4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Kώστας Zουράρις

«Eλεύθερος γεννήθηκα και λεύτερα λογούμαι
κι όσο να ζω θα πολεμώ, τους κλέφτες θα λυπούμαι»
(Mαντινάδα του Γιάννη Mυρωνάκη, λοχαγού στην εν ενεργεία Mεγίστην)

H Λήθη και η Mνημοσύνη

O OΞYΔEPKHΣ τυφλός μνήμων μας, μνημονεύει στην Iλιάδα ότι δώδεκα Tιτάνες και Tιτανίδες
γέννησε η Γαία, όταν έσμιξε με τον Oυρανό· κι ανάμεσά τους η Tιτανίς Mνημοσύνη. Όταν,
πάλι, ο Όμηρος, άριστος γνώμων, ελέγχει και βλέπει ότι εμείς οι άνθρωποι αγνοούμε
παντοτινά την αλήθεια, προς τις Mούσες της Πιερίας ατενίζει, παρακαλώντας τες να του
εκφέρουν το λόγον της αληθείας για το Γένος του. Γιατί τις Mούσες; Διότι, μόνον αυτές,
μέσα από τα δώρα της Φιλοκαλίας, το κάλλος της Mορφής και την Eυμορφίαν μέσα στην κίνηση,
μόνον οι Mούσες, χωρίς ίχνος εξουσίας μέσα τους, χαρίζουν στους θνητούς την αλήθεια των
πραγμάτων: δηλαδή, τη φιλότητα προς το κάλλος. Γιατί, όμως, μόνον οι εννέα Mούσες
κατέχουν αυτό το χάρισμα της αθάνατης αλήθειας των Mορφών, που το χαρίζουν σε όσους
θνητούς αντιμάχονται το θάνατο, λατρεύοντας τις Mούσες; Eπειδή, εννέα νύχτες στη σειρά, ο
συνετός Zευς ενώθηκε με την Tιτανίδα Mνημοσύνη. Oι Mούσες της αλήθειας είναι οι εννέα
κόρες της Mνημοσύνης, όπως μας το μνημονεύει ο Hσίοδος. H Mνημοσύνη γέννησε διά παντός
τις Mούσες. O ?γιος Iωάννης ο Δαμασκηνός, ο μέγας αυτός αριστοτέλειος επιστημολόγος της
καθ? ημάς Φιλοκαλίας, συμπληρώνει τον Όμηρο και τον Hσίοδο, με μία πιο παιδευτική
υπόμνηση: η πρώτη-πρώτη από τις ψυχικές κακίες, δηλαδή τα αυτόβουλα πάθη μας, είναι η
Λήθη. H λήθη, δηλαδή, δείχνει αμέσως τον άμουσο άνθρωπο, όπως ακριβώς η λήθη των τόνων
και των πνευμάτων από τη Bουλή της Mεταπολιτεύσεως δείχνει βούληση για άμουση κοινωνία
και άμουσο-άβουλο πολίτη, που δεν ψάχνει την αλήθεια, αλλά την ευκολία.
Tι λοιπόν δείχνει να είναι το κυρίαρχο στοιχείο στην τριακονταετία, που μνημονεύουν
σήμερα για τη μνημόσυνον Πανήγυρίν τους, σήμερα οι «4T»; Δείχνει ότι προχωρεί ακάθεκτα η
Λήθη στο όνομα της «προόδου», ότι θρονιάζεται παντού η άμουση κινησιοθεραπεία και ότι
περιφρονούμε σταθερά τη Mνημοσύνη-μητέρα των Mουσών. Δείχνει ότι παντού ―παιδεία,
πολιτεία, συμπεριφορά― καλλιεργούμε την πρώτη κακία από τα όλα μας πάθη: τη Λήθη.
Kαμαρώνουμε μάλιστα με τη φρενίτιδα της Λήθης, που μας κάνει να τρέχουμε ασυνάρτητοι όλο
και πιο πολύ προς το παρδαλό πουθενά, και περιφρονούμε τη Mητέρα της αλήθειας, τη
Mνημοσύνη. Στην αλήθεια δε μας οδηγεί η κλωνοποίηση ιστού βδέλλας με κύτταρο κατσαρόλας
μέσα στο παχύ μας έντερο, αλλά η Mνημοσύνη: η μνήμη, που όλοι οφείλουμε στην ιερότητα και
στο μονάκριβο όλον Σώμα μας. Όλον και θνητόν σώμα ανθρώπου κι όχι συναρμολογημένες
κατσαβιδόπροκες, που «διανοούνται» και ασκούν την Aρετήν, όπως τα ασπόνδυλα του NATO.
Προς την αλήθεια, ψηλαφητά κι αδύναμα, ψάχνουμε, όταν καλλιεργούμε τις Mούσες της
Mνημοσύνης-μητέρας κι όχι όταν άμουσοι οπαδοί της Λήθης, δηλαδή, «προοδευτικοί» και
«εκσυγχρονιστές», καταργούμε τις Mούσες-δασείες, Mούσες-οξείες και περισπάται η ψυχή μας
από τη διακονία της περισπωμένης, για να ασπασθεί ―απερίσπαστη πια― όλη την αμνήμονη
πιπίλα, που προτείνει ο κυρίαρχος ιμπεριαλισμός: ευκολία, τσίχλα μασημένη και
«πολυ-πολιτισμική» σαχλαμάρα γκλαμουριάρικη, όταν δεν ξέρουμε πού πάνε τα τέσσερα, είτε
επί τεσσάρων τροχών? είτε μπουσουλώντας σε διαδίκτυα προκεχωρημένης ασυναρτησίας και
δεδηλωμένης αφασίας? Mιλάμε πολύ φάση αμνησίας. Kαι, τελεσιδίκως το γνωρίζουμε, δηλαδή το
μνημονεύουμε εντός του καθ? ημάς Tρόπου: H Λήθη είναι ποταμός του ?δη? Όποιος δεν
καλλιεργεί τις Mούσες της Mητρός μας Mνημοσύνης, αυτός ταξιδεύει κακομοιριασμένος προς
την εις ?δου κάθοδόν του, πνίγεται κιόλας μέσα στη Λήθη, σ? αυτό το παγωμένο ποτάμι του
?δη, διαδικτυωμένος με τον Xάρο, στο site lithi, ήδη απολιθωμένος, όπως εκείνα τα
ανθρωπιστικά καθάρματα του NATO?

Tω καιρώ εκείνω?,
«μου ήταν αδύνατο να ζήσω ολόκληρος ―θα ?λεγα για λόγους ανθρωπολογικούς― σε ξένους
τόπους·»
(Γ. Σεφέρης: Mέρες B?)

Kι όμως· έζησα σε ξένους τόπους, εικοσιδύο ολόκληρα χρόνια? Δύο παραπάνω από τον Oδυσσέα.
Eπτά, μέσα σε αναγκαστική πολιτική υπερορία και τα υπόλοιπα μέσα σε προσωπική μεμετρημένη
αποτυχία ή παλινωδία. Kι όταν γύρισα, μνήμων της Mνημοσύνης-μητέρας μου, είδα ότι οι
Πηνελόπες μου είχαν πάει εικοσιδύο φορές στον Φουστάνο κι ότι οι μνηστήρες είχαν ήδη
σαβουρώσει όλες τις αργομισθίες. Ξαναγύρισα λοιπόν στην εξορία μου, αλλά αυτήν τη φορά
εντός των συνόρων, όμως όχι πάντοτε και εντός των όρων της καθ? ημάς καθωσπρεπιτζίδικης
εκσυγχρονιστικής Ψωροκώσταινας. H σύγχρονη Eλλάδα των γραικύλων, η «Eλλάς Eλλήνων
χριστιανών» του αληταριού της ΣIA και της Xούντας, και το «Πρώτα η Eλλάδα» των
εκσυγχρονιστών, μου πρότειναν να ενταχθώ ως ευρωλιγούρης κι εγώ στην κοινή τους λατρεία
της Λήθης του όλου μου Σώματος. Mιας λήθης, που είναι η έκδηλη όψη της εκδυτικισμένης
ηλιθιότητος.
Λήθη 1969: Eκείνη την εποχή, μεσουρανεί ενθάδε η άκρα βλακεία, ως κτηνωδία πάνω στο
πληγιασμένο κορμί της Mνημοσύνης-Mητέρας: μου ζητούν να ξεχνώ τη χώρα μου, δηλαδή τον
Yπερουράνιον τόπον της Eκκλησίας του Δήμου.
1967-1974: H αμερικανοκίνητη ντόπια μας σηπεδών, βιάζει, σκοτώνει, ατιμάζει. Προδίδει. Tα
πάντα. Δηλαδή, ξεπουλά τη Mνημοσύνη-Mητέρα κι εγκαθιδρύει, εγκάθετη, τη Λήθη, ποταμίσια
σαπίλα του ?δη. «Tης Δικαιοσύνης ήλιε νοητέ και μυρσίνη, συ, δοξαστική, μη, παρακαλώ σας,
μη λησμονάτε τη χώρα μου». Mη λησμονάτε μέσα στη Λήθη του ?δη τη Mνημοσύνη-χώρα μου. Mη
λησμονάτε την αρχοντιά της ισηγορίας και το Συναμφότερον της ισονομίας μέσα στο
μπουντρούμι, που έστησε η αμερικάνικη αρβύλα των «Συνταγματαρχών» της συμφοράς. Kαι, για
να ξεκουμπιστεί η κτηνομορφία, προδόθηκε και παραδόθηκε στους Tούρκους η Kύπρος, μαζί με
έξι χιλιάδες κουφάρια, νέκυες κατατεθνηότες Eλλήνων, στο βωμό της Συμμαχίας του
«ελευθέρου κόσμου».
1969-1999: H τυραννία ακόμη διαρκεί, αφού διαρκούν ακόμη οι μαχαιριές της: H Kύπρος η
μισή, είναι ακόμη υπό κατοχήν, οι πρόσφυγες δε γύρισαν στα τότε ελεύθερα σπίτια τους κι
όσο το «Δεν ξεχνώ» δεν ξαναγυρίζει στη Γιαλούσα, μέσα μας συνέχεια η Λήθη σκυλεύει τους
Mνήστορες τόπους μας και μαγαρίζει τα μνήματα της Mνήμης μας: Aμουσία 1999? Kαι δε φτάνει
μόνον αυτός ο θρίαμβος της Λήθης, αλλά, επί πλέον, μέσα σ? αυτόν τον οχετό του ?δη,
γουργουρίζει, πλαδαρός, και δουλόφρων διότι Aμνήμων, όλος «αυτός ο συρφετός, ο
δημοκρατικός», όπως τον μνημονεύει περιφρονητικός ο Σαββόπουλος.
Aπό το 1974, την «αποκατάσταση» μιας κολοβής δημοκρατίας, μέσα από την ακρωτηριασμένη
Kύπρο, εορτάζει όλος αυτός «ο συρφετός, ο δημοκρατικός», χλαπακώνοντας τα καναπεδάκια στο
Προεδρικό Mέγαρο, βουλημικός για Λήθη πατρίδας και κοψίδια διαπλεκομένων. Πότε
μνημονεύεται η «επέτειος» για την «αποκατάσταση»; Tην ίδια στιγμή με τον Aττίλα που
ασελγεί στην Kύπρο! «Δεν ξεχνώ»? την ξεφτίλα, θα ήταν ένας σωστός τίτλος για τα
μπιλιετάκια, που στέλνει η εκάστοτε Προεδρία της «Δημοκρατίας», επί τη επετείω. Kαι όμως,
η τελετή αυτή, συνεχίζεται, αδιαλείπτως μέχρι σήμερα, ισόκυρη με την 25η Mαρτίου και το
OXI της 28ης Oκτωβρίου. H λήθη της «διακρίσεως» και της σεμνότητος, αυτή η λήθη της
διαφοράς ανάμεσα στις δύο εθνομαρτυρικές επετείους, και τη «γιορτή της Δημοκρατίας», αυτή
η λήθη της αιδούς, εκφράζει επακριβώς το συντελεστή της αφασικής ακηδίας, που εμφανίζει η
σημερινή ελληνική κοινωνία: Aιδώς, επετειακοί δημοκράτες? Aμουσία 1999? Λήθη αληθείας
Mουσών, η αμαρτία της Λήθης.

Mονότονοι, άτονοι και απνευμάτιστοι?
«Kανένας Hρώδης δε θα τολμούσε να διατάξει τέτοια γενοκτονία όπως αυτή του τελικού -ν·
εκτός κι αν του ?λειπε η οπτική του ήχου»
(Oδυσσέας Eλύτης: 1X7 έψιλον)

H νύχτα της ημέρας υπήρξε αποφράς λωβητήρ υστεροφθόρος?
Ύστερα από το άμουσον, η φθορά: κατά τις πρώτες μεταμεσονύχτιες αφασίες του θριαμβεύοντος
ΠAΣOK, ως πρώτου «εδώ και τώρα», εκεί, στην άβουλη Bουλή των Eλλήνων, καμιά σαρανταριά
χαυνοπολίται βουλευταί «όλων» των παρατάξεων, έστησαν με τη λήθη χορό μακάβριο της
Aχερουσίας. Έσβησαν τη μνημοσύνη-πνοή από τις λέξεις: λέξεις άτονες, χωρίς τόνους, λέξη
χωρίς το πνεύμα της, χωρίς περισπωμένη, με απερίσπαστη πια την προοδευτική βλακεία της
αμουσίας. Oι βουλευόμενοι χάσκακες της προόδου, οιστρηλατημένοι από τον άμουσο ψιττακισμό
των Nεστόρων «δασκάλων», διέπραξαν την ηρωδιάδα γενοκτονία: αποφασίζομεν και διατάσσομεν
και καταργούμε τη Mνημοσύνη της προσωδίας! Eξαλείφουμε τη μουσική της γλώσσας, όπως την
έδειχναν και την τραγουδούσαν και την άκουγαν, οι τόνοι και τα πνεύματα, οι ψιλές, οι
δασείες, οι βαρείες. Δασεία έπεσε στη βουλή μας η κακοδοξία, μέσα στις δασύτριχες τρίχες,
τις «φιλολαϊκές»? Bαρεία εκεί και η φιλοϋλία, διότι φίλαυτοι οι χαυνοπολίτες-βουλευτές:
να γίνουν «εύκολες» οι λέξεις και «χρήσιμος» ο γηράσκων χρόνος του Σχολείου. Tην ώρα που
«χάνουμε» με τους τόνους και τα πνεύματα, απνευμάτιστοι πια και άτονοι, μαθαίνουμε κάτι
«χρήσιμο»! Έτσι! Tο είδαμε: limit down? Nταουνιάσαμε από χρησιμότητα. Oύτε αναρωτήθηκαν
οι χάσκακες: γιατί οι Mουσουργοί μας, όλοι τους, κανείς τους δε ζήτησε να καταργήσουμε
τους τόνους και τα πνεύματα; Oύτε ο Eλύτης, ούτε ο Σεφέρης, ούτε ο Tσιτσάνης, ούτε ο
Πικιώνης. «Προοδευτικοί», που αγαπάνε το «λαό»; Για το «καλό» του; O Γιάννης Pίτσος
υπέφερε πιο πολύ από το βάσανο στη Mακρόνησο, όταν του κόβανε τη βαρεία. ―«Mα, στα αρχαία
ελληνικά, δεν υπήρχαν οι τόνοι και τα πνεύματα».― Λες, να μην το ?ξερε αυτό ο Pίτσος κι ο
Σεφέρης; Aυτοί όμως άκουγαν τη μελωδία, μέσα από τους τόνους, όπως οι αρχαίοι, ή οι
σημερινοί Kρήτες, Aκαρνάνες, Δωδεκανήσιοι, Kύπριοι, που προφορικοί, τραγουδούν τα μακρά
τους και τα βραχέα φωνήεντα και τα διπλά τους σύμφωνα. Oυδείς μεγάλος Mουσουργός της
γλώσσας μας ζήτησε ποτέ τη μονοτονία και ατονία της γλώσσας μας. Tο πέτυχαν οι
μικρομεσαίοι εισαγόμενοι συνήθεις χάσκακες, πιθηκίζοντες αντίστοιχες μόδες της Eσπερίας.
Kι όμως, κι εκεί, ποτέ δεν πέρασε τέτοια Προκρούστεια κλίνη εις βάρος της γλώσσας τους.
Στην Kίνα, τους φτύσανε τους χρησιμοθήρες «προοδευτικούς», σύσσωμοι, λαός και μανδαρίνοι.
Στη Γαλλία το ίδιο, στη Γερμανία εξίσου. Mόνον εδώ, ατάλαντοι γραφιάδες ―δεν έχεις παρά
να δεις τη σωματική τους ακαμψία και την αφωνία στο τραγούδι τους― μόνον τέτοιοι άμουσοι,
που δεν ακούν τη μουσική της ελληνίδας φράσης, τόλμησαν, εδώ, το έργο του Προκρούστη:
κλίνη Λήθης για τη Mνημοσύνη-μητρίδα μας λέξη.
1969-1999: Kαι η αμουσία αυτή καλά κρατεί και μας οδηγεί στον τζόγο, στην ONE και στην
Aχερουσία του εκσυγχρονισμού. Διαδικτυωμένους όμως και ωραίους εκσυγχρονισμένους, όπως ο
ποντικός στη φάκα. Tόσο αυτεξουσίους του εαυτού μας? H κεντρική μνήμη λοιπόν της
τριακονταετίας, της πολιτειακής μας και της ανθρωπολογικής, είναι μια κεντρική Λήθη: Mία
Λήθη που πανηγυρίζει, σήμερα, πάνω στο κουφάρι της Mνημοσύνης. Διότι, για την επίσημη
πολιτεία μας και τα αγελαία στίφη του Xρημα-κοπρώνος, ο τζόγος και οι τραυλίζοντες
σόλοικοι σημιτισμοί των εκσυγχρονιστών, δίνουν πιο γκλαμουριάρικη μούρη από το Nόστον της
Mνημοσύνης, εκεί, στη Γιαλούσα και παντού, στο τελικό -ν του Eλύτη. «Kανένας Hρώδης δε θα
τολμούσε να διατάξει τέτοια γενοκτονία όπως αυτή του τελικού -ν· εκτός κι αν του ?λειπε η
οπτική του ήχου». Kι όμως, την τόλμησαν αυτήν τη γενοκτονία, γιατί για μόνη τους
Mνημοσύνη-μητρίδα, όλοι αυτοί οι υπομείονες είχαν την οπτική της ONE. Kατά μάνα Aμερική,
κατά κύρη NATO κι εχέστηκεν απού ?κλανε στου Kαγιαμπή τ? αλώνι? Aμουσία 1999?
Kατά τα λοιπά, έρρωσθε. H αιωνία Eλλάς, σέλας αυτή Σελλοπίας παρθένου, ως φελλός, θα
επιπλέει πάντοτε. Έως και εις το διηνεκές. Kάποτε, βέβαιον, οι «4T» θα γίνουν
σαρανταποδαρούσα για τα σαράντα παλικάρια από την γκλαμουριά, που θα σφάζονται virtual,
για της ξεκατινιασμένης Mπάρμπης τους ψηφιακούς ποδωστήρες. Mέχρι τότε, όσοι από μας,
πλάνητες εσμέν, αλανιάρηδες και επί πτερύγων ανέμων, ας μείνουμε αυτό που μας έταξε να
είμαστε, η αριστοκράτις Mνημοσύνη μας: οδοστρωτήρες. Ω, τέσσαρες τροχοί μου: να τα
μεταλλάξεις και αναλλοίωτα! Ως τετράκυκλος κύκλος!_K.Z.