήμερα δε θα βρισκόμαστε στα χάλια που είμαστε.
Αν αυτοί έχουν Φολκσβάγκεν, Μπε Εμ Βε και Μερτσέντες και εμείς δεν έχουμε
Φάρμα, Όπελ, Πιρέλι και Γκουντγίαρ, αυτό πάλι δεν οφείλεται σ’ εμάς, αλλά
σ’ εκείνους που μας κυβέρνησαν (και ακόμα μας κυβερνούν) και βέβαια στους
άλλους, τους κομπλεξικούς που παριστάνουν τους… αριστερούς, τρομάρα τους.
Τι μου λέτε, λοιπόν...
Mediteranneo και πάλι Mediteranneo. Μ’ όλα τα στραβά κι ανάποδά του είναι
το καλύτερο «αίμα» στον κόσμο!_Κ.Κ.

λεζάντα
Αν αυτή η ανεπανάληπτη ομορφιά και ευγένεια είχε την κατάλληλη υποστήριξη
στην Ελλάδα, θα έρχονταν όχι 7 αλλά 17 εκατομμύρια τουρίστες το χρόνο
(εκκλησάκι στο δρόμο προς τη Χερόνησο)

H κυκλαδίτικη αρχιτεκτονική στο Κάστρο και το καινούριο περιφερειακό
«μονοπάτι» που είναι δωρεά του εφοπλιστή Βερνίκου.

H συνέχεια της ιστορίας! Ένας αρχαίος κίονας (ξανά)βρήκε τη θέση του σε
σπίτι του Κάστρου.

Και το τέλος της; Το τείχη του Ενετικού τμήματος του Κάστρου καταρρέουν και
ακόμα δεν έχει γίνει τίποτα.
Ένας από τους 55 «πύργους» των ελλαδικών χρόνων που κατέγραψαν οι
Αστον/Παντάζογλου.

Φωτογραφία ξενοδοχείου «τρίτης κατηγορίας» 70 χιλιόμετρα έξω απ’ το
Τουρίνο. Μπορεί το «συγκρότημα» της «κυρα-Κατίνας» να αντιμετωπίσει την
αισθητική, τις υπηρεσίες, την καθαριότητα ενός παρόμοιου συγκροτήματος; Δεν
μπορεί, γι’ αυτό και οι Τούρκοι «αγοράζουν» τα ελληνικά ξενοδοχεία στα
νησιά του Αιγαίου.

O αφόρητος επαρχιωτισμός του ελληνικού «λάιφ στάιλ»

Ξεκουραστήκατε; Είσαστε έτοιμοι για τη «μάχη;» Ωραία εποχή το καλοκαίρι για
εκείνους που φεύγουν, αφήνοντας πίσω τα προβλήματα, άσχημη όμως για
εκείνους που τα μεταφέρουν μαζί τους. Γνωρίζω ανθρώπους κι από τις δύο
πλευρές. Ζηλεύω τους πρώτους και καταλαβαίνω τους δεύτερους, στους οποίους
περιλαμβάνεται και η ταπεινότης μου. Ύστερα από τόσα χρόνια θα έπρεπε να
φεύγω χωρίς να παίρνω μαζί μου άγχη και τύψεις.
Και βέβαια δεν είμαι ο… μόνος! Εκατομμύρια άνθρωποι αισθάνονται το ίδιο,
ίσως, γιατί σε κάποια φάση της ζωής τους κάποιος τους έμαθε να βλέπουν τον
κόσμο διαφορετικά. Κι είμαι σίγουρος ότι αυτή η «διαφορετικότητα» (που, αν
το καλοσκεφθούμε, όλοι οι άνθρωποι έπρεπε να την έχουν) χαρακτηρίζει τους
αναγνώστες αυτού του περιοδικού.
Στη Σκύρο (όπου πήγαινα , μια και η μαύρη πέτρα ρίχτηκε για πάντα) γνώρισα
πολλούς νέους ανθρώπους. Ήταν εκεί με τις κοπελιές και τις εντούρο τους.
Είχα κι εγώ μία (εντούρο). Πηγαίναμε βόλτες, σταματούσαμε στα ξωκλήσια,
μιλούσαμε για όλους και για όλα. Με τις ίδιες ευαισθησίες, τα ίδια
ερωτηματικά, αλλά και τα ίδια προβλήματα στις μπαγκαζιέρες! Δε βλεπόμαστε
συχνά, αλλά διατηρούμε επαφή. O ένας έγινε επιστήμονας, ο άλλος (καλός)
ηθοποιός, ο τρίτος εξειδικεύτηκε στην υποβρύχια αρχαιολογία. Τα κοινά μας
σημεία είναι η στάση μας απέναντι στη ζωή και —ελπίζω— οι 4T!
Στάση ζωής... Στη θέση μας απέναντι στο περιβάλλον, στην πολιτική, στην
παιδεία, στη χώρα, ακόμα και σε πράγματα καθημερινά, ταπεινά σαν την
οδήγηση ακόμα και την επιλογή… αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας.
Μπορεί να κάνω λάθος, αλλά έχω την εντύπωση ότι αυτό που χαρακτηρίζει και
δένει τους αναγνώστες αυτού του περιοδικού είναι ο τρόπος που βλέπουν όχι
μόνο τ’ αυτοκίνητα, αλλά την ίδια τη ζωή.
Κι εδώ είναι που τα «χαλάμε» με τους άλλους. Ποιοι είναι όμως αυτοί οι
«άλλοι». Για τις σκατόφατσες τα είπαμε. Γι’ αυτούς που δεν (μιλήσαμε) είναι
τα 2-3.000 άτομα που πουλάνε και συντηρούν στην Ελλάδα το αποκαλούμενο
«λάιφ στάιλ» και για ένα κοινό που άπληστα το καταναλώνει. Το οποίο «λάιφ
στάιλ» το βλέπω παντού: από τα χαμπουργκεράδικα της Τσακάλοφ μέχρι τις
κοινωνικές εκδηλώσεις των επωνύμων και από τα μαγαζιά της «παραλίας» μέχρι
τα λιμάνια των Κυκλάδων που αράζουν τα πανάκριβα —με ξένη σημαία— σκάφη
τους. Το βλέπω στους κύκλους των «επιτυχημένων» (και χορτασμένων), αλλά και
στις ομάδες των λούμπεν πιτσιρικάδων που μιμούνται μετά μανίας τα καμώματα
των επωνύμων. Και βέβαια, το διαβάζω στις σελίδες εντύπων, που τον
τελευταίο καιρό ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια.
Όπως όλα, έτσι και το «λάιφ στάιλ αλα ελληνικά» κραυγάζει τον επαρχιωτισμό
του. H πορεία του κάθε «επιτυχημένου», πρώην «χωριάτη» ακολουθεί πιστά του
κανόνες της νεοελληνικής «γκλαμουριάς».
Γρήγορο χρήμα (από αρπαχτές σε διάφορους τομείς), ένταξη στην «καλή»
κοινωνία, καλό αυτοκίνητο, καλή φιλιππινέζα, καλό σκάφος, βίλα σε «κοσμικό»
νησί και, φυσικά, ανάλογη πνευματική… τροφή. Έντυπα, που προωθούν την
εγχώρια και ξένη γκλαμουριά. Με «προωθημένα» άρθρα που, δήθεν, σπάνε τα
ταμπού.
Δεκάξι σελίδες για το πώς το «κάνουν» οι λεσβίες, 10 σελίδες για το πώς το
«βλέπουν» οι γκέι, αφιέρωμα στους αμφί, στους μάτσο και στις μπίμπο. Πώς
αισθάνεται όποιος πίνει χασίς, καπνίζει μαριχουάνα, «σνιφάρει» κόκα και
«σουτάρει» ηρωίνη. Φωτογραφίες από τα ρέιβ πάρτι, ενσταντανέ από την
ντεκαντάντσα της Μυκόνου. Φάτσες περίεργες, φελινικές που κοιτάνε με μάτια
κόκκινα από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, γυμνές μοντέλες που επιμένουν να
σου δείξουν τα απόκρυφά τους. Και αμέσως μετά «αφιέρωμα» για το πώς «το
κάνει» η Λούλα Μπούλα με τον νεοαποκτηθέντα της σύζυγο, πώς μοιάζει η
κρεβατοκάμαρά της «μετά» και πώς «πριν» και άλλα, άκρως βλακώδη και βαρετά.
Αν αυτό είναι «λάιφ στάιλ», αν αυτό είναι το νόημα της ζωής, τότε να… χέ…ω
το λάιφ στάιλ και τη ζωή, κι αυτό όχι για λόγους σεμνοτυφίας ή κοινωνικής
«καθυστέρησης», αλλά γιατί ποτέ δεν υπήρξα ηδονοβλεψίας και ποτέ δεν
κατάλαβα γιατί πρέπει να τρώω στα μούτρα τις «ιδιαιτερότητες» της κάθε
περιφερειακής «διασημότητας».
Με την ίδια λογική, κάθε άνθρωπος που διαθέτει (ή πάσχει από) κάποια
«ιδιαιτερότητα» πρέπει να την κάνει σημαία και να υποχρεώνει τους άλλους να
τη βλέπουν. O κάθε σούπερ άνδρας πρέπει να επιδεικνύει τα μούσκουλά του, η
κάθε σούπερ γυναίκα τα όποια κάλλη της, ο κάθε γκέι το πάθος του και ο κάθε
«στρέιτ» τη «φυσιολογικότητά» του!
Επειδή όμως πιστεύω ότι κάθε άνθρωπος είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι του
καπνίσει, με την προϋπόθεση όμως ότι αυτό που κάνει δεν ενοχλεί ή δεν
προσβάλει την προσωπικότητα και την αισθητική των συνανθρώπων του, γι’ αυτό
σας λέω ότι δεν αντέχω τα σκουπίδια του αποκαλούμενου «λάιφ στάιλ».
«Δε βλέπεις τι γίνεται», έλεγε πρόσφατα άνθρωπος του σιναφιού μας. «Αν δεν
κάνεις τους 4T περιοδικό ‘λάιφ στάιλ’ θα μείνεις έξω απ’ το χορό».
Μα, οι 4TPOXOI απάντησα ήταν και είναι περιοδικό με άποψη και «στιλ» για τη
ζωή. Εσύ δεν το ξέρεις...»
Μάταιος κόπος. O άνθρωπος ήθελε να δει ένα 16σέλιδο αφιέρωμα στα κάμπριο
της αγοράς, φωτογραφημένα με γυμνά ή ημίγυμνα μοντέλα στη Μύκονο, που στην
αρχή να γράφει: κείμενο: Costas Cavathas, φωτογραφίες: Theo Hlapatsias,
styling: Christine Papadopoulos, hair styling: Makis Tsoulakis. Όλοι
γεννημένοι και μεγαλωμένοι στο Νέο Κόσμο, στο Παγκράτι ή στο Αιγάλεω, αλλά
με τα ονοματάκια τους γραμμένα με αγγλικούς χαρακτήρες. Αν αυτό δεν
προδίδει τα κόμπλεξ και τον επαρχιωτισμό που κουβαλάει αυτός ο «λαμπερός»
κόσμος, τότε τι το προδίδει.
Αυτούς τους 4T όμως δεν πρόκειται να τους δει κανείς, τουλάχιστον για όσο
καιρό θα συνεχίζουμε (όλοι μας) το «ταξίδι».

Ένα άλλο χαρακτηριστικό των εν λόγω εντύπων είναι η «δημοσιογραφία της
κλειδαρότρυπας». Δαιμόνιοι ρεπόρτερ αποκαλύπτουν με ποιον/ποια «τάχει» ο/η
τάδε διασημότητα. Δημοσιογραφία που θυμίζει τα «πιπ σοπς» του Αμστερνταμ.
Ρίχνεις ένα χιλιάρικο και βλέπεις πώς η Κα Πατσαφλώρα-Τσουλάκι κερατώνει
τον άντρα της και το αντίστροφο. Δέκα σελίδες κλειδαρότρυπα, είκοσι
παραπολιτικά, πέντε κλάμπινγκ, έξι μαγκιά, δέκα με καυτά σκίτσα για το πώς
«το κάνουν» οι λεσβίες, και πάρτο κάτω το «κατεστημένο!»
Το οποίο «κατεστημένο» βέβαια ουδόλως συγκινείται και απτόητο εξακολουθεί
να πουλάει την Ελλάδα στα ξένα συμφέροντα, στις ξένες
αυτοκινητοβιομηχανίες, στις ξένες τράπεζες, στις Βρυξέλλες, στον Λευκό
Οίκο, στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στο Μάαστριχτ, στο διάβολο.
Και να σας πω και κάτι; Θα δεχόμουν όλα τα παραπάνω, αν ζούσα στο Μανχάταν
και μόνο στο Μανχάταν, γιατί μπροστά του,όλες οι άλλες περιοχές ή πόλεις
δεν «πιάνουν μία». Όμως ζω στην Αθήνα, μια πόλη της οποίας «πολιτιστικό»
κέντρο είναι το… Κολωνάκι!
Τελικά, τα έντυπα «λάιφ στάιλ» θα κυριεύσουν την αγορά;
Δε νομίζω. Κι αυτό γιατί το αλάνθαστο κριτήριο του —υγιούς— αναγνωστικού
κοινού σύντομα θα τα απορρίψει.

Εν όψει φθινοπώρου

Όπως καταλαβαίνετε, η περίοδος που καλύπτει αυτός ο Αντίλογος (5 Ιουλίου-10
Αυγούστου) μπορεί να θεωρηθεί έως και «νεκρή». Οι πάντες
(συμπεριλαμβανομένων και των υπευθύνων των γραφείων Τύπου) σκέπτονταν ή
έλειπαν σε διακοπές, και ο υπογράφων δεν πήγε πίσω. Έφυγε από την Αθήνα
τέσσερις ολόκληρες μέρες! Χοντρά πράγματα δηλαδή που δείχνουν την ηθική
κατάπτωση του ατόμου. Όπως ήταν φυσικό, η θερινή ραστώνη δεν πρόσφερε
πολλές ευκαιρίες για οδήγηση νέων αυτοκινήτων. Οι μέρες πέρασαν με τα
αυτοκίνητα των δοκιμών μακράς διαρκείας, το πολύ καλό Φορντ Φιέστα και το
Χιουντάι Λάντρα. Στο πρώτο υπάρχουν ενστάσεις για τη συμπεριφορά της πίσω
ανάρτησης στις κυματοειδείς ανωμαλίες. Αναπηδάει πάνω από το κανονικό (και
αποδεκτό) σε βαθμό που το φαινόμενο να γίνεται ενοχλητικό. Οι κακές
εντυπώσεις όμως υποχωρούν μπροστά στη μοναδική απόδοση του κινητήρα και την
ποιότητα κατασκευής.
Στο Χιουντάι συνέβησαν δύο τινά: ο συγχρονισμός της «δευτέρας» παρέδωσε το
πνεύμα και το σύστημα διεύθυνσης γίνεται όλο και πιο ασαφές όσο περνάει ο
καιρός.
Τα υπόλοιπα ήταν… επαναλήψεις. Οδήγησα για λίγο μια Αλφα Ρομέο 75 1600 και
πρέπει να ομολογήσω ότι στα χρόνια που πέρασαν η ποιότητα κατασκευής
βελτιώθηκε, αλλά όχι και η γενική εικόνα του μοντέλου που πρέπει, το
ταχύτερο, να αντικατασταθεί.
Επανάληψη ήταν και το Τογιότα RAV 4 που παρά τις αρχικές μου επιφυλάξεις
(για την αισθητική του αυτοκινήτου και μόνο) αποδεικνύεται «νικητής» από
κάθε πλευρά. Γρήγορο, καλά φτιαγμένο και με καλή πρόσφυση, το RAV 4 είναι
το 4X4 για τους ανθρώπους που θέλουν ένα επιβατικό αυτοκίνητο που μπορεί να
τους «πάει» παντού (ή σχεδόν παντού) τα σαββατοκύριακα.
Αριστες ήταν οι εντυπώσεις μου και από τη δεύτερη επαφή με το Νισάν Αλμέρα
GT. Στιβαρό, γρήγορο για να σε απαλλάσσει από τους αυτοκινούμενους
«σαλίγκαρους», με θαυμάσιο κινητήρα και πολύ καλό κράτημα, αυτό το Νισάν
ανήκει στην κατηγορία των αυτοκινήτων για τον πραγματικό οδηγό. Αν μόνο το…
σχήμα του είχε περισσότερη φαντασία!
Αυτά τα ολίγα για το Σεπτέμβριο. Από το επόμενο τεύχος και καθώς οι 4TPOXOI
κλείνουν τον 26ο χρόνο της ζωής τους, αρχίζουν τα «πυροτεχνήματα». Ποια
είναι αυτά; Το μόνο που σας λέω είναι ότι θα είναι… εντυπωσιακά, γι’ αυτό
με τίποτα μη χάσετε το τεύχος του Οκτωβρίου!_Κ.Κ.

Λεζάντες

Αλφα 75 1600. Όσο πιο γρήγορα αντικατασταθεί τόσο το καλύτερο για τη Φίατ.

Τογιότα RAV4. Ένα 4X4 με πραγματικά διπλή προσωπικότητα.

Νισάν Αλμέρα GT. Στην κατηγορία των αυτοκινήτων για τον Πραγματικό Οδηγό.

ΟΙΚΟ-ΛΟΓΙΚΑ
ΝΙΚΟΣ ΜΑΡΓΑΡΗΣ


«…Όλο, λοιπόν, το καλοκαίρι οι αναρίθμητοι σύλλογοι ‘των εν Αθήναις’
χωριανών μετακινούνται με τα προεδρεία τους στο χωριό για τις διακοπές.
Εκεί, βοηθούσης και της καλοκαιρινής ευκολίας προσπαθούν να κάνουν
ανάπτυξη. Τι είδους, όμως; Και για ποιο λόγο;…»


ΦΕΣΤΙΒΑΛ KAI ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ

TO ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ, το Πάσχα και τα Χριστούγεννα η Αθήνα, και τα άλλα μεγάλα
αστικά κέντρα της χώρας, αδειάζουν. Αν μετρήσουμε τις ημέρες «απουσίας»
διαπιστώνουμε ότι περισσότερο από δύο μήνες η αποκέντρωση είναι γεγονός. Αν
ως σοβαροί επιστήμονες το ποσοτικοποιήσουμε, βλέπουμε ότι για το 20%
περίπου του ετήσιου χρόνου καταφέραμε να γυρίσουμε πίσω στα χωριά μας.

Ένας που δε γνωρίζει και βλέπει στην εθνική οδό την αναχώρηση «για το
χωριό» θα νομίζει ότι ο μισός πληθυσμός της Αθήνας εξασκεί ως δεύτερο
επάγεγλμα τον παλιατζή. Πώς αλλιώς να χαρακτηρίσεις το καραβάνι που
μεταφέρει προς το μητρικό (γιατί σώνει και καλά πατρικό, ακόμη και όταν
ήταν προίκα της μάνας μας;) σπίτι στο χωριό ό,τι παλιατζαρία τους κατεβάσει
η κούτρα. Πάνω στο αυτοκίνητο ξεκοιλιασμένα στρώματα, ξεχαρβαλωμένες
καρέκλες και ασπρόμαυρες τηλεοράσεις, ετοιμάζονται να γνωρίσουν μια δεύτερη
ζωή, με το 20% του χρόνου τους σε λειτουργία. Πράγμα που σημαίνει ότι
μεγαλώνει κατά πέντε φορές η διάρκεια της υπόλοιπης ζωής τους. Απαραίτητη
εκεί όπου κάτι εξέχει και μια κρεσμασμένη πλαστική σακούλα να δείχνει στους
άλλους το τέλος του φορτίου. Τόσα χρόνια απορώ για το πώς επιτρέπεται,
ακόμη και τεράστιες νταλίκες που μεταφέρουν σιδηρόβεργες, να δείχνουν την
άκρη με μια πλαστική σακούλα της συμφοράς, και όχι ένα κατάλληλο σήμα που
ν’ ανακλά, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία.

Μόλις φθάσουμε στο χωριό και αφού τακτοποιήσουμε τη σαβούρα, αρχίζουν οι
βόλτες και οι συζητήσεις με τους υπόλοιπους που ξαναγύρισαν. Κάπου εδώ θα
γίνει, ίσως, και η συνέλευση του Συλλόγου των καταγόμενων από τη Ζεστή
Βρύση. (Έβαλα αυτό το όνομα για να μη δημιουργηθεί πρόβλημα με κάποιο
υπαρκτό χωριό, μια και δεν υπάρχει ποτέ Ζεστή, αλλά μόνο Κρύα Βρύση).
Εκεί όλοι «φτιάχνονται» με τη σκέψη ότι θα καταργηθεί το μονοθέσιο δημοτικό
που έχει τρεις μαθητές (έναν στην πρώτη, έναν στη δευτέρα και έναν στην
έκτη) και θα είναι υποχρεωμένα τα παιδιά να πηγαίνουν με ταξί πληρωμένο από
το υπουργείο Παιδείας στο διπλανό χωριό, την Αλμυρή Βρύση, όπου λειτουργεί
κανονικό εξατάξιο σχολείο. Ακόμα και εκείνοι των οποίων τα παιδιά τους στην
Αθήνα πηγαίνουν μια ώρα με το σχολικό λεωφορείο μέχρι να φθάσουν στο «καλό»
ιδιωτικό, ορύονται που τα παιδάκια του χωριού θα πηγαίνουν με ταξί στην
Αλμυρή Βρύση. Μια διαδρομή της τάξης των δέκα λεπτών για να φοιτήσουν σ’
ένα σχολείο της προκοπής. Ήταν αδύνατον, προφανώς, να γίνει κάτι τέτοιο στο
παρελθόν, όταν χωρίς αυτοκίνητο έπρεπε να περπατήσουν μιάμιση ώρα.
Θα βγάλουν και μία ανακοίνωση διαμαρτυρίας για το δάσκαλο που δε μένει στο
χωριό, αλλά πηγαινοέρχεται με τ’ αυτοκίνητό του στη διπλανή πόλη που απέχει
τριάντα χιλιόμετρα ή, αλλιώς, μισή ώρα. Όσο, για τους κατοίκους της Αθήνας
να πάνε από την Κυψέλη μέχρι το Σύνταγμα.

Τα παραπάνω είναι υπαρκτά παραδείγματα, απλώς άλλαξα τα ονόματα των χωριών,
που ταλαιπωρούν και ερεθίζουν αναρίθμητους νεοέλληνες που ενώ οι ίδιοι
έφυγαν από τα χωριά τους —και καλά έκαναν!— επιθυμούν να γυρίσουν πίσω οι
άλλοι. Χωρίς, βέβαια, να σκεφθούν ούτε τι κάνουν ούτε το λόγο της
επιστροφής ούτε, πάνω απ’ όλα, ότι άλλαξαν οι συνθήκες και Σ’ ΟΛΑ τα χωριά.
Σ’ ΟΛΗ τη Δυτική Ευρώπη μειώθηκε ο πληθυσμός τους σαν αποτέλεσμα της
εκμηχάνισης της γεωργίας.
Όταν αναπολούν το παρελθόν, το βράδυ στην ταβέρνα, κανενός το μυαλό δεν
πάει στη φτώχεια, τη μιζέρια και τη δυστυχία εκείνων των καιρών που
συγκρινόμενες με τις σημερινές είναι ημέρα με τη νύχτα.

Κάθε καλοκαίρι λοιπόν η ελληνική επαρχία σφίζει από ζωή τόσο με τις
εσωτερικές μετακινήσεις και την επιστροφή στα «πάτρια εδάφη» όσο και με τον
τουρισμό γενικότερα.
Ακόμα και χωριά, με κάποιες δεκάδες κατοίκους το χειμώνα, το καλοκαίρι
γνωρίζουν δόξες. Οι οποίες, βέβαια, δεν είναι απαλλαγμένες προβλημάτων μια
και η συρροή κατοίκων και τουριστών έχει το γνωστό «σύνδρομο» των
σκουπιδιών.
Τα παραπάνω είναι γνωστά, και κατανοητό επίσης είναι το γεγονός, ότι οι
κάτοικοι των αστικών κέντρων που επιστρέφουν στο «χωριό», επιθυμούν να
σταματήσει η δημογραφική τους ερήμωση: δε θα πρέπει να παραμένουν εκεί μόνο
οι γέροι.
Όλο, λοιπόν, το καλοκαίρι οι αναρίθμητοι σύλλογοι «των εν Αθήναις» χωριανών
μετακινούνται με τα προεδρεία τους στο χωριό για τις διακοπές. Εκεί,
βοηθούσης και της καλοκαιρινής ευκολίας προσπαθούν να κάνουν ανάπτυξη. Τι
είδους, όμως; Και για ποιο λόγο;
Μολονότι όλοι θεωρούν ότι τις απαντήσεις τις έχουν στο χέρι, από εδώ το
έχουν από εκεί το έχουν, στο μόνο που καταλήγουν είναι η οργάνωση ενός…
φεστιβάλ!

Δύο είναι οι δυνατότητες σ’ ό,τι αφορά την ονομασία της εβδομάδας ή του
δεκαήμερου ή του μήνα των εκδηλώσεων. Είτε χρησιμοποιούν κάποιο γνωστό
πρόσωπο που κατάγεται από την περιοχή με παράθεση του ονόματός του και την
κατάληξη -εια. Έτσι, έχουμε τα Πινδάρεια, τα Καραϊσκάκεια, τα Ιπποκράτεια.
Συχνά ακολουθεί και το έτος που διανύουμε κι έτσι βλέπουμε στα αεροπανό που
ανεμίζουν: «Πινδάρεια ’96: Δεκαήμερο Πολιτιστικών Εκδηλώσεων».
Υπάρχει ακόμη μια δυνατότητα σ’ ό,τι αφορά την ονομασία. Να χρησιμοποιηθεί
ένα τοπικό προϊόν όπως το ούζο, η γόπα, η σαρδέλα, το κεράσι, το κρασί. Σ’
αυτή την περίπτωση έχουμε το «Φεστιβάλ του γαύρου» ή τις «Γιορτές του
σπάρου».
Θα πρέπει στο σημείο αυτό να ξεκαθαρίσω ότι όλα τα παραπάνω «φεστιβάλ»,
«γιορτές» και «εκδηλώσεις» είναι γεγονότα υπαρκτά που έλαβαν χώρα φέτος το
καλοκαίρι στην αγνή ελληνική επαρχία.

Φεύγουν, λοιπόν, οι Αθηναίοι και οι κάτοικοι των άλλων αστικών κέντρων,
επιστρέφουν στα χωριά τους, οργανώνουν πολιτιστικές εκδηλώσεις της συμφοράς
και ματακαλούν συγκροτήματα από την Αθήνα. Γεμάτες είναι οι αφίσες που
διαφημίζουν συναυλίες καλλιτεχνών από την πρωτεύουσα στην επαρχία. Φέτος
τον Αύγουστο όλο το Πήλιο ήταν «πηγμένο» στην παράνομη μέχρι χυδαία
αφισοκόλληση. Παράλληλα, φορείς όπως το υπουργείο Πολιτισμού, στέλνουν
χρηματικές ενισχύσεις για την πολιτιστική ανάπτυξη της περιφέρειας τις
οποίες εισπράττουν καλλιτέχνες από το… κέντρο!
[Οι «αρπαχτές», όπως λέγονται στη γλώσσα των καλλιτεχνών, συναυλίες είναι
μια πραγματική ιστορία για αγρίους. Όπου γνωστότατα ονόματα και ορχήστρες
κυκλοφορούν ανά τας εξοχάς χωρίς… γείωση στις ηλεκτρικές τους
εγκαταστάσεις. Όταν συμβεί κάποια ηλεκτροπληξία θα επανέλθω δριμύτερος].
Παράλληλα προς τις «αρπαχτές» υπάρχει, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, και
κάποια δωρεάν διανομή του τοπικού προϊόντος το οποίο έδωσε τ’ όνομά του στο
«Φεστιβάλ». Από κρασί και ούζο μέχρι ψητούς σπάρους και κακαβιά.
Συχνά το φεστιβάλ διαθέτει και άλλου τύπου εκδηλώσεις και, γενικά,
οτιδήποτε «κατεβάσει η κούτρα» των οργανωτών όπως γαϊδουροκαβαλαρίες,
τσουβαλοδρομίες και άλλα.

Τι νόημα, όμως, έχουν όλες αυτές οι εκδηλώσεις; Καταρχήν νομίζω ότι ουδείς
γνωρίζει επακριβώς την αιτία της δημιουργίας τους. Ίσως όσοι έχουν
αποχωρήσει από τα χωριά τους, επειδή έχουν τύψεις, επειδή τα εγκατέλειψαν
να προσπαθούν να κάνουν κάτι γι’ αυτά και το μόνο που τους «προκύπτει»
είναι τα φεστιβάλ.
Από την άλλη, ακόμη και αν ξεχάσουμε όσους έχουν κρίση συνειδήσεως, πώς θα
ερμηνεθεί μέσα στο γενικότερο καλοκαιρινό χαλασμό ακόμη μια εκδήλωση
χαμηλής ποιότητας; Τι εξυπηρετούν όλες αυτές οι ανοησίες;
Ιδιαίτερα φέτος το καλοκαίρι, και μολονότι οι κρουνοί των κρατικών
ενισχύσεων έχουν μειωθεί, οι δήμαρχοι και οι κοινοτάρχες θεώρησαν ως «χρέος
τιμής» το νταβαντούρι των εκδηλώσεων και των φεστιβάλ.
Παράλληλα, και επειδή το περιβάλλον καθότι σχετίζεται μ’ αυτό από τη μια
είναι υπαρκτ