4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Kώστας Kαββαθάς

Tο παρελθόν φυγείν αδύνατον

E ντάξει. Tο παράφρασα λιγάκι, αλλά πώς αλλιώς μπορούσα να απαντήσω σ' εκείνους που μου
λένε (έμμεσα ή άμεσα) πως δεν πρέπει να γράφω (συχνά) για τα όσα έγιναν, αλλά μόνο για
όσα πρόκειται να γίνουν. Oι νέοι αναγνώστες, λένε, δεν «καταλαβαίνουν» τη γλώσσα που
μιλάς.
Mα σοβαρολογείτε;
Aν οι νέοι δεν καταλαβαίνουν τα δικά μου, πώς γινόταν κι εγώ «καταλάβαινα» τη γλώσσα των
παλαιότερων; Eίχα περισσότερο μυαλό; Kαι βέβαια όχι. Όποιος εκτός από τις ρεπρίζ και τα
0-100 μπορεί να «δει» και τις όμορφες στιγμές της ζωής, στο παρελθόν θα καταφύγει για ν'
αντλήσει δύναμη κι ελπίδα για το λιγοστό «μέλλον» που του απομένει.
Θυμάμαι ένα άρθρο σ' ένα παλιό «Road &Track», τότε που το είχαν ο Tζον και η Eλέιν Mποντ
(κάτι σαν «Kώστας και Σοφία Kαββαθά!») πριν το αγοράσουν οι πολυεθνικοί κολοσσοί.
O συντάκτης του (ο Tζέρι Σλόνιγκερ, παλιός μου φίλος και συνεργάτης των 4T) περιέγραφε
την κηδεία του φον Tριπς που έγινε σ' ένα κοιμητήριο που βρισκόταν σ' ένα μικρό
καταπράσινο λόφο.
Oι φίλοι του είχαν τοποθετήσει τη σορό στον ουρανό μιας Ferrari 250 GTO. H πομπή ξεκίνησε
από τους πρόποδες και σιγά-σιγά κατευθύνθηκε προς το σημείο της ταφής, ψηλά στο λόφο. Tα
πρώτα μέτρα καλύφθηκαν εύκολα, αλλά κάποια στιγμή ο 12κύλινδρος κινητήρας της Φεράρι
υπερθερμάνθηκε, κι όλοι αναρωτιόντουσαν αν θα μπορέσει να φθάσει στον τάφο.
Tα επόμενα λεπτά η καθαρή ατμόσφαιρα του κοιμητηρίου μύρισε καμένο λάδι και θερμό
μέταλλο, αλλά ο οδηγός της (ο Kόλινς;) δε σταμάτησε. Όταν έφτασε στον τάφο, ο κινητήρας
κόλλησε, και το αυτοκίνητο ακινητοποιήθηκε. H σορός του Tριπς ετάφη, και οι φίλοι έφυγαν
σκεπτικοί. O Tζέρι έμεινε πίσω, κι εκεί, στην ησυχία του νεκροταφείου, «είδε» τον Tριπς
να χαμογελάει αχνά.
Mία από τις εκατοντάδες ιστορίες που είχα την τύχη να διαβάσω ή να ζήσω. Bλέπετε, ήμουν
τυχερός. Ξεκίνησα να «γράφω γι' αυτοκίνητα» 22 χρόνια πριν στην Eλλάδα ενσκήψει το
μάρκετινγκ, οι πολυεθνικές και οι κομπλεξικοί. Πριν δηλαδή αυτό που κάποτε ήταν ψώνιο,
αγάπη και χόμπι, μεταβληθεί σε μάχη για τη ρεκλάμα.
Όμως το σημαντικότερο δεν ήταν αυτό, αλλά η εμφάνιση εκατοντάδων «ειδικών» που όχι μόνο
δεν είχαν ιδέα από το θέμα με το οποίο καταπιάνονταν, αλλά ακριβώς λόγω της άγνοιάς τους,
ισοπέδωσαν κάθε τι ευγενικό και ωραίο υπήρχε στο χώρο.
Oι λίγοι ―μετρημένοι στα δάχτυλα― άνθρωποι που έζησαν την εποχή της αθωότητας,
αντιστάθηκαν, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Tο «ήθος» και η «αισθητική» του σκυλάδικου έδωσε τη
θέση της στο όνειρο και στην περιπέτεια. Δυστυχώς, η θέση και, αν θέλετε, η όποια μικρή
ιστορία δε μου επιτρέπει να αναφέρω? ονόματα, αλλά αν δείτε πού κατάντησαν οι θρύλοι της
νιότης μας, θα πάθετε!
Aς είναι καλά οι άνθρωποι, να κερδίζουν, να παίζουν τα παιχνίδια τους, και να αγοράζουν
τα υπό σημαία Oυγκάντας «εβδομηντάρια». O χρόνος περνάει, οι παλιές ιδέες χάνονται(;), οι
Tριπς εξαφανίστηκαν μαζί με τον τελευταίο «βασιλιά» (τον Aϊρτόν Σένα) και οι λιγοστές
250GTO βρίσκονται στα μουσεία.
Aυτό όμως δε σημαίνει ότι οι 4TPOXOI (και ο υπογράφων) πρέπει να αποδεχτούμε τη νέα
πραγματικότητα. Mακριά λοιπόν, όπως ακριβώς στη δεκαετία του '60, του '70, του '80 και
του '90! Mακριά, κι όσο αντέξουμε, κι ας λένε πως το πολύ «παρελθόν» κάνει κακό στην
υγεία (και στο ίματζ!).
H περιγραφή της ταφής του Tριπς ήταν μία από τις χιλιάδες αναμνήσεις που με βοηθούν να
προχωρώ. O Mος στο Σίλβερστοουν, οι 16κύλινδρες BRM στο Γκούντγουντ, οι Φεράρι «Σκουάλο»
στη Mόντζα, οι «κοντές» Πόρσε στο τελευταίο Tάργκα Φλόριο, οι Aλπίν και οι Στράτος στα
παλιά Aκρόπολις. Mια ζωή γεμάτη (καλές) αναμνήσεις, γεμάτη πραγματικά αυτοκίνητα.
Eίναι αλήθεια πως τα τελευταία χρόνια τα κείμενά μου δε διακρίνονται για τον ενθουσιασμό
τους κι αυτό παρά το γεγονός ότι πολλά από τα αυτοκίνητα που οδηγώ είναι 1.000 φορές
«καλύτερα» από τα οικoγενειακά των περασμένων δεκαετιών. Aν ούτως έχουν τα πράγματα, τότε
γιατί δε γράφω όπως παλιά. Aπλά, διότι όποιος είχε την τύχη να δει/ακούσει/μυρίσει τις
Πόρσε, Φορντ GT40, τις Tζάγκιουαρ και τις ?στον Mάρτιν, τις Φεράρι και τις Mαζεράτι στη
μεγάλη ευθεία του Mαν, έχει σημαδευτεί για πάντα, και ουδεμία σχέση μπορεί να έχουν με τα
Mπλιάχ που ανέφερα πριν.
Yπό αυτό το πνεύμα λοιπόν ―και σας παρακαλώ να το σκεφθείτε― ένα Φίατ Tσινκουετσέντο, ένα
Σουζούκι Bάγκον R, ένα Φορντ Kα, ένα Xιουντάι ?τος είναι πολύ «καλύτερα» από μια
Tζάγκιουαρ, μία Mερτσέντες S Class, ένα Pέιντζ Pόβερ 4.6, μία BMW 750, ιδιαίτερα αν τα
τελευταία οδηγούνται από ορισμένους από τους νεόπλουτους που γνωρίζω.
Πολλές φορές χρησιμοποιώ το άψογο (για το σκοπό που έχει σχεδιαστεί) Pέιντζ Pόβερ για να
«φωτογραφίσω» τους εν λόγω βλαχογκλάμουρες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι όλοι οι ιδιοκτήτες
ανήκουν σ' αυτή τη? ζηλευτή κοινωνική τάξη. Tο ίδιο άλλωστε ισχύει και για τους
ιδιοκτήτες Φεράρι ή Πόρσε. Aν δείτε ποιοι τα οδηγούν, θα καταπιείτε? κώνειο! Tα εν λόγω
(και άλλα) δεν παύουν να είναι εκπληκτικά αυτοκίνητα επειδή πέφτουν σε κακά χέρια.
Για μία λοιπόν εβδομάδα στο τέλος Mαρτίου έγινα κι εγώ μικρομεσαίος «γκλάμουρας» (το
«βλάχο-» δε συνάδει με τα 1.800 κυβικά εκατοστά!) οδηγώντας ένα από τα καλύτερα 4X4 που
έχω δοκιμάσει στη ζωή μου, το Λαντ Pόβερ Φριλάντερ. Eύστοχος ο τίτλος του εξωφύλλου, το
4X4XFar, αν και ολίγον «κλεμμένος!» Aυτό όμως δε με εμποδίζει να εκφράσω τα θερμά μου
συγχαρητήρια στους μηχανικούς/σχεδιαστές της εταιρίας, αλλά και στους μηχανικούς της BMW
που, όπως μαθαίνω, έχουν βάλει «τα δύο πόδια (των ?γγλων!) σε ένα παπούτσι». Nα με,
λοιπόν, να το οδηγώ και να σκέπτομαι πως, αν μπορούσα να έχω ένα δικό μου αυτοκίνητο
(εκτός από την Nτελτόνα που κοιμάται στο γκαράζ περιμένοντας σαν τον κύριό της «καλύτερες
μέρες») αυτό θα ήταν το Φριλάντερ.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, δεν ξέρω, η δουλειά μας δε μας το επιτρέπει, αφού κάθε εβδομάδα στο
γκαράζ του περιοδικού σταθμεύουν από 3 ως 10 καινούρια μοντέλα που όλα πρέπει να
μετρηθούν, να φωτογραφηθούν και να δοκιμαστούν. Έτσι, το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να
κρατάω ένα συγκεκριμένο αυτοκίνητο 4-5 μέρες παραπάνω για να μπορέσω να το χαρώ. Tο
χάρηκα λοιπόν το νέο Λαντ Pόβερ τις ημέρες (και τις νύχτες) της πρόσφατης «θεομηνίας»
όπου η χώρα, οι κάτοικοι, η ΔEH, τα «οχτώμιση» και οι καταπατητές δημόσιας γης πνίγηκαν
(σε μια κουταλιά νερό). Tο αυτοκίνητο δεν κώλωσε πουθενά. Πέρασε (χωρίς πρόβλημα) τις
λασπόλιμνες της Λ. Bουλιαγμένης, τους σωρούς των χωμάτων της Bάρης-Kορωπίου, αντιμετώπισε
τα 14 μποφόρ που μαστίγωναν τους λόφους της ανατολικής Aττικής και όλα «χωρίς να κάνει
κιχ». O κινητήρας των 1.800 κ.εκ. ανταποκρίνεται ικανοποιητικά, αρκεί ο οδηγός να τον
κρατάει «ψηλά», να κινείται γρήγορα και να προσπερνάει αποφασιστικά. Όμως, το κύριο
χαρακτηριστικό του δεν είναι οι επιδόσεις, αλλά η ποιότητα κατασκευής και το?
συγκρατημένο του πράγματος. Mικρό, αλλά όχι στενάχωρο, με αρκετό χώρο αποσκευών, πλήρη
πίνακα οργάνων και πολύ καλά σχεδιασμένα καθίσματα και με δύο «έξυπνα ντουλαπάκια» κάτω
απ' το ταμπλό που μπορείς να τοποθετήσεις τα προσωπικά σου αντικείμενα. Tο οδήγησα, το
χάρηκα και το τοποθέτησα στην κορυφή των 4X4 διπλής χρήσεως.
H μία ―ευχάριστη― έκπληξη διαδέχθηκε την άλλη, όταν μου? επιτράπηκε να οδηγήσω το ?ουντι
A4 1.8T Kουάτρο των 180 ίππων! Tι κρίμα που δεν μπορούμε να σας κάνουμε? δώρο ένα τέτοιο
αυτοκίνητο για να δείτε τι εννοούμε όταν γράφουμε ότι μια κατασκευή ικανοποιεί πλήρως τις
οδηγικές απαιτήσεις.
Γρήγορο, σταθερό, με τέλεια φρένα, ακριβές κιβώτιο και διακριτική εμφάνιση, παραλίγο να
κλέψει την πρώτη θέση (στον «οικογενειακό» μου κατάλογο) που κατέχει το 1,8 Quattro
στέσιον. Ξέρω... Eίναι ακριβό, αλλά πάντα τα ωραία πράγματα ήταν ακριβά, σωστό;
Λάθος!
Γιατί το Mάρτιο οδήγησα το νέο Όπελ ?στρα, και πρέπει να σας πω ότι αυτή τη φορά η
συνταγή του «Στρατηγού» πέτυχε απόλυτα. Tο αυτοκίνητο είναι σχεδόν τέλεια φτιαγμένο, η
οδική του συμπεριφορά δε θα φέρει ποτέ σε δύσκολη θέση τον οδηγό (εκτός κι αν πρόκειται
περί? τούβλου), το κιβώτιο και τα φρένα είναι από τα καλύτερα της αγοράς, ακόμα και το
σύστημα? διεύθυνσης έφτιαξε, και τώρα ξέρεις πού κοιτάνε οι? τροχοί! Bέβαια, και για να
λέμε την αλήθεια, οδήγησα το ?στρα στους δρόμους της πράσινης καρδιάς της Aυστρίας, τη
Στύρια, πατρίδα μεταξύ άλλων επιφανών ανδρών και του? ?ρνολντ Σβαρτσενέγκερ!
Σ' αυτή την επαρχία του 1,2 εκατομμυρίου κατοίκων βρίσκεται η ιστορική πόλη του Γκρατς με
το Πανεπιστήμιο, το Tεχνικό Kολέγιο και τη Mουσική Aκαδημία, ιδρύματα που στη δεκαετία
του '60 χιλιάδες έλληνες φοιτητές τίμησαν με την παρουσία (ή την? απουσία τους).
Όπως συμβαίνει σε παρόμοιες περιπτώσεις, οι δρόμοι ήταν από καλοί έως τέλειοι, με
αποτέλεσμα να μην μπορούμε να δούμε τα αποκαλούμενα «όρια» του νέου Όπελ. Όμως μη φοβάστε
μήπως το ?στρα σάς απογοητεύσει στην Eλλάδα. Όπως είπα, η ποιότητα κατασκευής (άρα και η
στεγανότητα) είναι τόσο καλή, ώστε θα μπορεί να διασχίζει (χωρίς τον κίνδυνο να βυθιστεί)
τις λίμνες της Bουλιαγμένης, Ποσειδώνος, ?νω Λιοσίων.
Oδήγησα τις εκδόσεις 1.6, 1.8 και 2.0, αλλά όχι το 1.4 (υπήρχε μόνο ένα και καμία διάθεση
δεν είχα να το? κυνηγάω) και αυτό που συνέβη ήταν αυτό που συμβαίνει με όλα τα καλά
φτιαγμένα και σχεδιασμένα αυτοκίνητα: δε σταμάτησα ύστερα από 5 χιλιόμετρα, αλλά συνέχισα
να οδηγώ ―και να το ευχαριστιέμαι. Kάποια στιγμή μάλιστα, που χρειάστηκε να προσπεράσω με
πολλά χιλιόμετρα σε παρατεταμένη δεξιά, που έκλεινε, και το ?στρα συμπεριφέρθηκε χωρίς
ίχνος οδικής υστερίας, σκέφθηκα πως η Tζένεραλ Mότορς τώρα απαντάει στην υπόθεση? Λοπέζ
―αν συλλαμβάνετε το υπονοούμενο!

Eκεί που έγραφα αυτές τις γραμμές πληροφορήθηκα για το θάνατο του Φερδινάνδου Πόρσε,
ιδρυτή της δυναστείας που φέρει το όνομά του, και να τες πάλι οι? Περιπλανήσεις στο
Παρελθόν. Πότε ήταν, αναρωτήθηκα, που η «Tεχνικές Eκδόσεις A.E» κυκλοφόρησαν το 1972,
παρακαλώ, στα ελληνικά, το βιβλίο του Pίχαρντ φον Φράνκενμπεργκ «Πόρσε: ο ?νθρωπος και τ'
Aυτοκίνητα;»
Ξέρετε πότε; Όταν οι σημερινοί «αστέρες» όχι μόνο δεν είχαν γεννηθεί, αλλά δεν ήταν καν
σκέψη στο μυαλό των γονιών τους. Θυμάμαι τα ξενύχτια μας για να μεταφράσουμε (ο
υπογράφων, ο Tάκης Πιρπιρής και ο Γ.K. από την αγγλική έκδοση, ευτυχώς) το κείμενο, να το
διορθώσουμε, και να τυπώσουμε 2.000 αντίτυπα, ελπίζοντας (οι άφρονες) ότι το βιβλίο θα
γίνει? ανάρπαστο!
Όπως με τις περισσότερες εκδοτικές μας προσπάθειες, λειτουργήσαμε 98% με την καρδιά και
2% με το μυαλό. Στην αποθήκη μας έχουμε ακόμα? 500 βιβλία (που πωλούνται σαν συλλεκτικά
πια προς 4.000 δραχμές το ένα). Tο ίδιο ισχύει και για δύο ακόμα διαμάντια που βγήκαν από
την «Tεχνικές Eκδόσεις A.E»: το «Hπειρώτικο Γεφύρι» και το «Γεφύρι και ο Hπειρώτης» του
Σπύρου Mαντά. Σας το έχω ξαναπεί, ότι τα δύο τελευταία τα στείλαμε στο υπουργείο
Πολιτισμού (επί Mελίνας) ζητώντας να αγοράσει ένα μικρό αριθμό για τις βιβλιοθήκες στην
Eλλάδα και στο εξωτερικό. H απάντηση (που ήλθε με καθυστέρηση? δύο ετών) ήταν η εξής:
«δυστυχώς δεν υπάρχουν κονδύλια». Πάντα αναρωτιέμαι τι θα γινόταν αν η εταιρία δεν ήταν η
«Tεχνικές Eκδόσεις A.E.» και το όνομα «Kαββαθάς». Όχι μόνο θα είχαν αγοράσει τα βιβλία,
αλλά και θέατρα θα μας είχαν ανοίξει και επιχορηγήσει, αφήστε που καθόλου δεν αποκλειόταν
να με έκαναν και υπουργό Πολιτισμού (γιατί, ειλικρινά, δε βρίσκω τίποτα το ιδιαίτερο σε
όσους υπηρέτησαν το θεσμό τα τελευταία χρόνια).
Δεν πρέπει όμως να αφήνω το (μαύρο) χιούμορ να με καταβάλει. Eίναι γνωστό άλλωστε ότι
αυτό τα μαγαζί τίποτα δεν έχει προσφέρει στον πολιτισμό, και ας λέει ότι είναι κομμάτι
του.
Δεκάδες τα άρθρα του T.Π. (και τα δικά μου) για τον εκκεντρικό μηχανικό που, εκτός των
άλλων, σχεδίασε το Φολκσβάγκεν. Tόσος ήταν ο θαυμασμός για τις μηχανές, τους αγώνες, τους
οδηγούς, τις επιδόσεις, την πρωτοτυπία, ώστε το κάναμε θρύλο, ενώ τα μοντέλα της εταιρίας
εμφανίστηκαν πολλές φορές στο εξώφυλλο των 4T.
Oύτε θυμάμαι πότε ήταν που πήγα πρώτη φορά (και τελευταία, οφείλω να προσθέσω) στο Kέντρο
Έρευνας & Eξέλιξης στο Bάισαχ. Aυτό που θυμάμαι ήταν πως συνάντησα το Mηχανικό Mποτ (από
τους καλύτερους που πέρασαν) και συνέφαγα με τον Πόρσε. O άνθρωπος που (μαζί με τον Έντσο
Φεράρι) έφτιαχνε τα πιο «αγνά» αγωνιστικά αυτοκίνητα στον κόσμο περνούσε μια ήσυχη και
κάθε άλλο παρά γκλάμορους ζωή, στο Σάλσμπουργκ όπου και τα γραφεία της εταιρίας.
Παντρεμένος με την? ίδια γυναίκα τα τελευταία 50 χρόνια (αυτό κι είναι κατόρθωμα!) ο
«Φέρι», όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι, εγκατέλειψε τα ηνία της εταιρίας το 1972, αλλά,
όπως και ο Φεράρι, δε σταμάτησε να ενδιαφέρεται για τα «παιδιά» του.
Aυστηρός, λιγομίλητος, με πλήρη επίγνωση των θετικών και αρνητικών περιόδων της ιστορίας
της φίρμας, ήταν πρώτα απ' όλα λαμπρός Mηχανικός. Ποια τα? αρνητικά; H εμπλοκή του μ'
εκείνο το λαμπρό? αστέρι της Γερμανίας, τον Aδόλφο Xίτλερ, ο οποίος Xίτλερ το 1938 έκανε
τα εγκαίνια του εργοστασίου που θα κατασκεύαζε το Σκαθάρι, στο Φόλκσμπουργκ, αλλά ξέσπασε
ο πόλεμος και η μονάδα άρχισε να φτιάχνει τανκ και τεθωρακισμένα οχήματα.
Mετά την ισοπέδωση της Γερμανίας από τους συμμάχους, ο Πόρσε επέστρεψε στα ειρηνικά του
έργα, και το 1948 παρουσίασε την «356», το αυτοκίνητο που ξεκίνησε το θρύλο. Aπό εκεί και
πέρα η ιστορία είναι λίγο-πολύ γνωστή τουλάχιστον σε εκείνους που ενδιαφέρονται
πραγματικά._K.K.



Πόρσε: «O ?νθρωπος και τ' Aυτοκίνητα», του Pίχαρντ φον Φρανκενμπέργκ. Έκδοση του 1972 από
την Intertech Press O.E. (K. Kαββαθάς & Σία O.E.) Kαλλιρρόης & Nέζερ 1, Aθήνα. Aν θέλετε
να αποκτήσετε ένα από τα εναπομείναντα 500 συλλεκτικά βιβλία, στείλτε ταχυδρομική επιταγή
4.000 δρχ. στην Kα Πέλλη Kουκουτού, στη διεύθυνση του περιοδικού.

Λαντ Pόβερ Φριλάντερ: Για έναν δηλωμένο (ταξικό) «εχθρό» της κοινωνίας των «ρεϊτζρόβερ»,
το Φριλάντερ ήταν μια ευχάριστη ―και ανθρώπινη― έκπληξη. Aυτά κάνουν, βλέπετε, οι καλές?
συνεργασίες!

?ουντι A4 T Kουάτρο, 180 ίππων: Aν όλα τα επιβατικά αυτοκίνητα ήταν τόσο καλά!

Όπελ ?στρα: Aυτή τη φορά ο «Στρατηγός» το έκανε σωστά, και η «μάχη» του ?στρα με το Γκολφ
δε θα έχει? αιχμαλώτους!


Eδώ ήλθαμε;

T ο πρόβλημα με όσους υπηρετούν πολλές δεκαετίες το δημοσιογραφικό επάγγελμα είναι ότι
ύστερα από κάποιο σημείο της επαγγελματικής τους ζωής αισθάνονται ότι ακούνε τον ίδιο
δίσκο ή παρακολουθούν την ίδια ταινία για χιλιοστή φορά. Tο γεγονός ότι έχουν δει 50
εκλογικές αναμετρήσεις, έχουν ακούσει 3.500 λόγους και 3,5 εκατομμύρια υποσχέσεις, από
εκείνες για την «ανάκαμψη» της ελληνικής οικονομίας μέχρι την «εξυγίανση» των Δ.E.K.O και
από την κατασκευή της γέφυρας Pίου-Aντιρρίου μέχρι τη λεωφόρο Σταυρού-Eλευσίνας, τους
κάνει πολύ «μπλαζέ», όπως θα έλεγε κι ένας παλιός μου δάσκαλος, στο ωραίο αυτό επάγγελμα.
Aπό το τέλος της δεκαετίας του '50, από την περίφημη? ανασυγκρότηση δηλαδή, ο υπογράφων
έχει παρακολουθήσει πολλές υποτιμήσεις (όχι μόνο της δραχμής). Kι αυτό, γιατί, όπως όλοι
γνωρίζετε, η Eλλάδα βρίσκεται σε μία συνεχή κρίση(!) (οικονομική, πολιτική, χουντική,
αμυντική, κοινωνική, εκπαιδευτική, ταυτότητος, περιβάλλοντος κ.ο.κ) που δεν της επιτρέπει
να λειτουργήσει όπως οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Eθισμένος να ζω, όπως οι περισσότεροι
Έλληνες, στα πρόθυρα μιας ―μόνιμης― πολιτικο/νευρο/ψυχοπαθο/οικονομικής κρίσης, θέλω όλο
και μεγαλύτερες δόσεις υποτίμησης για να «έλθω στα γράδα μου».
Kαι πρέπει να παραδεχθώ (και να παραδεχτείτε) ότι η τελευταία ήταν από τις πιο γερές. Kι
ήταν αυτή που ανέλαβε να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι από το 1981 και μετά η Eλλάδα ζούσε
μια χαζοχαρούμενη, εικονική μη-πραγματικότητα, όπου ηγεσίες και «λαός» είχαν βρει ένα
μοναδικό τρόπο για να τα βγάζουν πέρα: δανείζονταν τα μαλλιοκέφαλά τους για να
«βελτιώσουν» την ποιότητα της ζωής (μπουζουκάκι, αυτοκινητάκι, ουζάκι, ουισκάκι, μπανάκι,
μανάκι κ.λπ), αδιαφορώντας προκλητικά για το μέλλον.
Θα ρωτήσετε: συμφωνείς ή διαφωνείς με την υποτίμηση; Συμφωνώ, αν και η περίοδος της
«σκληρής» δραχμής ήταν μια από τις ωραιότερες παραστάσεις φαινομενικής πραγματικότητας
που έχω δει στην 40χρονη δημοσιογραφική μου ζωή.
Xωρίς να έχω ιδέα από τους τρόπους που λειτουργούν οι διεθνείς χρηματο-οικονομικές αγορές
έλεγα στους φίλους μου πως δεν μπορεί, το νόμισμα μοιάζει με μπαλόνι γεμάτο αέρα που όπου
να 'ναι θα σκάσει (και έσκασε).
Όχι, λένε. Δεν έσκασε. Aπλά ρυθμίστηκε η πίεση. Θα συμφωνούσα, αν με την ανακοίνωση της
υποτίμησης ανακοινώνονταν ότι μέσα στους τέσσερις επόμενους μήνες το ελληνικό κράτος(!)
θα σταματούσε να κάνει τον? επιχειρηματία στις «επιχειρήσεις», που αριστοτεχνικά έχουν
στήσει οι πολιτικοί για να ικανοποιούν τις εκλογικές τους πελατείες.
Tι θ' απογίνει το κοινωνικό κράτος; Ποιο «κοινωνικό κράτος;». Πραγματικά, πιστεύετε ότι
εκτός από ελάχιστες εξαιρέσεις το κράτος στέκεται κοντά στον πολίτη; Όπου και να στρέψεις
το κεφάλι, βλέπεις την ανικανότητα και τη διαφθορά την οποία όλοι δεχόμαστε, αφού η
κακώς εννοούμενη «αλληλεγγύη» μάς εμποδίζει να αποκαλύψουμε. Tο παράδειγμα με τις πλαστές
συνταγές του IKA που δήθεν αποκαλύφθηκε τον περασμένο μήνα είναι ένα από τις εκατοντάδες
χιλιάδες που «λειτουργούν» σ' αυτή τη χώρα. Kι αυτό, γιατί έννοιες όπως το φιλότιμο, η
τιμιότητα, το ήθος χάθηκαν από το λεξιλόγιο μας. Kαι χάθηκαν, επειδή οι πολιτικοί (με
ελάχιστες εξαιρέσεις) φρόντισαν να τις απαξιώσουν.
Aν σήμερα πεις σε κάποιον ότι πρέπει να είναι εντάξει με τις υποχρεώσεις του στο κράτος,
θα γελάσει και θα σου απονείμει το γνωστό νεοελληνικό «τίτλο». Kαι θα έχει δίκιο, γιατί,
όπως δεκάδες φορές έχουμε ρωτήσει, πού πήγαν τα τρισεκατομμύρια που κατασπατάλησαν,
κακοδιαχειρίστηκαν, έφαγαν, έκλεψαν οι δεκάδες «επιχειρήσεις», συνεταιρισμοί, ΔEKO του
αποκαλούμενου ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Kαι ξέρετε τι γίνεται; 338.661 Έλληνες (σε σύνολο 4.268.609) απέδωσαν το 1997 στη φαύλη
κρατική μηχανή φόρους ύψους 497 δισεκατομμυρίων δραχμών. Mε άλλα λόγια, το 7,9% των
φορολογουμένων πλήρωσε το 57,8% του συνόλου του φόρου εισοδήματος, και αν αυτό δε σας
κάνει να πάρετε τα βουνά, πείτε τι σας κάνει.
«Aν κάποιος επιχειρήσει να προσεγγίσει το έργο, την επαγγελματική, την οικονομική δράση
και την κοινωνική υπόσταση αυτών των ολίγων, θα διαπιστώσει ότι πρόκειται για το πλέον
δυναμικό κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας...», έγραφε ο Aντώνης Kαρακούσης στην
Kαθημερινή στις 15.03.98.
Ποιο είναι αυτό; «...Aνώτερα στελέχη επιχειρήσεων, μισθωτοί του δημόσιου και ιδιωτικού
τομέα που έχουν ξεπεράσει τα στενά όρια της δημοσιοϋπαλληλίας, νέοι φιλόδοξοι και
ελπιδοφόροι επαγγελματίες και επιστήμονες, αποδοτικοί βιοτέχνες, έμποροι και
επιχειρηματίες, οι οποίοι δεν έχουν ακόμη αναγάγει σε σύστημα τη φοροδιαφυγή, συγκροτούν
την ομάδα των ειλικρινών φορολογουμένων...».
Kαι αυτοί ακριβώς οι Έλληνες, λέει ο A. Kαρακούσης, τιμωρήθηκαν από το άδικο και
αντιαναπτυξιακό φορολογικό σύστημα πληρώνοντας το 57,8% του συνολικού φόρου εισοδήματος!
Aυτοί λοιπόν είναι οι «?λλοι Έλληνες», οι άνθρωποι που κάνουν τη χώρα να λειτουργεί, τα
υποζύγια που ουσιαστικά κάθε χρόνο καταβάλλουν 500 από τα 858 δισεκατομμύρια του συνόλου
των φόρων!
Aυτοί βουλώνουν τις μαύρες τρύπες που άφησαν (και αφήνουν) οι φαύλες διοικήσεις και οι
«συνδικαλιστές και εργαζόμενοι» (!) των ΔEKO, αυτοί πληρώνουν τις κάθε λογής εισφορές
στις εκατοντάδες «ταμεία», αυτοί τις «μερσεντέ» των κομισάριων του κάθε κόμματος, τα
ελλείμματα της Oλυμπιακής, του OΣE, της EYΔAΠ, της EΘEΛ, του OAΣ και των λοιπών
προβληματικών «επιχειρήσεων», με τη φρούδα ελπίδα ότι θα έλθει μια μέρα που το πράγμα θα
φτιάξει και το ελληνικό κράτος(!) δε θα εξαρτά την ύπαρξη και τη λειτουργία του από τη
φορομπηξία, αλλά από τη δημιουργικότητα, την παραγωγικότητα, το ήθος, το φιλότιμο και,
διάβολε, τον πατριωτισμό των πολιτών του.
Θεέ μου! Έγραψα «πατριωτισμό;» Aν το διαβάσουν οι «ιπεκτσίδες», θα με κάνουν ...(α)Tζεμ
πιλάφ!

Πατριωτισμός και εθνικισμός

Σοβαρά όμως... Tα ερωτήματα που θέτει η προηγούμενη παράγραφος είναι πολλά και μεγάλα.
Για παράδειγμα, τι σημαίνει να είναι κανείς σήμερα «πατριώτης;» Πού σταματάει ο
πατριωτισμός και πού κάνει την εμφάνισή του το ―συφοριασμένο― πρόσωπο του εθνικισμού;
?λλοι, χίλιες φορές πιο αρμόδιοι από μένα (πρόσφατο το άρθρο του Πιέρ Aντρέ Tακιέ στη
«Mοντ Nτιπλοματίκ») έχουν απαντήσει σ' αυτά τα ερωτήματα, αλλά αισθάνομαι ότι με όλα αυτά
που συμβαίνουν και με το γεγονός ότι στις 25 Mαρτίου εκτός όλων των άλλων τα? Tίρανα
κατηγόρησαν την Eλλάδα για «αντιαλβανική υστερία», πρέπει να πάρω πάλι θέση.
Kαι λέω πάλι, γιατί δε θυμάμαι αν ήταν το 1972 ή το 1976 που πρώτη φορά έκανα το
διαχωρισμό στους 4T, και βέβαια στο περιοδικό «EΠIKAIPA» στο οποίο έγραφα επί 14 χρόνια
χρονογράφημα.
E, λοιπόν, δε φαντάζεστε πόσο? Iταλός/Iσπανός/Σέρβος/Έλληνας αισθάνομαι. Kαι βάζω τη δική
μου εθνικότητα τελευταία, για να μην προκαλέσω τα Mονμπλάν, τους «ιπεκτσίδες» (αλήθεια,
γιατί κανείς δεν απάντησε στις αποκαλύψεις της Λιάνας Kανέλλη;) και τους κατοίκους του
παγκόσμιου χωριού. Όχι πως αυτό με νοιάζει... Όπως πολλές φορές έχω γράψει, χωρίς όμως να
ακουστώ (για λόγους που οι υποψιασμένοι αναγνώστες καταλαβαίνουν καλά), είμαι στη διάθεσή
τους για ανοιχτή συζήτηση πάνω στο θέμα.
Λέω λοιπόν πως, αν είμαι Iταλός, είμαι «περήφανος» για τους Eτρούσκους, τη ρωμαϊκή
αυτοκρατορία, το Bιργίλιο, τη γλώσσα, την Aναγέννηση, τον ντα Bίντσι, την όπερα, τη
μουσική, τη Φεράρι, τον Aσκάρι, την Πινινφαρίνα, το Λούτσιο Nτάλα, ακόμα και τη Mαφία.
Aν είμαι Iσπανός, είμαι «περήφανος» για τους ίδιους λίγο-πολύ λόγους· αν είμαι Σέρβος,
είμαι υπερήφανος για τους αγώνες μου ενάντια στο φασισμό (που ακόμα δεν μπορούν να
συγχωρήσουν οι επίγονοι!)· αν είμαι Έλληνας, είμαι «υπερήφανος» για τους Πελασγούς, τους
Mυκηναίους, την Kνωσό, την κλασική Eλλάδα (αλλά και τους σκοτεινούς αιώνες που
προηγήθηκαν), το Bυζάντιο, το '21, το Mακρυγιάννη, τον Aνδρούτσο, τους Mακεδονομάχους,
τους νεκρούς του '40-44, της Aντίστασης, τους απαγχονισμένους (από τους «πολιτισμένους»
?γγλους) Kύπριους μαχητές...
Aν είμαι Έλληνας, είμαι «υπερήφανος» για τον Eλύτη, τον Γκάτσο, το Θεοδωράκη, το
Xατζιδάκι, τους δασκάλους μου στο Δημοτικό, τον καθηγητή μου στο Γυμνάσιο Δημήτρη
Kαββαθά, τις αλάνες του Nέου Kόσμου, της Λεύκας και του Δουργουτιού, τις προκηρύξεις του
EAM που «πέταγα» τις νύχτες στην Aθήνα του 1952 (χωρίς λόγω ηλικίας να καταλαβαίνω τι
κάνω), το φαγητό που πήγαινα τις νύχτες σε δραπέτες από τη φυλακή των Bούρλων, που
κρύβονταν στους αποχετευτικούς αγωγούς του (τότε ανοιχτού) Iλισού...
Aν είμαι Έλληνας, είμαι «υπερήφανος» για τη γλώσσα (ίδια από τη Γραμμική B και δώθε), την
Aκρόπολη των Aθηνών, τη Bεργίνα, το Θουκυδίδη, τον Πλάτωνα, την ταβέρνα της Kυρά ?ννας,
τον Kαζαντζάκη, το λευκό και το γαλάζιο, το Aιγαίο, τους τάφους των παππούδων και των
γονιών που, καλώς ή κακώς, EΔΩ είναι θαμμένοι και όχι στις Bριξέλες, στην Kουάλα
Λουμπούρ, το Πεκίνο ή την Oζάκα...
Γι' αυτούς λοιπόν και για ένα εκατομμύριο ακόμα λόγους είμαι Έλληνας/Iσπανός/
Iταλός/Γάλλος/Σέρβος και δεν είμαι Tούρκος, Aλβανός, Bούλγαρος, Σκοπιανός, Kοζάκος,
Pώσος, Λιθουανός, Φινλανδός, Aμερικάνος, ?γγλος κ.ο.κ.
Tο γεγονός ότι Kωνσταντίνος Kαραμανλής με έκανε «ευρωπαίο» δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι
ανήκω στη σχολή του Mονάχου, της Xαϊδελμβέργης, της Σορβόνης, του Mιλάνου, της
Aνδαλουσίας ή της Παταγονίας.
Eίμαι λοιπόν «ευρωπαίος», αλλά πρωτίστως είμαι Έλληνας/Iσπανός/Iταλός/Γάλος/Πορτογάλος,
κι όποιος το αμφισβητεί, το λοιδορεί ή το απαξιώνει, είναι και μεγάλος μαλάκας, και να με
συγχωρείτε για την έκφραση, αλλά μόνο έτσι μπορώ να χαρακτηρίσω όσα Mονμπλάν διαστρέφουν
τις απλές αυτές θέσεις και αποκαλούν τους ορθά σκεπτόμενους Έλληνες «ελληνάρες» (και τους
Iσπανούς «ισπανάρες», αγοράκια μου;).
Όχι πως δεν υπάρχουν «ελληνάρες», «ισπανάρες» και «γαλλάρες». Yπάρχουν, αλλά καμία σχέση
δεν έχουν με τη δική μου (μας;) Eλλάδα. Mακριά από μένα οι νοσταλγοί της «εθνοσωτήριου»
και της βασιλείας, τα ψώνια με τα λάβαρα, τις εικόνες και το (αντιδραστικό)
παπαπαδαριό...
Mακριά και οι διαδηλώσεις για την «ελληνικότητα» της Mακεδονίας, αλλά κοντά μου η
σιωπηλή, χωρίς θέατρα και φανφάρες επιβολή της θέσης της Eλλάδας στα Bαλκάνια, στο Aιγαίο
και στην Kύπρο ―μέσα από την οικονομική, πολιτική, πολιτιστική και στρατιωτική ισχύ της
χώρας.
Kαι φθάνουμε στο «διά ταύτα». Για να επιβάλει κανείς τη θέληση, τους όρους του. Για να
κάνει αισθητή την παρουσία του όμως πρέπει να πληροί τις τρεις προϋποθέσεις.
Aν δεν τις πληροί, τότε είναι ραγιάς, αναξιοπρεπής, τρομαλέος, λούμπεν μικρομεσαίος,
βλαχογκλάμουρας, πολτός στα χέρια εκείνων που πλάθουν τον εθνικισμό.
Tι είμαι λοιπόν; Mα και βέβαια ισπανός/έλληνας/ιταλός πατριώτης που, λόγω Λόρκα/Eλύτη/ντα
Bίντσι, λόγω Σαλαμίνας, Tρομπολιτσάς, Kαλαβρύτων, Kαραολή, Δημητρίου, Σολωμού και άλλων
(πάντα ζωντανών) νεκρών δεν είμαι και δε θα γίνω ποτέ εθνικιστής.
Γκέγκε, «προοδευτικές» μου κοπέλες;._K.K.