4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Pιχάρδος Σωμερίτης

«Φθινόπωρο 1969: Στην Aθήνα ο Kώστας Kαββαθάς ξεκινούσε την προετοιμασία για την έκδοση
των "4 Tροχών" που κυκλοφόρησαν λίγους μήνες μετά. ?λλες ελεύθερες δημοσιογραφικές
περιπέτειες στην Aθήνα των "κολονέλων" δεν ήταν νοητές. Aς μου επιτραπεί να αφιερώσω σ?
αυτήν την προσπάθεια μερικές διαφορετικές δημοσιογραφικές αναμνήσεις από μια Eλλάδα εκτός
Eλλάδος· ικέτιδα. Mε μια προσωπική αναφορά (χρόνια το σχεδίαζα) σ? ένα συνάδελφο που πολύ
εκτίμησα, τον Παύλο Mπακογιάννη. Ίσως έτσι να επανασυνδέεται και στις σελίδες του
περιοδικού, κάτι που ήταν στις ψυχές μας, εκεί έξω, και εδώ μέσα: η θέληση ελευθερίας».


O φίλος μου...
Eκείνη την εποχή εμείς οι δημοσιογράφοι της ξενιτιάς και όσοι κατάλαβαν ότι η
δημοσιογραφία είναι όπλο είχαμε χωρίσει την Eυρώπη σε ζώνες (κάποτε πρέπει να μιλήσουμε
και για τις άλλες μεριές του κόσμου). Όχι πώς το θελήσαμε, αλλά έτσι το έφεραν τα
πράγματα: η ζωή μας και τα γεγονότα. Πες για σπουδές, πες για τη βιοπάλη -και πολλοί για
να μην αισθάνονται σκλάβοι στην πατρίδα- ο καθένας μας είχε βρεθεί σ? ένα χώρο και, ως
προς εμάς τους δημοσιογράφους, είχε και κάποιες επαφές, λίγες ή πολλές, με ξένα κόμματα,
παράγοντες, συνδικάτα, συλλόγους· αλλά και ένα «μετερίζι». O Παύλος Mπακογιάννης ήταν το
«Mόναχο» με την ιστορική εκπομπή για τους μετανάστες, στα ελληνικά. Όπως η Eλένη Bλάχου,
ο Tάκης Λαμπρίας και η Mαρία Kαραβία ήταν, με τους συνεργάτες του BBC, το «Λονδίνο» και
το Greek Report (θα προσθέσω την εφημερίδα «Nέα Δημοκρατία» του Πλυτά με διευθυντή τον
Γιαννάτο, καθώς και τα έντυπα του Δεληπέτρου). Όπως η μικρή συντακτική ομάδα του
εβδομαδιαίου γαλλόγλωσσου δελτίου Ath_nes-Presse Libre, που είχα ιδρύσει, και οι
συνεργάτες της ελληνικής εκπομπής (Kώστας Aνδριόπουλος, Eύη Δεμίρη, ?ρης Φακίνος, ο
υποφαινόμενος κ.α.) ήταν το «Παρίσι». Όπως όλοι οι άνθρωποι της Deutsche Welle με τον
Kώστα Nικολάου και τον Aλέξανδρο Σχοινά και παράλληλα ο κύκλος του περιοδικού
«Δημοκρατία» με τον Bουκελάτο ή προσωπικότητες όπως ο Bάσος Mαθιόπουλος και ο Bασίλης
Mαυρίδης ήταν το σύμπλεγμα Kολωνία-Bόννη-Mπαντ Γκόντεσμπεργκ και ο Aντώνης Δροσόπουλος με
το δελτίο του ήταν η «Bιέννη». Kαι όπως η ομάδα της θαυμάσιας ευρω-αριστερής «Eλεύθερης
Eλλάδας» (Παντελέσκος, Παντελέσκου, Bούλτεψης κ.α.) ήταν η «Pώμη». Δε γράφω ιστορία: ας
με συγχωρήσουν οι πολλοί και άξιοι, που δεν αναφέρονται εδώ τα ονόματά τους. Συμφωνούσαμε
μεταξύ μας; Nαι και όχι. Διαφορετικές οι καταβολές μας, διαφορετικές και οι αντιλήψεις.
?μεσα ή έμμεσα όμως είχε λειτουργήσει ένα τελικά αποτελεσματικό «δίκτυο» πληροφόρησης και
μεταξύ μας και, κυρίως, προς τα έξω: προς τον ελληνισμό που μπορούσαμε να πλησιάσουμε και
προς τους ξένους, που ήταν αναγκαίο με κάθε τρόπο να πείσουμε ότι έπρεπε η Eλλάδα να
είναι δημοκρατική και ότι το άξιζε. O καθένας από τους μαχητές αυτής της υπόθεσης ήταν
φυσικά υποχρεωμένος να βρίσκεται σε συνεχή διαπραγμάτευση της ελευθερίας του με τους
παράγοντες, που θα μπορούσαν να τον φιμώσουν. Δεν ήταν δεδομένο ότι οι ξένοι, όποιοι κι
αν ήταν, θα θυσίαζαν ένα καλό συμβόλαιο πώλησης όπλων για να μπορούμε εμείς «να λέμε ό,τι
θέλουμε» από τα μικρόφωνα των δικών τους ραδιοφώνων, μήτε και ότι θα επέτρεπαν, χωρίς
πρόβλημα, τη συστηματική αντιχουντική δουλειά, που έγινε όμως. Σε σχέση με το τι
επιτρέπουμε εμείς εδώ σήμερα στους περισσότερους αλλοδαπούς, που έχουν πρόβλημα με την
εξουσία της χώρας τους, η κατάσταση, τότε, για τους δημοκράτες Έλληνες ήταν όμως
ειδυλλιακή.

Προφανώς και λόγω συνθηκών. Oι Bρετανοί είχαν την παράδοση της πλήρους και αντικειμενικής
ειδησεογραφίας στο ραδιόφωνό τους, που οι Έλληνες συνεργάτες του υπενθύμιζαν συνεχώς. Στη
Γερμανία, λόγω του «παρελθόντος», σχετικά πρόσφατου ακόμα, κανείς δεν μπορούσε να
αποτολμήσει λογοκριτικά «απαγορεύεται». Στη Γαλλία, έγιναν μια δυο απόπειρες περιορισμού
των πραγμάτων σε στιγμές διαπραγμάτευσης πωλήσεων όπλων και εργοστασίων στη χούντα, όμως
στους αποφασίζοντες πρέπει να επικράτησε τελικά η ιδέα του «άσε τους Έλληνες να λένε
-περίπου- ό,τι θέλουν, αυτό μπορεί και να αποδειχθεί χρήσιμο αύριο». Πιστεύω ότι αυτή την
απλή σκέψη πρέπει να την έκαναν και σε όλες τις άλλες ενδιαφερόμενες πρωτεύουσες. Διότι
τους πρόσφερε και ένα άλλο «δώρο»: να έχουν απάντηση στην οξύτατη κριτική που ασκούσαν τα
συνδικάτα, οι διανοούμενοι και πολλά κόμματα απέναντι σε κάθε πράξη συνεργασίας των χωρών
τους με τη χούντα. Mόνο στα Tίρανα, ο ραδιοσταθμός μετέδιδε στα ελληνικά αποκλειστικά τις
στατιστικές για τις επιτυχίες του Xότζα και περιγραφές των νικών του...

H πρώτη άτυπη «γενική μας συνέλευση» έγινε φυσικά στο Στρασβούργο, με την ευκαιρία των
συνεδριάσεων του Συμβουλίου της Eυρώπης για το Eλληνικό Πρόβλημα. Δεν είχα μπορέσει να
συμμετάσχω. H δεύτερη έγινε στο Παρίσι, στην οδό Aντρέ-Πασκάλ, το 1969, στην έξοδο της
έδρας του OOΣA, όπου συνεδρίασε για την τελική της απόφαση η υπουργική επιτροπή του
Συμβουλίου της Eυρώπης. Eκεί γνώρισα για πρώτη φορά τον Παύλο Mπακογιάννη και, νομίζω,
τον ?γγελο Mαρόπουλο. Ήταν μια συνεδρίαση αποφασιστική: Tι θα έκαναν με τη χουντική
κυβέρνηση; Όλη η διαδικασία για την καταδίκη και την αποπομπή της είχε τελειώσει, η
κοινοβουλευτική συνέλευση είχε ψηφίσει, η έκθεση-καταπέλτης για το χουντικό «παράδεισο»
είχε πια δημοσιευθεί -οι Έλληνες αντιχουντικοί τη μοίρασαν στις μεγάλες εφημερίδες μόλις
η Mαρία Mπέκετ, που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην υπόθεση, εξασφάλισε το τελικό κείμενό της.

Ένα από τα γνωρίσματα του δημοσιογραφικού επαγγέλματος είναι η τέχνη της αναμονής και η
αποδοχή της, χωρίς τάσεις εμφράγματος. Έχουμε όλοι ζήσει πολλές φορές αυτές τις
ατέλειωτες ώρες του «περίμενε»: ένα ανακοινωθέν, το τέλος μιας σύσκεψης, την
προσωπικότητα που θέλει με κάθε τρόπο να σε αποφύγει, διότι δε θέλει να πει τα όσα θα
έπρεπε να πει και που κλείνεται κάπου με την ελπίδα ότι τι θα κάνεις, θα κουραστείς και
θα φύγεις. Oι τεχνικές αυτής της αναμονής είναι κλασικές: όταν οι δημοσιογράφοι που
περιμένουν είναι πολλοί, αρχίζουν με σοβαρές συζητήσεις επί του θέματος (ο καθένας
προσπαθεί να καταλάβει αν ο συνάδελφός του ξέρει όσα και αυτός ή μήπως περισσότερα, οπότε
νά το άγχος...) και αρκετά γρήγορα έρχεται η εκτόνωση με ανέκδοτα, αναμνήσεις ανάλογες με
εκείνες των παλαιών πολεμιστών, σκληρό χιούμορ για τους όποιους ατυχείς απόντες και στο
τέλος οι «φάρσες»: πάντα κάποιος θα βρεθεί να τρέχει με ένα κείμενο στο χέρι, φωνάζοντας:
παιδιά, βγήκε το ανακοινωθέν!
H αλήθεια είναι ότι ακόμα και τότε ο καθένας σκέφτεται την τηλεόρασή του, το ραδιόφωνό
του, την εφημερίδα του, τι ώρα «κλείνουν» δελτία και σελίδες, πώς θα μπορέσει να προλάβει
όχι μόνο να μεταδώσει το αποτέλεσμα αλλά, προηγουμένως, να βρει και κάποια άλλη πηγή,
ώστε να μην περιορίζεται στα επίσημα και συχνά προπαγανδιστικά, να κατορθώσει και το πιο
δύσκολο, να σκεφτεί.

Eκείνη την ημέρα όμως, στην είσοδο του OOΣA, στο Παρίσι, όπως βλέπαμε την κεντρική σκάλα
που κατεβαίνει στην υπόγεια αίθουσα συνεδριάσεων και όπως, σιγά-σιγά, από δικές του ο
καθένας «πηγές» κάτι μάθαινε για τις εξελίξεις των συζητήσεων, η ατμόσφαιρα ήταν
διαφορετική. Nαι, δημοσιογράφοι ήμασταν (όχι όλοι: είχαν έρθει και άλλοι, δικοί μας, με
το ντέρτι του εμικρέ ο καθένας), όμως με την καρδιά σφιγμένη. Mας ήταν δύσκολη, για μια
φορά, η πάντα κάπως κυνική επικοινωνία με τα γεγονότα και με τους λογικά κάπως
αδιάφορους, διότι ξένους και συνεπώς χωρίς ψυχολογικό πρόβλημα, συναδέλφους. Aλλά και,
για όσους δε γνώριζαν καλά ο ένας τον άλλον, και μεταξύ μας.

O Παύλος Mπακογιάννης ήταν λοιπόν και αυτός εκεί. Kλειστός, άψογος στην εμφάνιση -για μας
τους παριζιάνους, που μόλις βγαίναμε από το επαναστατικό «68», το πράγμα έκραζε: πρέπει
να ήταν συντηρητικός. Tην τυπική γνωριμία προσπάθησα να τη βελτιώσω, δεν το κατάφερα,
ασφαλώς έφταιγα και εγώ. ?λλαξαν τα πράγματα με το τέλος της αναμονής. Bγήκε πρώτα ένας
Γάλλος υπουργός, ο Nτε Λιποφσκί, αν δεν κάνω λάθος, και μας είπε ότι ήταν συγκινημένος,
ότι τον εντυπωσίασε η ποιότητα των παρεμβάσεων του Πιπινέλη, «που διευκόλυνε και το
σήμερα και το αύριο», δηλώνοντας ότι η χώρα του αποχωρεί από το Συμβούλιο της Eυρώπης.
«Έτσι, δε χρειάστηκε να πάρουμε την πολύ δύσκολη απόφαση να την εκδιώξουμε», είπε. Bγήκαν
μετά και άλλοι και επιβεβαίωσαν με διαφορετικά ο καθένας λόγια τις πληροφορίες, μας
μοίρασαν και μια δήλωση του Πιπινέλη. Nα πω την αλήθεια, δεν τον είδα, δε θυμάμαι αν
άλλοι από τους δημοκρατικούς τον είδαν, αυτό που θυμάμαι είναι ότι αγκαλιαστήκαμε όσοι
δημοκρατικοί περιμέναμε εκεί και ανταλλάξαμε φιλιά, σχολιάσαμε για λίγο την οριστική νίκη
-κι ας προτιμούσαμε οι περισσότεροι τη χούντα να την πετάξουν και τυπικά εκτός Eυρώπης
και όχι να έχει το σαθρό επιχείρημα ότι αυτή αποχώρησε. Kαι τότε, ξαφνικά, ίσως γιατί
έφυγε το άγχος μας, κατάλαβα ότι με τον Παύλο άρχιζε μια καλή φιλία. Όχι για να λέμε ο
ένας στον άλλον τα εσώψυχά μας αλλά σαν επαγγελματίες.
Bρεθήκαμε αρκετές φορές από τότε (και στο σπίτι του Kώστα Mητσοτάκη το 1973, πριν
επιστρέψει στην Eλλάδα) μαθεύτηκε και ο δεσμός του με την Nτόρα, ξαναβρεθήκαμε στην
ελεύθερη πια Aθήνα, πολλές φορές. Oι πιο ενδιαφέρουσες από τις συναντήσεις αυτές έγιναν
την άνοιξη του 1989, όταν μου προτάθηκε να αναλάβω την EPT σε περίπτωση νίκης της Nέας
Δημοκρατίας στις επερχόμενες εκλογές. Ήταν σαφές ότι δεν ανήκα στο κλίμα της Nέας
Δημοκρατίας και ότι η Nέα Δημοκρατία δε θα έπρεπε να περιμένει από μένα έστω και μια
καλύτερη εκδοχή μιας κομματικά ελεγχόμενης ραδιοφωνίας και τηλεόρασης. O Παύλος με έπεισε
ότι ο στόχος δεν ήταν αυτός, ήταν η δημόσια ελληνική ραδιοφωνία και τηλεόραση να
λειτουργεί όπως οι ανάλογες ευρωπαϊκές. Xωρίς κομματική ή και κυβερνητική εξάρτηση. Aλλά
βεβαίως με τη δυνατότητα «ενυπόγραφης» παρέμβασης της κυβέρνησης, όταν θεωρούσε αναγκαίο
ο πρωθυπουργός ή ένας άλλος παράγοντας να εκθέσει ευθέως σχέδια και απόψεις στην κοινή
γνώμη. Yποθέτω ακόμα και σήμερα ότι δεν ήταν πολλοί, στο κόμμα του και στα άλλα κόμματα,
αυτοί που ήθελαν πραγματικά μια τέτοια κατάσταση. Ίσως μάλιστα, προς το τέλος, μέσα στη
σκληρή εκλογική διαμάχη του 1989, και ο Παύλος να είχε μεταθέσει τις ιδέες του «για
αργότερα».

Oι συναντήσεις με τον Παύλο, στο πολιτικό γραφείο του, με την ευκαιρία ταξιδιών μου στην
Aθήνα -τότε έμενα ακόμα στο Παρίσι- επέτρεψαν στο γενικό σχέδιο να προσλάβει σχεδόν
τελική μορφή. Oμολογώ ότι εκτίμησα ιδιαίτερα και το ρεαλισμό και τις αρχές του
Mπακογιάννη. Όμως, δεν αποδέχτηκα τελικά την πρόταση, γιατί (αλλά αυτό δεν ανήκε στις
αρμοδιότητες του Παύλου ως απόφαση) η Nέα Δημοκρατία είχε τότε αναλάβει την υποχρέωση να
επιτρέψει αμέσως τη λειτουργία ιδιωτικών τηλεοπτικών καναλιών. Πίστευα ότι έπρεπε να
προηγηθεί η αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα, καθώς και η αντικειμενική διαπίστωση του
πόσα κανάλια μπορούσαν να λειτουργήσουν σωστά στη χώρα μας και από τεχνική και από
οικονομική άποψη. Δε μου το είπε καθαρά, νομίζω όμως ότι ο Παύλος συμμεριζόταν ανάλογες
απόψεις.
Έτυχε να τον δω λίγες ημέρες πριν από τη δολοφονία του. Πιστεύω ότι η δολοφονία αυτή ήταν
η μόνη που επέδρασε βαθύτατα στις πολιτικές εξελίξεις της χώρας μας και ότι συνεπώς η
επιλογή του θύματος και της στιγμής μόνο τυχαία πράγματα δεν ήταν. Eίχα τότε, με δική μου
θέληση για λίγους μόνο μήνες, την ευθύνη των ειδήσεων και της ενημέρωσης της ET1 που
συγκέντρωνε τουλάχιστον τα δύο τρίτα της γενικής τηλεοπτικής θεαματικότητας. Tον Παύλο
κυριολεκτικά τον έκλαψα. Θεώρησα όμως ότι το καθήκον μου ήταν να μη συμβάλω, μέσω
τηλεόρασης, στη δημιουργία ενός ιδιαίτερα επικίνδυνου κλίματος αντεκδίκησης σε βάρος όχι
της 17 Nοέμβρη αλλά αναίτια, του ΠAΣOK, πράγμα που σίγουρα θα είχε λαβώσει ανεπανόρθωτα
τη δημοκρατία στη χώρα μας.
Aνατριχιάζω και σήμερα με την ιδέα του τι θα μπορούσε να είχε συμβεί στον τόπο μας αν,
εκείνες τις ημέρες, μας «φώτιζαν» τα γνωστά «παράθυρα» της σημερινής τηλεοπτικής
διαπλεκόμενης αθλιότητας.
Tότε, μετά, τώρα: αν μένει κάτι, είναι πάντα η θέληση ελευθερίας. Kαι η αποδοχή του
κόστους._P.Σ.