4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

"Ληστεία αλά ιταλικά"

To μποτιλιάρισμα των 4.000.000 δολαρίων!

Στη γνωστή ταινία «Ληστεία αλά ιταλικά», η πρεμιέρα της οποίας έγινε πριν από 30 χρόνια,
οι παραγωγοί της αρχικά σκέφτηκαν να χρησιμοποιήσουν τρία Φίατ 850 κουπέ, αντί για τα
κλασικά Μίνι που τελικά πρωταγωνίστησαν. Επιπλέον, γύρισαν θαυμάσιες σκηνές με τα διάσημα
Μίνι να χορεύουν στον πάγο, οι οποίες ποτέ δεν χρησιμοποιήθηκαν, ενώ ο πρωταγωνιστής
Μάικλ Κέιν συχνά ξαγρυπνούσε μετά τα γυρίσματα, πίνοντας σε διάφορα μπαρ του Τορίνο μέχρι
τις 05:00 τα ξημερώματα της επόμενης μέρας
Στο άρθρο που ακολουθεί, μπορείτε να μάθετε μερικά άκρως ενδιαφέροντα παραλειπόμενα από
τα γυρίσματα αυτής της ιστορικής, για τον κόσμο του αυτοκινήτου, ταινίας.

Κείμενο: Zac Asseminis
Φωτό: Michael Bailie
Απόδοση: Κώστας Δημητρέλης

«Βρισκόμαστε ψηλά στις ΄Aλπεις, στο δρόμο που συνδέει τον ΄Aγιο Βερνάρδο με την Αόστα. Ο
ανοιξιάτικος ήλιος λειώνει το αλπικό χιόνι και το οδόστρωμα διασχίζεται από πλατιά ρυάκια
νερού. Ξαφνικά, ένα Ίζο-Γκρίφο προβάλλει γρήγορα μπροστά μας κατεβάζοντας ταχύτητα, καθώς
πλαγιολισθαίνει σε μία φουρκέτα του δρόμου και, επιταχύνοντας στην έξοδό της,
κατευθύνεται προς το Μον Μπλαν.
»Πίσω από το τιμόνι της, βρίσκεται ένας σοβαρός κύριος άνω των 50 ετών. Τα μάτια του
είναι κρυμμένα πίσω από γυαλιά ηλίου και πηγαινοέρχονται από το δρόμο σε μια σειρά από
ειδικά χρονόμετρα για αγώνες αυτοκινήτου, που βρίσκονται βιδωμένα στο ταμπλό. Όλα
δείχνουν πως τρέχει σε έναν αγώνα μόνος του, ενάντια στο χρόνο. Διασχίζει τα σκοτεινά
τούνελ των ¶λπεων με ταχύτητα 160 χλμ./ώρα και η μικρή φωτεινή κουκίδα που βρίσκεται στο
τέλος τους, μεγαλώνει γρήγορα και πλημμυρίζει με φως το εσωτερικό του αυτοκινήτου, μέχρι
την είσοδο του επόμενου τούνελ κ.ο.κ. Στις παρατεταμένες στροφές του ορεινού δρόμου, το
αυτοκίνητο διαγράφει την τροχιά του τις περισσότερες φορές με το πλάι, συνοδευόμενο από
το τσίριγμα των Πιρέλι, τα οποία αφήνουν μικρά, καμένα τμήματά τους πάνω στην υγρή
άσφαλτο, ενώ οι κολόνες που στηρίζουν ορισμένα στεγασμένα τμήματα του δρόμου ρίχνουν τη
σκιά τους στο πρόσωπο του οδηγού. Κάποια στιγμή οι στροφές τελειώνουν και το αυτοκίνητο
ξεχύνεται στην ευθεία, προς την είσοδο ακόμη μιας σήραγγας. Αμέσως μόλις χαθεί από τα
μάτια μας, ακούμε ένα βίαιο φρενάρισμα, τον ήχο ενός τενόρου και μία έκρηξη?»
Αν όλα τα παραπάνω σας θυμίζουν κάτι, προσθέστε σε όλη αυτή την εναλλαγή σκηνών τη
μουσική του Ματ Μονρόε, αντικαταστήστε το Ίζο-Γκρίφο με μία Λαμποργκίνι Μιούρα και θα
έχετε τις σκηνές που ξεκινούν την ταινία «Ληστεία αλά ιταλικά». Μία ταινία που έμεινε
στην ιστορία για τα φοβερά της αυτοκινητοκυνηγητά στους δρόμους του Τορίνο, αλλά και για
τα κλασικά αυτοκίνητα που υφαρπάζουν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους από τους ηθοποιούς! Στη
δική μας περίπτωση, βέβαια, όλα τα παραπάνω αποτελούν απόσπασμα από το αρχικό σενάριο της
ταινίας (για αυτό και το αυτοκίνητο δεν είναι Λαμποργκίνι Μιούρα).
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή, μια και έχουν περάσει κιόλας περισσότερα από
30 χρόνια από τότε που τα θρυλικά Μίνι έτρεξαν για πρώτη φορά στο πανί των
κινηματογραφικών αιθουσών. Η πρεμιέρα της έγινε το 1969. Η υπόθεση περιστρέφεται γύρω από
μία ομάδα κοινών απατεώνων που στήνουν μια επιχείρηση με αντικείμενο την κλοπή ενός
φορτίου από ράβδους χρυσού, κάτω από τη μύτη της ιταλικής μαφίας. Το σχέδιό τους
προβλέπει να «χτυπήσουν», ενώ ο χρυσός μεταφέρεται μέσα από τους δρόμους του Τορίνο.
Σαμποτάρουν το σύστημα που ελέγχει τους φωτεινούς σηματοδότες της πόλης και μέσα στο
πανδαιμόνιο που προκαλείται επιτίθενται στο φορτηγάκι που μεταφέρει το πολύτιμο φορτίο.
Έχοντας βάλει στο χέρι το χρυσό, εγκαταλείπουν την πόλη με τρία Μίνι.
Ο συγγραφέας του σεναρίου της ταινίας, κύριος Τρόι Κένεντι Μάρτιν, θυμάται:
«Μετά από αυτά, όπως καταλαβαίνετε, ήταν φυσικό να επιλεγεί το Τορίνο για τα γυρίσματα
της ταινίας. Η πόλη διέθετε ένα από τα πλέον σύγχρονα συστήματα ελέγχου της κυκλοφορίας
για την εποχή και την επισκέφθηκα για να ερευνήσω πώς θα γινόταν η κινηματογράφηση. Όταν
οι Ιταλοί άρχισαν να μου επιδεικνύουν υπερήφανοι τις δεκάδες κάμερες για την
παρακολούθηση της κυκλοφορίας και τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές που υποστήριζαν το
σχετικό σύστημα ελέγχου, άρχισα να αισθάνομαι ενοχές γνωρίζοντας τί είχαμε σκοπό να
κάνουμε?
»Θα πρέπει να ομολογήσω, επίσης, πως σταθήκαμε απίστευτα τυχεροί, γιατί είχαμε την
αμέριστη συμπαράσταση του κυρίου Τζιάνι Ανιέλι. Όπως γνωρίζουν όλοι, το Τορίνο είναι το
σπίτι της Φίατ, η οποία ανήκει στον κύριο Ανιέλι. Κατά συνέπεια, ο τελευταίος είναι η
καταλληλότερη γνωριμία για να κάνεις οτιδήποτε στην πόλη Θυμάμαι την πρώτη μας συνάντηση
μαζί του. Είχε ήδη διαβάσει το σενάριο και το είχε βρει πολύ διασκεδαστικό. Έτσι, μας
ρώτησε αμέσως τί θα χρειαζόμασταν. Αμέσως ακολούθησε ένα σύντομο τηλεφώνημα στον αρχηγό
της Αστυνομίας της πόλης και πάραυτα μας δόθηκε το πράσινο φως για να κάνουμε ό,τι
θέλουμε? Πολλές από τις σκηνές μποτιλιαρίσματος που υπάρχουν στην ταινία είναι
πραγματικές και υπήρξαν ώρες που είχαμε νεκρώσει ολόκληρες περιοχές της πόλης! Κατά τα
άλλα, κινηματογραφούσαμε αυτοκινητοκυνηγητά, αλλά με ανόητα χαμηλές ταχύτητες».
Αξίζει να σημειωθεί πως η συνεργασία και η υποστήριξη που είχε το συνεργείο της ταινίας
από την Φίατ ερχόταν σε ευθεία αντίθεση με την αδιαφορία που επέδειξε η BMC (η κρατική
εταιρία που ήταν τότε ο κατασκευαστής του Μίνι).
«Είχα βάλει το Μίνι να πρωταγωνιστεί στην ιστορία μου, θυμάται ο συγγραφέας, γιατί είχα
κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο και ήμουν σε θέση να γνωρίζω πως, λόγω του μικρού του
μεγέθους, θα ήταν εύκολο να κάνει όλους τους απαραίτητους για τα γυρίσματα της ταινίας
ελιγμούς, στους πολυσύχναστους τορινέζικους δρόμους?
Όταν προσέγγισα την BMC, συνεχίζει, για να διερευνήσω την πιθανότητα να μας παραχωρηθούν
κάποια αυτοκίνητα, οι προσπάθειές μου απέβησαν άκαρπες. Κάποιοι κατώτεροι υπάλληλοι
διάβασαν το σενάριο και μετά δεν έκαναν τίποτα για να προωθήσουν το αίτημά μας?» Μετά από
αυτό, και ως εναλλακτική λύση, ο κύριος Ανιέλι προσφέρθηκε να προμηθεύσει τους
συντελεστές της ταινίας με Φίατ 850 κουπέ (κάτι το οποίο ήταν εύκολο, αφού η Φίατ είχε
προμηθεύσει σχεδόν όλα τα υπόλοιπα οχήματα που χρειάζονταν για τα γυρίσματα της ταινίας).
Ωστόσο, η τελική απόφαση ήταν να χρησιμοποιηθούν, ούτως ή άλλως, Μίνι, ώστε να
υπογραμμιστεί και η εθνική ταυτότητα των ληστών. Eντέλει, η BMC συμφώνησε να πουλήσει σε
τιμή κόστους έξι αυτοκίνητα και ακόμα 30 σε κανονική τιμή. Μετά από αυτό, οι υπεύθυνοι
της βρετανικής εταιρίας δεν ασχολήθηκαν ξανά με την ταινία, παρά το γεγονός ότι η
«Ληστεία αλά ιταλικά» ήταν έτσι δομημένη, ώστε να αποτελέσει τη μεγαλύτερη διαφήμιση που
έγινε ποτέ στο βρετανικό αυτοκίνητο.
Ανάλογος ανταγωνισμός με αυτόν του πρωταγωνιστικού αυτοκινήτου ακολούθησε και για το ρόλο
του πρωταγωνιστή. Η πρώτη επιλογή ήταν ο νεαρός (τότε) Μάικλ Κέιν, αν και η Παραμάουντ
προσπάθησε να επιβάλλει τον, εξίσου νεαρό και φέρελπι, Ρόμπερτ Ρέντφορντ για το ρόλο. Στο
μεταξύ, ο γνωστός ηθοποιός της εποχής Νόελ Κάουαρντ είχε πεισθεί να παίξει το ρόλο του
εγκεφάλου της συμμορίας, σε μια προσπάθεια ν? αποκτήσει η ταινία και κάποιο γνωστό όνομα
ανάμεσα στους συντελεστές της. Αφού η διανομή των ρόλων κανονίστηκε, ηθοποιοί και
συνεργεία κατέφτασαν στο Τορίνο για να γυρίσουν τις (διάσημες σήμερα) σκηνές των
αυτοκινητοκυνηγητών. Τα Μίνι που θα χρησιμοποιούνταν ήταν προετοιμασμένα από την καλύτερη
ομάδα κασκαντέρ της εποχής, την «Equipe Remy Julienne», οι άνθρωποι της οποίας και θα τα
οδηγούσαν σε όλες τις επικίνδυνες σκηνές, φυσικά. Οι μετατροπές που υπέστησαν τα
αυτοκίνητα για τις ανάγκες των γυρισμάτων ήταν σχετικά περιορισμένες. Περιλάμβαναν την
προσθήκη σκληρότερων ελατηρίων στις αναρτήσεις, προστατευτικές ποδιές για τα κάρτερ των
κινητήρων τους και την τοποθέτηση ενός διακριτικού (ώστε να μη φαίνεται απέξω) κλωβού
ασφαλείας για την προστασία του οδηγού. Εκτός από τα προαναφερθέντα, τα Μίνι Κούπερ S της
ταινίας ήταν απολύτως κανονικά αυτοκίνητα παραγωγής. To στόλο των αυτοκινήτων διαφυγής
της συμμορίας συμπλήρωναν μία ?στον Μάρτιν DB-4 και δύο Τζάγκιουαρ E-Type. Φυσικά, και τα
τρία αυτά αυτοκίνητα καταστράφηκαν στην ταινία, μετά την καταδίωξη που υπέστησαν οι ήρωές
της από τη μαφία. Για να καθησυχάσουμε, πάντως, τους λάτρεις των κλασικών αυτοκινήτων, θα
αναφέρουμε πως, στην πραγματικότητα, αυτό που καταστράφηκε ήταν παλιά, άδεια αμαξώματα
και όχι τα ίδια τα αυτοκίνητα.
Ο κύριος Βαλ Μουσέτι ήταν ένας από τους κασκαντέρ που πήραν μέρος στα γυρίσματα και
θυμάται: «Η ομάδα στην οποία μετείχα οδηγούσε τα αστυνομικά αυτοκίνητα και τις
μοτοσικλέτες καταδίωξης. Επειδή το σενάριο προέβλεπε να ερχόμαστε πάντοτε? δεύτεροι και
καταϊδρωμένοι πίσω από τα Μίνι, έπρεπε να τρακάρουμε συχνά! Οι σκηνοθετημένες συγκρούσεις
ήταν ―με ελάχιστες εξαιρέσεις― εύκολη υπόθεση. Το πιο δύσκολο ήταν η προσπάθειά μας να
μην κάνουμε ζημιές στον περιβάλλοντα χώρο. Στην ταινία υπάρχει μια σκηνή που τα Μίνι,
καθώς ξεγλιστρούν μέσα από το κέντρο της πόλης, κατεβαίνουν μία αρχαία πέτρινη σκάλα
ηλικίας σχεδόν 2000 ετών, και τότε φοβηθήκαμε μήπως οι ποδιές των αυτοκινήτων γδάρουν τα
λίθινα σκαλοπάτια. Επίσης, οι ντόπιοι δοκιμάζονταν από την παρουσία μας ―και
δικαιολογημένα, άλλωστε, αφού προκαλούσαμε ένα σωρό μποτιλιαρίσματα για τις ανάγκες των
γυρισμάτων. Παρ' όλα αυτά, το μόνο που χρειαζόταν να κάνουμε ήταν ένα τηλεφώνημα στην
αστυνομία και οι φωτεινοί σηματοδότες γίνονταν όλοι κόκκινοι για όση ώρα ήταν
απαραίτητο?»
Η αστυνομία του Τορίνο δεν έδειξε να εντυπωσιάζεται, όταν οι άνθρωποι του
κινηματογραφικού συνεργείου ζήτησαν ν? ανεβάσουν τα Μίνι στη στέγη ενός κτιρίου για να
γυρίσουν μερικές σκηνές του κυνηγητού. Η κυρία Χέιζελ Κόλινσον, χήρα του σκηνοθέτη της
ταινίας Πίτερ Κόλινσον, θυμάται:
«Μάλλον έγινε κάποια παρεξήγηση, λόγω της γλώσσας. Οι άνθρωποί μας είχαν χρησιμοποιήσει
την ιταλική λέξη ?μάκινα? (macchina), όταν προσπάθησαν να εξηγήσουν τί ήθελαν να κάνουν.
Πρόκειται για μία λέξη που χρησιμοποιείται, όταν κάποιος αναφέρεται γενικά σε μηχανές.
Μπορεί να σημαίνει και αυτοκίνητο, αλλά συνήθως χρησιμοποιείται για την περιγραφή μικρών
μηχανικών συσκευών, όπως ακριβώς είναι και η κινηματογραφική μηχανή λήψης. Έτσι, όταν
ζητήσαμε ν? ανεβάσουμε τη? ?μάκινα? στη στέγη, όλοι περίμεναν απλώς ν? ανεβάσουμε την
κάμερα. Δεν χρειάζεται να σας περιγράψω το? σοκ που υπέστησαν, όταν είδαν, επιπροσθέτως,
και τρία Μίνι να τρέχουν σαν δαιμονισμένα στη στέγη του κτιρίου που είχαμε επιλέξει!»
Εκτός, όμως, από τα μικροπροβλήματα της συνεννόησης με τις αρχές της πόλης, υπήρξαν και
προβλήματα συνεννόησης και ανάμεσα στους συντελεστές της ταινίας. Διαφωνίες είχαν
προκύψει ως προς τη μορφή που θα έπρεπε να έχει το αυτοκινητοκυνηγητό. Αρχικά, ο
συγγραφέας του σεναρίου το ήθελε κάπως πιο ρεαλιστικό, ενώ ο σκηνοθέτης ήθελε να το κάνει
όσο γινόταν πιο... περιπετειώδες. Τελικά, υπερίσχυσε η σκηνοθετική άποψη, βοηθούμενη,
βέβαια, και από τη φαντασία και την επιδεξιότητα της ομάδας των κασκαντέρ της «Remy
Julienne». Αποτέλεσμα του συνδυασμού αυτού ήταν και μία από τις πλέον χαρακτηριστικές
σκηνές της ταινίας: Το αυτοκινητοκυνηγητό, αφού κατέληγε στις στέγες των σπιτιών,
κορυφωνόταν με ένα άλμα τριών Μίνι από ταράτσα σε ταράτσα! Το άλμα είχε μήκος 20 μέτρων
και κινηματογραφήθηκε στην ταράτσα του εργοστασίου της Φίατ (του γνωστού μας? Λινγκότο,
το οποίο διαθέτει πίστα στην οροφή του). Ο χώρος, στον οποίο θα γινόταν το άλμα,
πλαισιώθηκε από σκηνικά που απεικόνιζαν μία καφετέρια στο δρόμο που (υποτίθεται πως)
υπήρχε από κάτω και στο βάθος καμινάδες εργοστασίων, για να δοθεί η απαραίτητη
ψευδαίσθηση ενός διαφορετικού περιβάλλοντος χώρου στην κάμερα. Ωστόσο, το άλμα ήταν πέρα
για πέρα αληθινό. Οι κασκαντέρ της ομάδας του Julienne είχαν υπολογίσει πως τα τρία
αυτοκίνητα θα έπρεπε να πατήσουν στις ειδικές κεκλιμένες ράμπες που είχαν στηθεί για να
τα? απογειώσουν με ταχύτητα τουλάχιστον 80 χλμ./ώρα, ώστε να καταφέρουν να περάσουν
απέναντι.
«Θυμάμαι, επανέρχεται η κυρία Κόλινσον, πως έβλεπα τους κασκαντέρ της ομάδας του Remy
Julienne να πηγαίνουν ένας ένας στην άκρη της ταράτσας και να κοιτούν το κενό. Ήξεραν
πως, αν κάτι δεν πήγαινε καλά, είχαν μεγάλες πιθανότητες να σκοτωθούν». Παρ? όλα αυτά, το
άλμα εκτελέστηκε με απόλυτη επιτυχία, μόνον με κάποιες λογικές φθορές στα αυτοκίνητα. Ένα
από τα Μίνι έπαθε ζημιές στον κινητήρα, ενώ σ? ένα άλλο καταστράφηκε η ανάρτηση. Οι
διαφωνίες ως προς τη μορφή που θα είχε το κυνηγητό των αυτοκινήτων, όμως, συνέχισαν να
υπάρχουν. Κορυφώθηκαν, όταν ο σκηνοθέτης αποφάσισε να γυρίσει μια πολύ ευρηματική σκηνή:
Τα Μίνι να γλιστρούν πάνω σε μια παγωμένη επιφάνεια υπό τους ήχους μιας ορχηστρικής
διασκευής του «Γαλάζιου Δούναβη» του Στράους. Η σκηνή ήταν πολύ προσεκτικά γυρισμένη και
χορογραφημένη, κόστισε πάρα πολλά χρήματα, αλλά δυστυχώς κατέληξε στο? πάτωμα της
αίθουσας του μοντάζ.
«Παρ? ότι η σκηνή αυτή έδειχνε φανταστική, λέει ο σεναριογράφος κύριος Μάρτιν, κατά τη
γνώμη μου, έβγαζε τον θεατή από το ρυθμό του κυνηγητού και νομίζω πως τελικά ήταν
καλύτερα που κόπηκε από την ταινία». Η εν λόγω σκηνή έγινε αιτία να ερίζουν ο σκηνοθέτης
και η παραγωγός εταιρία, εκτός των άλλων, και διότι ήταν πολύ ακριβή στην εκτέλεσή της
και έφερε την παραγωγή στα όρια του προϋπολογισμού της. Μετά απ? αυτό, η Παραμάουντ ήθελε
να τελειώνουν τα γυρίσματα το συντομότερο δυνατόν και με το μικρότερο κόστος. Το
αποτέλεσμα ήταν η γνωστή τελευταία σκηνή της ταινίας στον γκρεμό. Σύμφωνα με τον κύριο
Μάρτιν, το αρχικό σενάριο προέβλεπε ένα πιο? «σοφιστικέ» τέλος: Οι ληστές καταφέρνουν να
περάσουν στην Ελβετία και δύο από αυτούς ασφαλίζουν το χρυσάφι σε μία τραπεζική θυρίδα.
Ωστόσο, κατά την έξοδό τους από το υποκατάστημα, πέφτουν σε ενέδρα των ανδρών της Μαφίας
και εκτελούνται πριν προλάβουν να συναντήσουν τους συντρόφους τους. Έτσι, ενώ η συμμορία
καταφέρνει να κλέψει το χρυσάφι, οι μόνοι άνθρωποι που γνωρίζουν το συνδυασμό της θυρίδας
είναι νεκροί? «Δεν υπήρχαν τα χρήματα για να τελειώσουμε την ταινία μ? αυτόν τον τρόπο,
συνεχίζει ο κύριος Μάρτιν, κι έτσι κλείσαμε με τη γνωστή σκηνή που το λεωφορείο πέφτει
στον γκρεμό. Εμένα δεν μου άρεσε το τέλος αυτό, ούτε και στον Μάικλ Κέιν και, νομίζω,
ούτε και στο σκηνοθέτη. Όμως, το τέλος αυτό είναι ένας από τους λόγους που η ταινία
έμεινε στη μνήμη του κοινού».
Αφήστε που έτσι έμειναν και ανοιχτές οι πιθανότητες για μια ανάλογη συνέχεια της ταινίας
στις μέρες μας. Οι φήμες λένε πως στη σύγχρονη εκδοχή τον πρωταγωνιστικό ρόλο θα τον έχει
το νέο Beetle της Φολκσβάγκεν. Θεός φυλάξοι!