4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Πνεύμα Αντιλογίας

Από τα ψηλά στα χαμηλά

Σχεδόν τέσσερις εβδομάδες έχουν περάσει από την πτήση με το F-16 και το «Πνεύμα Αντιλογίας» πετάει ακόμα!…

Παράξενο πράγμα η σύγχρονη τεχνολογία… Πώς γίνεται, άραγε, ένα ολόκληρο μαχητικό αεροσκάφος να στηρίζεται απόλυτα στην αξιοπιστία και την καλή λειτουργία των ηλεκτρονικών υπολογιστών για να πετάει, κι όμως ο κυβερνήτης και ο «συγκυβερνήτης» (ο ένας αληθινός, ο άλλος εντός εισαγωγικών) να μην μπορούν, εδώ κι ένα μήνα, να κάνουν τους προσωπικούς τους υπολογιστές να επικοινωνήσουν με ελληνικούς χαρακτήρες… «Den eimai sigouros alla mallon exeis kapsei flatza m' auti tin istoria», μας γράφει σε άψογα greeklish ο αν/χος Βλασσόπουλος, στο τελευταίο από τη μακριά σειρά e-mail που έχουμε ανταλλάξει στον απόηχο της πτήσης του προηγούμενου μήνα. Και πώς να μην το πάθουμε, άλλωστε… Με το που πάει ο πανδαμάτωρ χρόνος να δαμάσει τη ζωντάνια της θύμισης, έρχεται το μαγνητοσκόπιο (sta ellinika, to video) να ξαναζωντανέψει τα πάντα. Αυτοί που δεν πέταξαν, δεν χορταίνουν να βλέπουν και να ξαναβλέπουν τις εικόνες και τα νούμερα του HUD, την επιτάχυνση στην απογείωση, την εικονική προσβολή του ραντάρ με βόμβες σε CCIP, αλλά και τη γρήγορη και ακριβέστατη προσγείωση με (very!) short final. Όμως, εκείνος που πέταξε, θέλει μόνο να ακούει τον ήχο. Τις σύντομες επικοινωνίες στον ασύρματο, τις βαριές ανάσες στις στροφές με πολλά G, τα «μεθυσμένα» σχόλια στα όρια του black-out, αλλά και τις αστείες ατάκες ανάμεσα στον εκπαιδευτή των 1.000 ωρών πτήσης και στον εκπαιδευόμενο που προσπαθεί μέσα σε μία μόνο ώρα να δει όσο γίνεται περισσότερα.

Εργαλείο, υποκατάστατο ή απλό παιχνίδι;
«Πρέπει να έχεις βάλει πολλές ώρες με το Φάλκον», παρατήρησε ο εκπαιδευτής μας, όταν μας έδωσε για πρώτη φορά τον έλεγχο του 081. Από ευθεία οριζόντια πτήση, η αλλαγή πορείας προς μια νέα διεύθυνση, περίπου είκοσι μοίρες προς τα αριστερά, χωρίς να χαθούν παραπάνω από 50 πόδια ύψους, ήταν απλώς μια άσκηση ακριβείας που έμοιαζε πραγματικά με ηλεκτρονικό παιχνίδι. Κι όμως, το Falcon 4.0 της Microprose σε καμία περίπτωση δεν είναι απλό ηλεκτρονικό παιχνίδι, αλλά είναι ένας από τους τελευταίας γενιάς εξομοιωτές πτήσης που προσπαθεί να φέρει το ρεαλισμό της πραγματικής πτήσης στην οθόνη του προσωπικού σας υπολογιστή. Σε ποιο βαθμό τα καταφέρνει, όμως, και πόσο χρήσιμο μπορεί να αποδειχθεί ως εκπαιδευτικό εργαλείο; Μια πρώτη απάντηση μας είχε δώσει πριν από αρκετό καιρό ο σμηναγός Φιλιππίδης, ένας ακόμα από τους χειριστές της 347, όπου ανήκει το F-16, με το οποίο πετάξαμε: «Σε επίπεδο διακοπτολογίας, οργάνων και διαδικασιών, είναι πολύ χρήσιμο, αφού μπορεί να σε βοηθήσει να αφομοιώσεις πιο εύκολα και γρήγορα όλα αυτά που, ούτως ή άλλως, πρέπει να διαβάσεις από τα βιβλία. Στην πτήση, όμως, λείπει το πιο βασικό στοιχείο, η αίσθηση και τα G».
Την ίδια περίπου άποψη έχουν και οι περισσότεροι χειριστές της Π.Α., τους οποίους ρωτήσαμε για το ίδιο θέμα. Όλοι συμφωνούν ότι είναι ένας εύκολος και γρήγορος τρόπος για να μάθεις τις οθόνες των ραντάρ και τις ενδείξεις των βασικών οργάνων, μέχρι εκεί όμως. Το πρόβλημα βρίσκεται, όπως και στους εξομοιωτές οδήγησης (σαν το πολύ καλό Grand Prix 3, για το οποίο γράφαμε στο προηγούμενο «Πνεύμα»), στο γεγονός ότι καλείσαι να πετάξεις ή να οδηγήσεις, αντίστοιχα, αποκλειστικά και μόνο με οπτικά ερεθίσματα, μόνο με βάση την εικόνα που βλέπεις στο μόνιτορ του υπολογιστή. Όσο καλό κι αν είναι το μαθηματικό μοντέλο της εξομοίωσης, όσο τέλειες κι αν είναι οι ενδείξεις των οργάνων και οι αντιδράσεις του «αεροσκάφους» ή του «αυτοκινήτου», η ουσία είναι ότι λείπει η αίσθηση των επιταχύνσεων στις τρεις διαστάσεις, και αυτό δεν είναι δυνατό να αναπληρωθεί από κάτι άλλο. Όταν ένα αυτοκίνητο αρχίζει να γλιστράει, είτε υπερστρέφοντας είτε υποστρέφοντας, δεν το καταλαβαίνεις κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο, το καταλαβαίνεις από την αίσθηση που σου μεταφέρεται μέσα από το τιμόνι, αλλά και από το κάθισμα πάνω στο οποίο βρίσκεσαι. Το αυτοκίνητο οδηγείται με ολόκληρο το σώμα, πόσο μάλλον το αεροσκάφος, με την ακόμα πιο σύνθετη τρισδιάστατη κίνηση, και αυτό δυστυχώς με κανένα τρόπο δεν μπορεί να μεταφερθεί σε μια ακίνητη καρέκλα που πατάει στη γη.
Βέβαια, για τον ερασιτέχνη που δεν θα βρεθεί ποτέ στη ζωή του μέσα στο πραγματικό αεροσκάφος, ο καλός εξομοιωτής είναι ένα «τίμιο» και ποιοτικό προϊόν, και αξίζει να αποφασίσει κανείς να το αντιμετωπίσει με πλήρη σοβαρότητα. Θα πρέπει (όπως και οι πραγματικοί χειριστές) να ρίξει κανείς αρκετό διάβασμα, ώστε να μάθει όργανα και διαδικασίες για κάθε περίπτωση της πτήσης, και θα «πετάει» ευτυχισμένος, αφού ποτέ δεν θα καταλάβει πόσο απέχει η αίσθηση της πραγματικής πτήσης από ό,τι μπορεί να φαντάζεται.
Όμως, κάποιος που έχει πετάξει έστω και μία φορά (και εννοούμε βέβαια «πραγματική» πτήση, όχι απλή τουριστική βόλτα μέχρι 2 G, όπως συνηθίζεται στις πτήσεις «δημοσίων σχέσεων»), αντιμετωπίζει τους εξομοιωτές με εντελώς διαφορετικό μάτι, αφού έχει πλέον δεδομένα στη φαντασία του, ώστε να ανακαλέσει προσπαθώντας να ξαναζήσει την εμπειρία της πτήσης. Άλλωστε, έχει αναπτύξει πλέον και την ευαισθησία να διακρίνει λεπτομέρειες του εξομοιωτή, όπως π.χ. η ελαφρώς διαφορετική συμπεριφορά στην περιστροφή γύρω από το διαμήκη άξονα (roll) ανάλογα με τη διαμόρφωση και το φορτίο, ή οι ρεαλιστικές αντιδράσεις στις πολύ μικρές ταχύτητες και στις μεγάλες γωνίες προσβολής. Απλώς, η «πτήση» γίνεται πλέον υπό εντελώς διαφορετική οπτική γωνία, αφού τα όσα συμβαίνουν στην οθόνη χρησιμοποιούνται απλώς ως σπινθήρας για τη φαντασία, που προσπαθεί, παρακολουθώντας διαρκώς την τιμή των στιγμιαίων επιταχύνσεων στο HUD, να ανακατασκευάσει την αίσθηση της πραγματικής πτήσης.
Η άποψη του αν/χου Βλασσόπουλου για όλα αυτά; «Δεν ξέρω, εμένα μου αρέσει το Age of the Empire» (σ.σ. άσχετο!). Κι εμείς, πάντως, αν είχαμε 1.000 ώρες σε F-16, δεν θα θέλαμε τίποτα παραπάνω από τον Pacman…_ Κ. Λ.


Μόλις ακουστεί ο βομβητής, στρέφουμε προς τον πλησιέστερο ορίζοντα, αφήνουμε τη μύτη να πέσει και στους 200 κόμβους τραβάμε ελαφρά και οριζοντιώνουμε, για να ολοκληρώσουμε ένα High Nose Recovery με το Falcon 4.0, όπως ακριβώς έκανε ο εκπαιδευτής μας στο πραγματικό.

Αγωνιστικό, αλλά όχι για αγώνες
Με τα ίδια χρήματα που κοστίζει ένα καινούργιο σκούτερ ή ένα «παπί», μπορεί κανείς να βρει και να αγοράσει ένα αγωνιστικό καρτ της προηγούμενης χρονιάς, με στόχο όχι τη διάκριση στους αγώνες, αλλά τη διασκέδαση και την εξάσκηση στην τέχνη της οδήγησης και την πολύ καλή γυμναστική. Το θυμηθήκαμε και πάλι πρόσφατα, οδηγώντας στην πίστα του Αγ. Κοσμά ένα καταπληκτικό καρτ με δύο (!) υδρόψυκτους κινητήρες 125 κ.εκ. Rotax Max, κατασκευή του φίλου μας Δημήτρη Γαλάτση. Σε ένα δεκάλεπτο, μας είχαν «πέσει τα χέρια» και αναγκαστήκαμε να σταματήσουμε, από φόβο ότι το επόμενο «ανάποδο τιμόνι» θα παραμείνει σαν εντολή στον εγκέφαλο, αφού τα χέρια δεν θα έχουν δύναμη να την εκτελέσουν. Πριν, λοιπόν, βρεθούμε εκτός πίστας με βίαιο τρόπο, προτιμήσαμε να βγούμε στα πιτς ειρηνικά, συνειδητοποιώντας ότι η εντατική προπόνηση με αγωνιστικό καρτ είναι πολύ καλύτερη από οποιοδήποτε γυμναστήριο. Aν, μάλιστα, θέλετε να συμπληρώσετε ένα πληρέστερο πρόγραμμα γυμναστικής για όλο το σώμα, το ιδανικό «εργαλείο» έχει δύο ρόδες και παρουσιάζεται ακριβώς δίπλα.

Η επιστροφή του ποδηλάτου
Η γενιά των σημερινών τριαντάρηδων που μεγάλωσε με τα Velamos και τα πρώτα «Κρος» με τρεις ταχύτητες και αμορτισέρ (τα BMX ήρθαν αργότερα, όταν είχαμε μεγαλώσει), σήμερα φαίνεται ότι έχει ανακαλύψει και πάλι το ποδήλατο, στη σύγχρονη μορφή του mountain bike. Χαρακτηριστικός εκπρόσωπος της άγριας αυτής γενιάς, ο υπογράφων σε ηλικία 13-14 ετών είχε ήδη σπάσει κάνα δυο ζάντες και είχε στραβώσει μερικά τιμόνια κάνοντας άλματα με το ποδήλατο, και σήμερα, μετά από τουλάχιστον μία δωδεκαετία αποχής, αποφάσισε να ακολουθήσει το ρεύμα της εποχής και να επιστρέψει στις ρίζες. Περίπου 100-150.000 δρχ. χρειάζονται για ένα πραγματικά καλό εισαγωγικής κατηγορίας MTB, με έμφαση στον καλό σκελετό, αλλά και στα ποιοτικά περιφερειακά (σύστημα μετάδοσης, φρένα και ζάντες), ενώ οι φανατικοί (αλλά και αρκετοί φαντασμένοι) πληρώνουν από 300.000 δρχ. έως και παραπάνω από 1 εκατ. δρχ. για ένα πραγματικό «καθαρόαιμο». Η συμβουλή μας: ρωτήστε, ενημερωθείτε, μην θαμπώνεστε από φθηνά, αλλά αστραφτερά μοντέλα, αλλά και μην ψαρώνετε και με τη μόδα του ακριβότερου. Και, βέβαια, τέρμα γκάζι (ή, μάλλον, πετάλι) στις κατηφόρες, στις λάσπες και στα χώματα. Κι αν στραβώσει καμιά ζάντα, δεν πειράζει. Στην ηλικία μας, τιμή μας και παράσημο!