4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

ΓΙΑ THN ΠΑΡΤΗ ΜΑΣ, PE ΓΑΜΩΤΟ


ΓΙΑ THN ΠΑΡΤΗ ΜΑΣ,
PE ΓΑΜΩΤΟ!

(Ή, η διά της εις άτομον απαγωγής,
μόνη δυνατότης σωτηρίας της Πατρίδος…)

«Εσύ που έχεις ζήσει τα πράγματα από κοντά, όλα αυτά τα χρόνια, δώσε μας σε
400 λέξεις την άποψή σου για την ιστορία του Λέφα και της μοτοσικλέτας
του…», ήταν το διά στόματος K.K. κέντρισμα γι’ αυτό το σημείωμα.
Εύκολο να το λες, δύσκολο να το κάνεις: ενθάδε, ου γαρ το θέμα με λοιδωρεί
αλλ’ ο χρόνος. H συγκυρία. H τωρινή στιγμή, στιγμή της Γέννας που, παρά τα
κοινώς παραδεκτά, είναι απείρως λιγότερο οδυνηρή από τη στιγμή της
Σύλληψης.
H χρονική συγκυρία που με ξεβολεύει να γράψω αυτές τις αράδες είναι η ίδια
συγκυρία που με παρακινεί να προβοκάρω, γενικώς και αορίστως, γράφοντάς
τες. Είν’ η στιγμή που ζητωκραυγάζω στο Καλλιμάρμαρο κάποιους πανέμορφους
που Επιστρέφουν. Και δεν μιλώ για την Επιστροφή των Τζεντάι, αλλά για την
Επιστροφή των Αποβλήτων― των ανθρώπων που χαίρονται γι’ αυτά που πρόσφεραν
στην Πατρίδα, αλλά και που βαθιά μέσα τους ήξεραν ότι δεν τολμούσαν να
κάνουν αλλιώς: το «για την Πατρίδα, ρε γαμώτο» στην πράξη ήταν ένστικτο
αυτοσυντήρησης καθώς η μαμά-Πατρίδα τούς την είχε στημένη στη γωνία, για να
τους κατασπαράξει, αν δεν πετύχαιναν… H φωνή «κράτααα!» μέσα τους, δεν
εκπορευόταν από την ανάμνηση του ξεπροβοδίσματος της «μάνας», αλλά από την
—πάντα νωπή— θύμηση της κλωτσιάς στα πισινά.

Νίκος Κακλαμανάκης: Απόβλητος από την Ιστιοπλοϊκή Ομοσπονδία, εδώ και οκτώ
χρόνια, αφού το «κ…παιδο» τόλμησε να διαμαρτυρηθεί, όταν οι «σύννομοι και
αιρετοί» αυθέντες αποφάσισαν να στείλουν, αντί γι’ αυτόν, κάποιον «ημέτερο»
—άσχετο— στην Ολυμπιάδα της Σεούλ, με αποτέλεσμα να διασυρθούμε και
διεθνώς. Και σαν να μην έφτανε αυτό, προκλήθηκε και σκάνδαλο από την
παραίτηση —από υπουργική θέση— της… θείας του, η οποία δεν άντεξε την
αδικία (που, προφανώς, θα ήταν και η πρώτη και μοναδική αδικία που είχε
βιώσει ως κυβερνητικό στέλεχος…!). Κι απόμεινε ο Νίκος μοναχικός καβαλάρης
των κυμάτων, με μόνους ουσιαστικά αρωγούς τους γονείς του, το κουράγιο του
και το πουγγί κάποιου μπλουτζινέμπορου που έβλεπε πιο μακριά από το Φάληρο…

Γιάννης Μελισσανίδης: «απόβλητος» από το ΣΕΓΑΣ κι αυτός, όπως και ο
προπονητής του, για διαφορετικούς λόγους ο καθένας. Προετοιμασία στα κρυφά,
με αρωγό —«παρατύπως» κατά τον πρόεδρο του ΣΕΓΑΣ, κ. Μολυβά— τον κ. Φούρα,
για να καταδειχθεί και η γελοιότης του πολιτικού πράγματος: ευλόγως
αναρωτόμεθα αν αντί του κ. Σημίτη ήταν πρωθυπουργός ο κ. Τζοχατζόπουλος, τι
θα έκανε ο «ακικός» κ. Μολυβάς; Θα ειδοποιούσε την Ακτοφυλακή για να
αποτρέψει την πραγμάτωση της απειλής του Υπερ-Γιάννη ότι θα πήγαινε στην
Ατλάντα έστω και κολυμπώντας; (Και να νικήσει και να εκθέσει κόσμο πολύ, θα
συμπληρώναμε εμείς…).

Γιάννης Μελισσανίδης: ο Απόβλητος που κάποτε χάρισε το μετάλλιό του στην
οικογένεια του νεκρού τούρκου φίλου και συναθλητή του και που, εν τέλει,
μας έκανε να κουνάμε —διεθνιστές, τάχα μου— ελληνικά σημαιάκια, τώρα στα
γεράματα…

Νίκη Μπακογιάννη: H «κοντή» και παρ’ ολίγον «ξυπόλητη κοντή» αλλά εν τέλει
τυχερή που βρήκε δανεικά χρήματα, για να ετοιμαστεί για την Ατλάντα και που
τα παπούτσια δεν της τα ’δωσε στο χέρι ο ΣΕΓΑΣ αλλά —σε συσκευασία δώρου— ο
Δήμαρχος της πόλης της.

Λάμπρος Παπακώστας: ο Απόβλητος που επέμενε να δείχνει πίστη στον προπονητή
που τον ανέδειξε κι όχι στον όποιο συγκυριακό «κολλητό» των αρχόντων της
Ομοσπονδίας. O άνθρωπος που προσπάθησε μόνος και τραυματισμένος —αλλά
Νικητής!— κόντρα στις όποιες ελπίδες των παρ’ ημίν Ελλήνων (βλέπε:
ΣΕΓΑΣ/βλέπε «αιρετοί» και «διαδικασίες»— ενίοτε «δημοκρατικές», αλλά με το
χρήμα πάνω ή κάτω από το τραπέζι, θα το κρίνει ο Εισαγγελέας που ήδη έπιασε
δουλειά/βλέπε Πολιτεία/βλέπε Ελλάδα) για διασυρμό και οριστικό ενταφιασμό
του «διότι δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις…»

Χρήστος Ιακώβου: ο Ολυμπιονίκης που ξενιτεύτηκε μη βλέποντας φως στην
Πατρίδα, ο pizza-man που μετακλήθηκε στα πάτρια για να άρει την άρση βαρών
από το «πιο κάτω δε γίνεται». O πρώην-Απόβλητος, που ο Σύνδεσμος Ελλήνων
Βιομηχάνων έχει υποχρέωση να του απονείμει τον τίτλο του Μάνατζερ της
Δεκαετίας!
Κι ίσως, κάπου εδώ, θα έπρεπε να κατατάξουμε ολόκληρη την ομάδα της άρσης
βαρών, όχι στους Απόβλητους αλλά στους προς-Αποβολή: νίκησαν, γιατί, αν
τολμούσαν, ας έκαναν αλλιώς! Ένα τσούρμο αρπακτικά τους περίμενε στη γωνία
κραδαίνοντας τεκμήρια «φαρμακοϊστοριών» λες και η πρόληψη και θεραπεία των
μυικών τραυματισμών στην υπερεντατικοποίηση της προπόνησης ενός αρσιβαρίστα
πετυχαίνεται με… λουκούμια Σύρου!
Σίγουρα όμως στους Απόβλητους θα έπρεπε να κατατάξουμε ολόκληρη την ομάδα
του στίβου που αναγκάστηκε να προβεί σε καταλήψεις γραφείων κι άλλα τέτοια
γραφικά προκειμένου να αποδοθούν στους αθλητές τα χρήματα της Ολυμπιακής
προετοιμασίας κι όχι σε συλλόγους του γνωστού στιλ «με ψήφισες, σου δίνω,
δημοκρατικές διαδικασίες τρα-λα-λα»…
Κι όμως όλοι αυτοί οι Απόβλητοι, οι άνθρωποι της διπλανής πόρτας, μας
έκαναν να νιώσουμε ότι «μπορούμε κι εμείς κι ας μη μας δίνονται οι
ευκαιρίες». Κι εκεί ’ναι, τελικά, που κερδίζει (μονά-ζυγά, δικά της) η
κυρά-Πατρίδα…
Μπορούμε ακόμα ν’ αλλάξουμε την ιστορία της μοτοσικλέτας. Κι ας μη μας
δίνονται οι ευκαιρίες.

Θανάσης Λέφας: Μοναδικός Ιδεοδρόμος της Μηχανής. Απόβλητος. Ίδια πάστα μ’
όλους τους προηγούμενους. Και γι’ αυτό το λόγο εξοβελιστέος. Στην Ελλάδα
ζούμε, διάβολε! Ίδια μονομανής με τους υπόλοιπους: «όλοι οι άλλοι έχουν
λάθος, αλλά το δίκιο μου θα τ’ αποδείξω μόνο νικώντας…». Όπως κι οι άλλοι,
έτσι κι αυτός, δεν πάλεψε για την «Πατρίδα». Πάλεψε για την πάρτη του,
γιατί, έτσι και τα σκάτωνε, η Πατρίδα θα τον είχε κατασπαράξει. Αν η
μοτοσικλέτα που έφτιαξε δεν αποδεικνυόταν —ως σύλληψη— η καλύτερη του
κόσμου, η θεωρία πάνω στην οποία στήριξε τον αγώνα του θα ήταν για τα
σκουπίδια. Κι ο Λέφας θα απόμενε με τον τίτλο του «απατεωνίσκου που έφτιαξε
ένα fake δίτροχο για να αυτοδιαφημιστεί κι ίσως για να πιάσει κορόιδο
κάποιον πατριδοβαρεμένο χορηγό…» όπως βιάστηκαν κάμποσοι να πουν.
Δεν είναι σε πολλούς συμπαθής —επί προσωπικού επιπέδου— ο Λέφας: σύνηθες
ιδίωμα των μοναχικών εφευρετών. Είναι η ράτσα, που στις αναμνήσεις από
προηγούμενες ζωές, θυμούνται το δίλημμα «ή ο ήλιος γυρίζει ή το grill!».
Είναι η ράτσα των ανθρώπων που, εν τέλει, εκδηλώνουν ανικανότητα έως
αναπηρία σε διεργασίες Δημοσίων Σχέσεων.
Ταυτόχρονα, οι άνθρωποι αυτού του είδους, διαθέτουν κι ένα επιπλέον σημείο
που τους κάνει «κοινωνικώς αντιπαθείς»: έχοντας βιώσει —οι ίδιοι ή οι
προγενέστεροί τους— τη χλεύη στην απόπειρά τους να προσφέρουν το έργο τους
στην κοινωνία, αρέσκονται (ή καταφεύγουν, εν τέλει) στον εγωκεντρισμό. H
αφιέρωση του αγώνα τους δεν είναι «για την Πατρίδα, ρε γαμώτο!» αλλά «για
να τους πάρω τα σώβρακα!» (και να ’ρθει μετά η Πατρίδα να εισπράξει το ΦΠΑ,
θα πρόσθετα. Και πολύ της πέφτει, με το χαρακτήρα που ’χες, ίσως έλεγε η
Μαλβίνα…).

Είκοσι χρόνια τώρα, ο Λέφας είχε την παρατηρητικότητα να προσέξει μια
δυσεξήγητη (ανεξήγητη, όπως αποδείχτηκε αργότερα) αμηχανία των εργοστασίων
μοτοσικλετών απέναντι στη γωνία κάστερ. Οι κατ’ αυτόν καλύτερες —σε κράτημα
δρόμου— μοτοσικλέτες (Ντουκάτι) είχαν κάστερ 31-32®, οι καλύτερες
αγωνιστικές πολύ μικρότερο και κάπου ενδιάμεσα το Χάος, όπου ο καθένας ό,τι
ήθελε έκανε, χωρίς να εξηγεί οτιδήποτε σε οποιονδήποτε, ούτε καν στον εαυτό
του. Ταυτόχρονα, σε κάθε βελτίωση σκελετού ή ελαστικών, οι σχεδιαστές
προσπαθούσαν λίγο-λίγο να μειώσουν τη γωνία κάστερ (σαν να ’θελαν να
ξορκίσουν κάποιο κακό) και οι μοτοσικλέτες γίνονταν όλο και καλύτερες―
σήμερα, η γωνία κάστερ είναι, κατά μέσο όρο, 3 με 4 μοίρες μικρότερη απ’
ό,τι πριν από είκοσι χρόνια.
O Θ.Λ. «ήξερε» ότι η γωνία κάστερ είναι κακό, όπως ήξερε ότι εξίσου «κακή»
ήταν κι η ανικανότητα της θεωρίας να επιχειρηματολογήσει υπέρ του
εκμηδενισμού της. Σε όλο αυτό το διάστημα, ήταν γι’ αυτόν ολοφάνερα τα
προβλήματα που απορρέουν από τη χρήση του τηλεσκοπικού πιρουνιού ως
συστήματος διεύθυνσης (και όχι —μόνο— ανάρτησης) του μπροστινού τροχού,
αλλά και τραβούσε τα μαλλιά του με τις «ανοησίες εφαρμογής» που έβλεπε στα
εναλλακτικά συστήματα της Ελφ, αρχικά, και της βαρύγδουπης Μπιμότα Τέζι,
αργότερα.

«Είδε» τη μοτοσικλέτα ως Σύνθεση Στρόβων― η έλλειψη πανεπιστημιακής
παιδείας δεν του έδινε τα στοιχεία να βρει το δρόμο μιας «εργαστηριακής»
διαπραγμάτευσης του προβλήματος. Στράφηκε στην αναζήτηση της Αίσθησης των
γυροσκοπικών φαινομένων και θεώρησε ασφαλέστερο το να γίνει ένας
αυτοδίδακτος μηχανικός και πιλότος ελικοπτέρων από το να «μπαίνει» και να
«βγαίνει» σε καταστάσεις γυροσκοπικού χαϊσάιντινγκ με μοτοσικλέτα.
Το συμπέρασμα που έβγαλε ήταν ότι η τεχνολογία της μοτοσικλέτας είχε
οδηγηθεί σε λούμπα —πιθανώς κατά τη χρονική στιγμή μιας ιστορικής
ασυνέχειας, όταν εμφανίστηκε το τηλεσκοπικό πιρούνι ως αντικαταστάτης των
πρωτόλειων, αρθρωτών αναρτήσεων. Κάποιος, «τότε» θεώρησε βολικό να κρατήσει
τη γωνία κάστερ ίδια με τη γωνία των καλαμιών ως προς την κάθετο.
Κι αφού το σύστημα δούλεψε καλύτερα από τα «σύσπαστα» που αντικαθιστούσε, η
πορεία συνεχίστηκε χωρίς άλλος να δώσει σημασία στο θέμα. Αλλωστε, είναι
γνωστό ότι οι καλύτεροι μηχανικοί των καλύτερων εργοστασίων, το μόνο που
κάνουν είναι να βελτιώνουν components κι όχι Μοτοσικλέτα! Και κάπου εδώ
είναι αναπόφευκτο να θυμηθούμε την ευφυή ρήση ότι «η καμήλα είναι ένα άλογο
που σχεδιάστηκε από επιτροπή».

Τα πράγματα άρχισαν να στραβώνουν από τη στιγμή που καθίσταται αδιανόητο
για μας τους (νεο) Έλληνες, να δεχτούμε ότι κάποιος συμπατριώτης μας,
εμπειρικός μηχανικός από τη Χασιά της Αττικής, έχει το θράσος (και ύστερα
από 100 χρόνια Ιστορίας της Μοτοσικλέτας) να καταγγέλλει —συλλήβδην— όλα τα
άτια μας ως καμήλες! O πόλεμος, η αποστροφή και η, εν τέλει, Αποβολή, ήταν
τα λογικά επακόλουθα.
Το «κακό» όμως είναι ότι η θεωρία του Λέφα επιβεβαιώνεται στην πράξη μέσα
από την ίδια του τη Μηχανή. Μία Μηχανία που χρησιμοποιεί τηλεσκοπικό
σύστημα για την ανάρτηση και «χαμπ-στίρινγκ» για τη διεύθυνση, και που η
γωνία βασιλικού πείρου μέσα στο χαμπ-στίρινγκ (δηλαδή η γωνία κάστερ) είναι
περιορισμένη στο αδιανόητο —μέχρι χτες— εύρος των 12 έως 18 μοιρών. Και
κάπου εδώ, έρχεται η ώρα να φύγουν οι τσίμπλες από τα μάτια και να δούμε τη
μοτοσικλέτα —και όλα αυτά τα οποία μπορεί να προσφέρει— μέσα από μία νέα
οδηγική διάσταση.
Χρειάστηκαν τέσσερα χρόνια μελέτης και άλλα τέσσερα χρόνια σκληρής και
μοναχικής δουλειάς. Πόρτες που άνοιγαν, αλλά ξανάκλειναν γρήγορα, υποψήφιοι
αρωγοί-επιχειρηματίες, που έδειχναν ενδιαφέρον μέχρι να υπερισχύσει η γνώμη
των «εξαπτέρυγων», ένα ακίνητο που πουλήθηκε κοψοχρονιά προκειμένου το
τίμημα της μονομανίας να μην είναι η αναγκαστική μετακόμιση σε μέρος
ομώνυμο μελωδικού πτηνού. H μετακόμιση έγινε, τελικά, στη βιομηχανική
περιοχή της Πάτρας όπου όμως δεν μπορεί να δοθεί άδεια λειτουργίας του
εργαστηρίου, επειδή δε… γουστάρουν οι περίοικοι (στη Βιομηχανική Ζώνη, αν
είναι δυνατόν! Αχ, Πάτρα, άξια, λοιπόν, της ανεργίας σου;)
H Μηχανή του Λέφα, όμως, λειτουργεί. Κι αν ο Γιάννης Μελισσανίδης δε
χρειάστηκε, τελικά, να περάσει τον Ατλαντικό κολυμπώντας, ο Λέφας κολύμπησε
σε νερά βαθύτερα. Αν η φράση της τετραετίας που πέρασε ήταν το «για την
Ελλάδα, ρε γαμώτο!» της Βούλας Πατουλίδου, η φράση της Ολυμπιακής
τετραετίας που μόλις άρχισε, ανήκει —πού αλλού;— στο Γιάννη Μελισσανίδη και
δε με απασχολεί αν είναι δική του ή δάνεια: «Αν πετάς ψηλά, μη σε νοιάζει
που σε βλέπουν μικρό όσοι είναι καθηλωμένοι στη γη…».