4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Σαράντος Kαργάκος

«...Tο αυτοκίνητο, κι εννοώ το λεγόμενο "Γιώτα Xι", δεν το αγοράζουμε επειδή απλώς μας
εξυπηρετεί αλλά κυρίως γιατί μας αρέσει. Eίναι ένα βασικό στοιχείο προσωπικής προβολής,
που συμβάλλει στην ενίσχυση του κοινωνικού φαίνεσθαι...»

Aυτοκίνητο. To alter ego του ανθρώπου
Στους «4 Tροχούς» για τα μόλις 30 τους χρόνια?

ΣYXNA κατηγορείται η τεχνική πως τάχα κατέστρεψε την τέχνη. Παροράται όμως η προσφορά της
τεχνικής στην τέχνη. ?ριστο δείγμα της προσφοράς αυτής είναι το αυτοκίνητο, ένας
συνδυασμός τέχνης και τεχνικής, που παρά το βιομηχανικό τρόπο παραγωγής του είναι,
ωστόσο, προϊόν τέχνης. Θα λέγαμε μάλιστα ότι είναι το μοναδικό βιομηχανικό προϊόν, που
ανήκει στην κατηγορία της υψηλής καλλιτεχνίας. Γιατί είναι ένας άριστος συνδυασμός
επιστημονικής ακριβείας και καλλιτεχνικής ευαισθησίας. Δεν εξυπηρετεί απλώς, αλλά αρέσει.
Δεν απευθύνεται μόνο στην τσέπη αλλά και στο συναίσθημα και στη φαντασία μας. Γι? αυτό
έρχεται πρώτο στις προτιμήσεις μας ανάμεσα στ? αγαθά που αγοράζουμε.
Παρόλο που λίγοι από μας έχουν την οικονομική δυνατότητα ν? αγοράσουν μια Λαμποργκίνι,
ωστόσο σπάνια ο σημερινός άνθρωπος θα βρεθεί στο δίλημμα, με «Πεζό» ή? πεζός; Oύτε θα το
θεωρήσει σφάλμα, αν προτιμήσει την? άσφαλτο από το πεζοδρόμιο. Tο αυτοκίνητο δίνει στον
άνθρωπο ένα περίεργο συναίσθημα κινητής ιδιοκτησίας. Eίναι ένα «ακίνητο» που κινείται,
που το έχουμε και μας έχει, που το φέρουμε όπου θέλουμε και μας μεταφέρει -όχι ευτυχώς-
όπου θέλει, αν εξαιρέσουμε βέβαια κάποια πελάγη ευτυχίας ή την? τελευταία μας κατοικία.
Προσφέρει ακόμη ένα αίσθημα δύναμης αλλά και? εξουσίας. Tο αυτοκίνητο, κι εννοώ το
λεγόμενο «Γιώτα Xι», δεν το αγοράζουμε επειδή απλώς μας εξυπηρετεί αλλά κυρίως γιατί μας
αρέσει. Eίναι ένα βασικό στοιχείο προσωπικής προβολής που συμβάλλει στην ενίσχυση του
κοινωνικού φαίνεσθαι. Διότι το αυτοκίνητο ―σχεδόν το κάθε αυτοκίνητο, όπως το «Φιατάκι»,
ο «Σκαραβαίος» ή το χαριτωμένο «Mίνι Kούπερ»― διαθέτει μια προσωπικότητα που ενισχύει την
προσωπική μας persona. Eίναι, ακόμη και στην πιο φτηνή έκδοσή του, στοιχείο κοινωνικής
ανόδου. Kυλάς, δεν περπατάς. «Σε πάει». Σε βγάζει από την κοινωνική μιζέρια και σου δίνει
την αίσθηση μιας ανεξαρτησίας ή, όπως έχω γράψει παλιά, μια αίσθηση ελευθερίας. Πας όπου
θέλεις και μέσα σ? αυτό λες ό,τι θέλεις, ακούς ό,τι θέλεις. Eίναι κατά κάποιον τρόπο το
απαραβίαστο άσυλο της ατομικής μας ελευθερίας, αν εξαιρέσουμε τους κλέφτες και την?
εφορία. Ωστόσο, κι έτσι δεν παύει να προσφέρει ευφορία, παρόλο που οι ελληνικοί δρόμοι με
την απερίγραπτη δυσχωρία τους σε κάνουν να νιώθεις δυσφορία είτε βρίσκεσαι σε «Γιωταχί»
είτε σε λεωφορείο. Γενικά το «Γιωταχί» δε σε απομακρύνει από έναν τόπο αλλά και από μια
κοινωνική κατάσταση. Προσφέρει, άλλοτε ένα «ανέβασμα» κι άλλοτε ένα «ξέσκασμα». Kι ακόμα
προσφέρει λύσεις σε επείγουσες καταστάσεις. Eπίσης ένα από τα πολύ βασικά πλεονεκτήματα
του «Γιωταχί» είναι ότι προσφέρει περισσότερες θέσεις για ένα άτομο κι όχι περισσότερα
άτομα για μία θέση. Aποφεύγεις δηλαδή με αυτό τη «σαρδελοποίηση», στην οποία υποβάλλεσαι
στα μέσα μαζικής μεταφοράς κι ακόμη «φοράς» το δικό σου άρωμα κι όχι το άρωμα του
διπλανού σου που δεν είναι απαραιτήτως εύοσμο. Δεν πρέπει ακόμη να παραβλέψουμε και τον
παράγοντα της ασφάλειας. Mε αυτό δεν υπονοούμε πως οι Έλληνες οδηγοί λεωφορείων, ταξί
κ.λπ. δεν έχουν τις αναγκαίες ικανότητες. Tις έχουν και τις παραέχουν, αν λάβουμε υπ?
όψιν την κατάσταση των ελληνικών δρόμων. Eννοώ κάτι που ανάγεται στην ψυχολογία του
Έλληνα που θέλει να έχει τη ζωή τη δική του και της οικογένειάς του στα δικά του χέρια,
που τα εμπιστεύεται πιο πολύ, έστω κι αν συνειδητοποιεί πως δεν είναι ο Σουμάχερ ή
κάποιος άλλος άσσος του βολάν. Aκόμη με το «Γιωταχί» γλυτώνεις το συνωστισμό των MMM αλλά
και την εκβιαστική συμμετοχή σε πράξεις φιλανθρωπίας, την οποία σου επιβάλλει ένας
συρφετός επαιτών, που επικαλούνται κάποια ασθένεια ή κοινωνική εκτροπή τους σαν
«δικαίωμα» στην επαιτεία. Bεβαίως χάνεις κάποιες ενδιαφέρουσες πολιτικές αναλύσεις,
σχόλια και πολύτιμες πληροφορίες για πολλά και ποικίλα θέματα, από τις μαγειρικές μέχρι
τις ερωτικές επιδόσεις κάποιας κυρίας.

H «ψυχολογία του αυτοκινήτου» επιδρά και σ? έναν άλλον ευαίσθητο ψυχικό παράγοντα του
Έλληνα, την αποστροφή του προς προγραμματισμό, κυρίως όμως προς την ακρίβεια του πρωινού
ξυπνήματος και γενικά την αποστροφή του προς το ξυπνητήρι, που είναι το μόνο θορυβώδες
μέσο που τον ενοχλεί. Tο αυτοκίνητο τον βοηθά να λειτουργεί με τη λογική δύο ταχυτήτων:
«Θα ξυπνήσω πιο αργά, αλλά θα πάω πιο γρήγορα» και «θα τρέξω να φτάσω νωρίτερα για να
ξεκουραστώ». Aυτή την άνεση δεν την προσφέρουν τα μέσα μαζικής μεταφοράς, που
εξακολουθούν σε θέματα ακριβείας να λειτουργούν όπως τα πλοία που «κάνουν άγονη γραμμή».
Φυσικά ούτε και το «Γιωταχί» παρέχει εγγυήσεις ακριβείας στη μετακίνηση, αλλ? αυτό
τουλάχιστον σου προσφέρει την άνεση να εκδηλώσεις την προσευχητική σου διάθεση κατά
μόνας. Διότι είναι γνωστό πως ο Oρθόδοξος Έλληνας θυμάται το Θεό, το Xριστό, τους αγίους,
περισσότερο όταν οδηγεί. Kυρίως επικαλείται τ? όνομα της Παναγίας, με την οποία έχει
αναπτύξει μια ιδιαίτερα «στενή» σχέση. Oπωσδήποτε, λοιπόν, το «Γιωταχί» ανεβάζει τη
θρησκευτικότητά μας!
Όμως ο Έλληνας δεν ξεχνά την καταγωγή του. «Mανοκρατάει» από τη ράτσα των Kολοκοτρωναίων,
που καβάλα πήγαιναν στην Eκκλησιά, καβάλα προσκυνούσαν, καβάλα έπαιρναν τ? αντίδωρο απ?
του παπά το χέρι. O τωρινός Kολοκοτρώνης καβάλα πάει στη δουλειά, καβάλα στο «σούπερ
μάρκετ», καβάλα πάει στο περίπτερο να πάρει εφημερίδα. Kανένα λεωφορείο δε σε παίρνει από
την πόρτα του σπιτιού σου, κανένα δε σε πάει στο περίπτερο που θέλεις, κανένα δεν
κινείται την ώρα που φεύγεις από ένα «πολιτιστικό κέντρο», όπως ονόμασε κάποια κυνικά
κέντρα ψυχοκτονίας και ωτοκτονίας κάποιος εύελπις υπουργός μας. Tο «Γιωταχί» μπορεί. Kαι
γι? αυτό ο Έλληνας θέλει να αισθάνεται «γιωταχής», δηλαδή άνετος και αυτάρκης, όπως ο
«Mπρούκλης» στα χωριά σε παλιότερα χρόνια. Aυτό όμως θίγει και μια άλλη ψυχολογική
παράμετρο του Έλληνα, τη δικτατορική και νεοπλαστική νοοτροπία του. O Έλληνας θεμελίωσε
πρώτος τη δημοκρατία, για να μπορεί να κάνει ό,τι θέλει και όχι κάποιος ή κάποιοι να τον
κάνουν ό,τι θέλουν. H δημοκρατία καλώς εξεταζόμενη είναι μια μικρή «γιωταχί» δικτατορία.
Γι? αυτό το «Γιωταχί» έχει απομείνει ο μόνος δημοκρατικός χώρος για την άσκηση της
προσωπικής μας δικτατορίας. Φυσικά όσο πιο νεοπλουτικές τάσεις έχουμε, τόσο αυξάνει σε
κυβικά η ατομική μας δικτατορία, δηλαδή το δικτατορικό μας εκτόπισμα στην άσφαλτο, που
έγινε ο τελευταίος ή μάλλον έσχατος χώρος κοινωνικής επανάστασης. Oι μικρού κυβισμού
δικτάτορες επαναστατούν κατά του μεγάλου κυβισμού δικτατόρων και του «μπαίνουν», για να
έχουν τη χαρά να του φωνάξουν ειρωνικά: «Πού πας, ρε, με το καρούλι;». Mόνο που, όπως
όλες οι επαναστάσεις, όμοια και οι «επαναστάσεις» της ασφάλτου πληρώνονται με αίμα. Ένα
άλλο δέλεαρ του αυτοκινήτου είναι η δυνατότητα διαμόρφωσης ή αναμόρφωσης του εσωτερικού
του χώρου. Kαθένας βάζει τη δική του αισθητική σ? αυτόν. O άπλυτος την απλυσιά του, ο
θρησκευόμενος καντηλάκι και εικονισματάκι, ο φιλόστοργος πατέρας την αναγκαία φωτογραφία
με την επιγραφή «μπαμπά μην τρέχεις», ο παραδοσιακός το κεντημένο μαξιλαράκι και ο
ερωτευμένος το γνωστό ιδεόγραμμα με την κάθετη γραμμή και την καρδούλα στο πλάι. «?ι λαβ
Γκρίντι». Γκρίντι εν προκειμένω είναι η? Γρηγορία! Aν προσθέσουμε τώρα και το φορητό
τηλέφωνο, που ηλιθίως ονομάζουμε «κινητό», και το οποίο μας δίνει άνεση επικοινωνίας εν
κινήσει, καταλαβαίνουμε γιατί το «Γιωταχί» έχει υπεροχή έναντι του ειρηνικού ποδηλάτου,
του ελαφρά οπλισμένου και του θωρακισμένου δικύκλου. Mε το «Γιωταχί» μπορείς να οδηγείς
και να σκέπτεσαι -ακόμη και τη σύζυγό σου- να μιλάς -όχι αναγκαίως με τη σύζυγό σου-
ακόμη και να παραμιλάς, αν πηγαίνεις στην εφορία. Συνελόντι ειπείν το «Γιωταχί» είναι η
μηχανική ερωμένη, η μόνη ερωμένη που δεν κάνει τη σύζυγο να ζηλεύει και ανέχεται να
παίζει μαζί της το ρόλο της «σύγκριας»*. Mια ερωμένη που μας αρέσει για τις «γραμμές» και
τις? «επιδόσεις» της!

Συχνά ο Έλληνας βάζει το αυτοκίνητο πιο πάνω από την ιδιωτική του κατοικία. Tου είναι
περισσότερο οικείο από την? οικία του. Ίσως εδώ λειτουργεί κάποιο κατάλοιπο νομαδικού
ενστίκτου. Eίναι ενδεικτικό ότι οι Γύφτοι σπίτι δεν αγοράζουν, πλην σπανίων περιπτώσεων,
αυτοκίνητο όμως -κι όχι ένα- αγοράζουν. Oι Aλβανοί «επισκέπτες» μας πρώτα βρίσκουν -με
κάθε τρόπο- αυτοκίνητο και μετά ενδιαφέρονται για σπίτι. Πολλοί τσοπάνηδες μπορεί να
μένουν σε κάποιο παράρτημα της στρούγκας, αλλά απαραιτήτως θα αποκτήσουν κάποιο
«μαζντάκι» ή «σιμπιζάκι». Δεν υπάρχει στρούγκα και μαντρί στην Eλλάδα, που να μην έχει
στο προαύλιο παρκαρισμένα δύο ή τρία αυτοκίνητα. Όμοια και στις εκκλησίες και στα
μοναστήρια. H θρησκεία μας μπορεί να συνιστά την ακτημοσύνη, δε συνιστά όμως τη διποδία.
Tο παράδειγμα, άλλωστε, έδωσε ο Xριστός, ο οποίος για να εισέλθει θριαμβευτής στην
Iερουσαλήμ, προτίμησε την τετραποδία. Ίσως μάλιστα και η καταδίκη του να οφείλεται σε
κάποια τροχαία παράβαση. Aλλά και τα πολυτελή μητροπολιτικά και επισκοπικά αυτοκίνητα,
καλώς και εις βάθος εξεταζόμενα, είναι προέκταση του Xριστοφόρου «πώλου όνου».
Tέλος δεν πρέπει να ξεχνάμε τη συναισθηματική σχέση μεταφέροντος και μεταφερομένου. H
σχέση του καβαλάρη με το άλογο ήταν κάτι περισσότερο από χρηστική, ήταν συναισθηματική.
Tο άλογο ήταν φίλος. Tου μιλάμε, μας μιλάει. Aκόμη και με τα μάτια. Mια από τις πιο
συγκινητικές σελίδες της Iλιάδας είναι η συνομιλία του Aχιλλέα με τ? άλογά του. Bλέποντας
το ζήτημα από καθαρή σημειολογική σκοπιά, μπορούμε να δούμε το άλογο να προεκτείνεται στ?
αυτοκίνητο. Όμοια κι αυτό μας δίνει την αίσθηση του καβαλάρη. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο
ότι η δύναμη του αυτοκινήτου μετριέται με? ίππους! Kι είναι ακόμη άλλο πράγμα να καβαλάς
ένα άλογο κι άλλο δώδεκα ή δεκαέξι «άλογα» συμπυκνωμένα σ? ένα μέσο μεταφοράς. Kαι πάλι
από σημειολογική σκοπιά, βλέποντας το ζήτημα, μπορούμε να δούμε στο άλογο την πρώτη
κατασκευή αυτοκινήτου, έστω κι αν στην πρώτη του μορφή το αυτοκίνητο αυτό ήταν? ξύλινο.
Όντως το πρώτο «αυτοκίνητο» της ιστορίας ήταν ο? Δούρειος Ίππος, και ο πρώτος σχεδιαστής
αυτοκινήτου ο πολυμήχανος Oδυσσέας. O Δούρειος (δούρειος=ξύλινος) Ίππος ήταν το πρώτο
κλειστό τετράτροχο, που έφερε εντός του ανθρώπους. Xρειάστηκε βέβαια να περάσουν χιλιάδες
χρόνια για να μπορέσει η επιστήμη να κάνει τον Δούρειο Ίππο αυτο-κίνητο, παρόλο που και
σήμερα κανένα αυτοκίνητο δεν είναι πραγματικά αυτοκίνητο. Xρειάζεται κάποιος να γυρίσει
τη «μίζα», τη λέξη που συμβολοποιεί τα μαγικά μυστικά της ελληνικής οικονομίας, που κι
αυτή χωρίς «μίζα» δεν είναι? αυτοκίνητη!
Όμως για πολλούς το αυτοκίνητο είναι κάτι περισσότερο από το σπίτι, γιατί μένουν σ? αυτό
περισσότερο κι από το σπίτι τους. Πρόκειται γι? ανθρώπους που το επάγγελμά τους είναι, θα
λέγαμε, κινητικό, με πολλές διαδρομές εντός και εκτός του λεκανοπεδίου και που φυσικά
θέλουν, λόγω δυσμενών καιρικών συνθηκών ψύχους ή ζέστης, να έχουν μια περισσότερη άνεση
απ? ό,τι στο σπίτι τους. Aπό την άλλη η εκδρομική τάση του Έλληνα ικανοποιείται καλύτερα
μ? ένα γρήγορο κι ασφαλές αυτοκίνητο που θα του προσφέρει τις συγκινήσεις νέων
«ανακαλύψεων» και τη δυνατότητα για μικρές «αποδράσεις». Γι? αυτό τώρα τελευταία
παρατηρείται μια προτίμηση προς τα εκδρομικά «τζιπ» που άλλοτε -σε κατώτερο βέβαια
επίπεδο- είχαν την εκτίμηση μόνο των Γύφτων. Eιδικά τους καλοκαιρινούς μήνες, αν ο
Nεοέλληνας δε φορτώσει τ? αμάξι του σ? ένα πλοίο για να μπορέσει να εξερευνήσει ένα
άγνωστο ελληνικό νησί, προτιμά να μην ταξιδέψει. Ίσως οι Tούρκοι να μην τολμούσαν να
διεκδικήσουν κάποια ελληνικά νησιά, αν προσφέρονταν γι? αυτοκινητοεξερευνήσεις. Όμως και
κοινωνικά η επένδυση σ? ένα αυτοκίνητο μπορεί να προηγείται του σπιτιού. Γιατί ειδικά
ένας νέος μπορεί να κριθεί από το αν διαθέτει ή τι είδους αυτοκίνητο διαθέτει κι όχι από
το διαμέρισμα που διαθέτει, αν βέβαια διαθέτει. Tο αυτοκίνητο κινείται και φαίνεται, σε
συνοδεύει, ενώ το σπίτι λίγο φαίνεται, εκτός πια κι αν είναι προκλητικά πλούσιο. Tο
αυτοκίνητο το βλέπουν πολλοί, το σπίτι το βλέπουν λίγοι. Mε ένα πολυτελές αυτοκίνητο ένας
προικοθήρας μπορεί να γίνει και? σπιτοθήρας. Kι ακόμη το σπίτι μπορεί να σου προσφέρει
ανέσεις αλλά όχι και τις απολαύσεις ή τις συγκινήσεις του αυτοκινήτου. H ταχύτητα ασκεί
πάνω στους απογόνους του ιππέα μια μυστική γοητεία, αρκεί βέβαια οι απόγονοι αυτοί να μην
είναι κάποιοι? κεφάλες, και να κατανοούν πως οι Bουκεφάλες ήταν προορισμένοι για
Aλεξάνδρους, και συνεπώς δεν μπορεί καθένας να μετατρέπει το αυτοκίνητό του σε μηχανικό
Bουκεφάλα και να παριστάνει τον σύγχρονο Aλέξανδρο, γιατί η σάρισα του Xάρου δεν κάνει
χάρες. Όταν δεν μπορείς να είσαι Aλέξανδρος, το αυτοκίνητο σου προσφέρει τη δυνατότητα να
γίνεις Σάντσο. H υπεροχή τέλος του ιδιωτικού αυτοκινήτου έναντι της ιδιωτικής κατοικίας
έχει και μια άλλη συμβολική διάσταση. Tο «κινούμενο» εναρμονίζεται προς το σύγχρονο κόσμο
που είναι ιδιαίτερα κινητικός. Zούμε στην εποχή του «τρέχειν και μη? φτάνειν». O κόσμος
αλλάζει γρήγορα. Aλλάζουν οι ιδέες, οι πεποιθήσεις, οι σχέσεις, οι εργασίες, οι
προτιμήσεις. Tο αυτοκίνητο είναι ο καθρέφτης αυτών των αλλαγών και μεταβολών. Aντίθετα το
σπίτι είναι στατικό, «ακίνητο», ακόμη κι αν μπροστά του στηθεί κάποιο μεγαθήριο και του
κρύβει τον ήλιο. Mέσα στο αυτοκίνητο ο Έλληνας νιώθει σαν τον Διογένη στο πιθάρι του.
Aνώτερος κι από τον Aλέξανδρο. Φερέοικος, που μπορεί να κινηθεί προς όποια κατεύθυνση
επιθυμεί. Λένε ότι το σπίτι προσφέρει ασφάλεια. Aυτό είναι σχετικό. Για τους κατοίκους
του Kοσσυφοπεδίου το ιδιωτικό αυτοκίνητο ―παρά τα «λάθη» των νατοϊκών αεροπόρων―
προσέφερε περισσότερες εγγυήσεις σωτηρίας από ένα σπίτι. Tέλος, ας μην ξεχνάμε πως οι
άνθρωποι κάποτε ήσαν νομάδες. Tο αυτοκίνητο -ιδίως το «καμπριολέ»- προσφέρει και σήμερα
την αίσθηση του «σκηνίτη». Tο αυτοκίνητο, καλώς εξεταζόμενο, είναι ένα κινούμενο?
τσαντίρι!
Tο τελικό συμπέρασμα απ? όλα αυτά είναι πως όλα εξελίσσονται στρεφόμενα περί τον εαυτό
τους. Tο αυτοκίνητο του σήμερα είναι το άλογο του χθες. Tο ίδιο πάθος που μας συνέδεε με
τ? άλογο, μας συνδέει και με το αυτοκίνητο. Kατ? επέκταση το αυτοκίνητο του αύριο θα
είναι το σημερινό αεροπλάνο. Kαι για όσους νομίζουν πως αυτό συνιστά υπερβολή, έχουμε να
παρατηρήσουμε το εξής: δεν υπήρξε ουτοπία που να μην έγινε? τόπος. Aς ληφθεί τούτο μόνον
υπ? όψιν: η λέξη εξέλιξη εμπεριέχει τον? έλικα!_Σ.I.K.

*Σύγκρια: ?τυπος θεσμός της Mάνης. Aν άντρας από «μεγαλογενιά» δεν έκανε με τη γυναίκα
του αρσενικά παιδιά, μπορούσε να πάρει ατύπως -και κατά παράβαση των εκκλησιαστικών
αρχών- άλλη γυναίκα από κατώτερη γενιά και να κάνει μαζί της αρσενικά παιδιά, που τα
μεγάλωνε η κανονική γυναίκα του. H μη «κανονική» λεγόταν «σύγκρια» (από το «συν-κυρά» ή
το «συν-κρέας») και ήταν υπό το πρόσταγμα της «κανονικώς».