4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Tετρακίνηση

  • To ηλεκτρο-υδραυλικό σύστημα σουηδικής προέλευσης υποκαθιστά, στα αυτοκίνητα της Άουντι με εγκάρσια τοποθετημένο κινητήρα, το κλασικό κεντρικό διαφορικό, μοιράζοντας τη ροπή σε ποσοστά από 100%-0% έως και 50%-50% μεταξύ του εμπρός και του πίσω άξονα.

Γιατί η κίνηση να μεταφέρεται στους δύο τροχούς, τη στιγμή που το αυτοκίνητο έχει
τέσσερις; Tο ερώτημα αυτό φαίνεται να απασχόλησε έντονα τους μηχανικούς, ακόμα και πριν
την αυγή του 20ού αιώνα, που κατάφεραν να υλοποιήσουν την τετρακίνηση και να αναδείξουν
την πρακτική αξία της.

Kείμενο: Nίκος Kουνίτης

H ιδέα της μετάδοσης της κίνησης και στους τέσσερις τροχούς είναι σχεδόν το ίδιο παλιά με
την εφεύρεση του αυτοκινήτου. H πρώτη ευρεσιτεχνία για ένα μηχανικό σύστημα τετρακίνησης
χρονολογείται από το 1898 και ανήκει στον Pόμπερτ E. Tούιφορντ από το Πίτσμπουργκ των
H.Π.A. Ωστόσο, το πρώτο αυτοκίνητο που μετέτρεψε τη θεωρία σε πράξη κατασκευάστηκε επτά
χρόνια αργότερα: το ολλανδικό Σπάικερ 50 HP, που προοριζόταν για αγωνιστική χρήση,
διέθετε ένα κεντρικό διαφορικό το οποίο μοίραζε την κίνηση και στους δύο άξονες.
Έκτοτε, η πρωτότυπη ιδέα του κ. Tούιφορντ εξελίχθηκε και εφαρμόστηκε με επιτυχία σε
στρατιωτικά και, γενικότερα, σε εκτός δρόμου οχήματα. Δεν μπόρεσε, όμως, να καθιερωθεί
ποτέ ούτε στα αγωνιστικά ούτε στα πολιτικά αυτοκίνητα, παρά τις προσπάθειες των δύο
βρετανικών εταιρειών, BRM και Tζένσεν, στις δεκαετία του ?60. Tο αγωνιστικό P99
αποδείχθηκε αρκετά βαρύ (άρα και αργό), ενώ το πρωτοποριακό για την εποχή του Tζένσεν FF
V8 και το μεταγενέστερο Iντερσέπτορ δεν γνώρισαν ιδιαίτερη επιτυχία, φέρνοντας μάλιστα
την εταιρεία στα πρόθυρα της χρεωκοπίας.
H ιδέα της χρήσης τετρακίνησης σε αυτοκίνητα δρόμου έμεινε στην αφάνεια μέχρι το 1980, τη
χρονιά που η ?ουντι αποφάσισε να εξελίξει ένα ξεχωριστό σπορ αυτοκίνητο κατόπιν προτροπής
του τότε Tεχνικού Διευθυντή Φέρντιναντ Πιχ. H επιτυχία στους αγώνες ράλι ξεκίνησε μια
σειρά αλυσιδωτών αντιδράσεων, που είχαν ως αποτέλεσμα την εξέλιξη και εδραίωση της
τετρακίνησης στη σημερινή της μορφή.

Tα μυστικά της τετρακίνησης
Kλειδί της κατασκευής ενός συστήματος μετάδοσης της κίνησης και στους τέσσερις τροχούς
του αυτοκινήτου αποτελεί ο τρόπος μοιράσματος της ροπής μεταξύ του εμπρός και του πίσω
άξονα. Όπως μεταξύ των τροχών παρεμβάλλεται ένα διαφορικό, που επιτρέπει στους
κινητήριους τροχούς να περιστρέφονται με διαφορετική ταχύτητα, έτσι απαιτείται και μία
αντίστοιχη διάταξη μεταξύ του εμπρός και του πίσω άξονα. O λόγος, απλός: όταν το
αυτοκίνητο στρίβει, οι εσωτερικοί προς την καμπή τροχοί διαγράφουν τόξα μικρότερης
ακτίνας, διανύοντας μικρότερη απόσταση απ? ό,τι οι εξωτερικοί, οι οποίοι, κατά συνέπεια,
πρέπει να εκτελέσουν περισσότερες περιστροφές. Tο ίδιο ισχύει, όμως, και για τους πίσω,
σε σχέση με τους εμπρός τροχούς, οπότε, αναγκαστικά, εμπρός και πίσω άξονας πρέπει να
περιστρέφονται με διαφορετικές ταχύτητες. Έτσι, για να μπορεί να στρίβει ένα τετρακίνητο
αυτοκίνητο (έστω και σε ήρεμους ρυθμούς) χωρίς να «κουρδίζει» τον κεντρικό άξονα, θα
πρέπει να υπάρχει, εκτός των εμπρός και πίσω διαφορικών, και ένα τρίτο ή ένα αναλόγου
αποτελέσματος σύστημα. Kαι εδώ βρίσκεται η βασική διαφορά στις υλοποιήσεις των συστημάτων
μόνιμης τετρακίνησης που συναντώνται στα σύγχρονα αυτοκίνητα.
Bέβαια ―ανοίγοντας μια παρένθεση― υπάρχουν και διατάξεις χωρίς κεντρικό διαφορικό, στα
κατ? επιλογήν τετρακίνητα οχήματα. Σ? αυτήν την περίπτωση, από το κιβώτιο ταχυτήτων
δίδεται κίνηση σε δύο κινητήριους άξονες, ο ένας εκ των οποίων μπορεί να απομονωθεί με
μηχανικό σύστημα σύμπλεξης-αποσύμπλεξης. Mε αυτόν τον τρόπο, το προσθιοκίνητο (ή
πισωκίνητο) αυτοκίνητο μετατρέπεται σε τετρακίνητο κατ? επιλογήν του οδηγού. Σύμφωνα,
όμως, με τα δυναμικά χαρακτηριστικά, που αναλύσαμε προηγουμένως, προκύπτουν μειονεκτήματα
έντονης φθοράς των μηχανικών τμημάτων, των ελαστικών, αλλά και επιπτώσεις στην οδική
συμπεριφορά του αυτοκινήτου. Έτσι, τα εν λόγω συστήματα τοποθετούνται πλέον μόνο σε
ορισμένα εκτός δρόμου οχήματα (όπου χρησιμοποιούνται σε μικρές ταχύτητες) και η πιο
ενδεδειγμένη λύση για τα επιβατικά αυτοκίνητα είναι αυτή της μόνιμης τετρακίνησης.
Mια πιο σύγχρονη εξέλιξη της κατ? επιλογήν τετρακίνησης είναι η κατά περίσταση
τετρακίνηση, η οποία αποτελείται από έναν άξονα μετάδοσης της κίνησης προς τους πίσω
τροχούς, έναν πολύδισκο συμπλέκτη που τον εμπλέκει ή απεμπλέκει αυτόματα από το πίσω
διαφορικό και δύο υδραυλικές αντλίες. H μία αντλία παίρνει κίνηση από τους πίσω τροχούς
(μέσω του πίσω διαφορικού), η δεύτερη από τους εμπρός (μέσω του άξονα μετάδοσης) και οι
δύο αποτελούν μέρος ενός κλειστού υδραυλικού συστήματος στο οποίο κυκλοφορεί υδραυλικό
υγρό. Όταν οι εμπρός και οι πίσω τροχοί έχουν την ίδια ταχύτητα περιστροφής, τότε δεν
δημιουργείται πίεση στο σύστημα. Aντίθετα, όταν οι τροχοί περιστραφούν με διαφορετική
ταχύτητα (στην περίπτωση που οι εμπρός τροχοί σπινάρουν), τότε και οι αντλίες
περιστρέφονται με διαφορετική ταχύτητα, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί πίεση στο σύστημα.
H πίεση ενεργοποιεί μια βαλβίδα του πολύδισκου συμπλέκτη, ο οποίος, με τη σειρά του,
εμπλέκει τον άξονα μετάδοσης με το πίσω διαφορικό. Έτσι, το αυτοκίνητο, το οποίο μέχρι
εκείνη τη στιγμή λειτουργεί ως αμιγώς προσθιοκίνητο, μετατρέπεται σε τετρακίνητο, με
μεταφορά ποσοστού ροπής στους πίσω τροχούς ανάλογη προς τη διαφορά ταχύτητας περιστροφής
των εμπρός και των πίσω τροχών.

O ρόλος των διαφορικών
Kλείνοντας την παρένθεση, επανερχόμαστε στα διάφορα είδη διαφορικών που χρησιμοποιούνται
στη μόνιμη τετρακίνηση. Γίνεται αντιληπτό πως για να εκμεταλλευτεί κάποιος τα
πλεονεκτήματα πρόσφυσης και οδικής συμπεριφοράς της κίνησης σε όλους τους τροχούς, θα
πρέπει να αξιοποιήσει πλήρως τις δυνατότητές της. Για να αποτραπεί το σπινάρισμα ενός
ζεύγους τροχών και η ακινητοποίηση του άλλου, απαιτείται η τοποθέτηση ενός ελεγχόμενου
(«μπλοκέ») κεντρικού διαφορικού. Όπως συμβαίνει και στην περίπτωση μεταξύ των τροχών ενός
άξονα, ένα κοινό διαφορικό επιτρέπει σε κάθε ζεύγος τροχών να περιστρέφεται με
διαφορετική ταχύτητα, κατανέμει όμως τη ροπή ισομερώς. Aν λοιπόν, για παράδειγμα, οι
εμπρός τροχοί βρεθούν σε ολισθηρό οδόστρωμα και σπινάρουν, ελαχιστοποιείται η ροπή που
μεταφέρεται σε αυτούς και ανάλογα μικρή είναι η ροπή που μεταδίδεται στον άλλο άξονα. Mε
λίγα λόγια, το αυτοκίνητο κινδυνεύει να ακινητοποιηθεί. Για την αντιμετώπιση του
προβλήματος έχουν εξελιχθεί διάφοροι τύποι «μπλοκέ» διαφορικών, οι οποίοι μεταφέρουν
περισσότερη ροπή στους τροχούς με τη μεγαλύτερη πρόσφυση. H λειτουργία τους βασίζεται σε
έναν πρόσθετο μηχανισμό δίσκων τριβής ή κώνων τριβής, είτε γραναζιών με αυτοαναστολή
κίνησης (διαφορικό τύπου Tόρσεν), είτε «υγρών» ―με σιλικονούχο λάδι― δίσκων (συνεκτικός
συμπλέκτης). Tο τελευταίο σύστημα λειτουργεί βάσει της διαφοράς περιστροφής μεταξύ του
εμπρός και του πίσω άξονα, από την οποία προκύπτει θέρμανση και διόγκωση της σιλικόνης,
με αποτέλεσμα οι δίσκοι συνεκτικής σύζευξης να έρχονται σε επαφή και να μεταφέρεται
περισσότερη ροπή στους τροχούς με τη μεγαλύτερη πρόσφυση. H διαφορά του με τα υπόλοιπα
συστήματα έγκειται στον τρόπο αύξησης του περιορισμού της ολίσθησης. Στα συστήματα με
δίσκους τριβής ο περιορισμός της ολίσθησης είναι ανάλογος της ροπής του κινητήρα, στα
Tόρσεν ανάλογος της διαφοράς ροπής των αξόνων. Eπικρατέστες λύσεις έχουν αποδειχθεί,
πάντως, τα διαφορικά τύπου Tόρσεν και οι συνεκτικοί συμπλέκτες.
Ένα διαφορετικής φιλοσοφίας σύστημα έχει εξελίξει και χρησιμοποιεί στα μοντέλα με
εγκάρσια τοποθετημένο κινητήρα η ?ουντι. Aντί για τρίτο διαφορικό χρησιμοποιείται το
ηλεκτρο-υδραυλικό σύστημα της σουηδικής εταιρείας Xάλντεξ, που τοποθετείται στον κεντρικό
άξονα, δίνοντας κίνηση και στο πίσω διαφορικό σε ποσοστό που κυμαίνεται από 100-0% έως
και 50-50% μεταξύ του εμπρός και του πίσω άξονα. Πρόκειται για ένα σύστημα που βασίζεται
στο αντίστοιχο προσθιοκίνητο μοντέλο, με τον πίσω άξονα να συμπλέκεται και να
αποσυμπλέκεται κατ? επιλογήν, τη στιγμή που το κεντρικό σύστημα ελέγχου αποφασίζει ότι
κάτι τέτοιο είναι απαραίτητο.

Tετρακίνηση=ενεργητική ασφάλεια
Ποια είναι, εντέλει, τα πλεονεκτήματα που προσφέρει η τετρακίνηση στην ενεργητική
ασφάλεια ενός αυτοκινήτου; Η θεωρία λέει ότι ένα τετρακίνητο αυτοκίνητο έχει μεγαλύτερα
περιθώρια πρόσφυσης σε σχέση με το δικίνητο, όχι μόνο κατά το διαμήκη άξονα αλλά και κατά
τον εγκάρσιο, δηλαδή στις στροφές. Η (κάπως απλοποιημένη) εξήγηση λέει τα εξής: ένα
λάστιχο έχει μια συγκεκριμένη συνολική «ποσότητα» πρόσφυσης, που κάθε στιγμή μπορεί να
μοιράζεται προς όλες τις κατευθύνσεις, χωρίς όμως το σύνολο να ξεπερνά το δεδομένο
μέγιστο. Αν, δηλαδή, φρενάρεις και στρίβεις ταυτόχρονα, η συνολική διαθέσιμη δύναμη από
το ελαστικό μοιράζεται κατά κάποιο ποσοστό στο φρενάρισμα και στη στροφή, αλλά δεν μπορεί
να φτάσει τη μέγιστη τιμή που θα έφτανε το σκέτο φρενάρισμα στην ευθεία ή τη στροφή στα
όρια της πρόσφυσης χωρίς ταυτόχρονη επιτάχυνση ή επιβράδυνση.
Πάντως, η σημαντική παρατήρηση είναι ότι στην περίπτωση του τετρακίνητου οχήματος, η ροπή
του κινητήρα (δηλαδή, η συνολική ελκτική δύναμη στο αυτοκίνητο) μοιράζεται σε τέσσερις
τροχούς αντί σε δύο, οπότε αυτό σημαίνει ότι ο καθένας από αυτούς έχει πολύ ελαφρύτερο
έργο κατά το διαμήκη άξονα στη διάρκεια της επιτάχυνσης, οπότε «περισσεύει» περισσότερη
διαθέσιμη πρόσφυση κατά τον εγκάρσιο. Σύμφωνα, λοιπόν, με αυτήν τη θεωρητική ανάλυση, ένα
τετρακίνητο αυτοκίνητο έχει μεγαλύτερα περιθώρια πλευρικής πρόσφυσης στις στροφές, όταν ο
οδηγός στρίβει και ταυτόχρονα πατάει γκάζι για να επιταχύνει, σε σχέση με το αντίστοιχο
δικίνητο αυτοκίνητο με τα ίδια λάστιχα. Aλλά και η καλύτερη ελκτική πρόσφυση πρακτικά
σημαίνει πως η ισχύς του κινητήρα «βγαίνει» στο δρόμο χωρίς σπινάρισμα των τροχών, και
όλες τις δυσάρεστες επιπτώσεις, τόσο στην οδική συμπεριφορά του αυτοκινήτου όσο και στη
δυνατότητα κίνησης σε οδόστρωμα περιορισμένης ολίσθησης (βρεγμένο, χώμα, χιόνι).

Tο μέλλον
Aνατρέχοντας στην ιστορία της εξέλιξης της μόνιμης τετρακίνησης για τα επιβατικά
αυτοκίνητα, θα δούμε ότι οι κύριες διαφορές κάθε γενιάς εντοπίζονται, κυρίως, στις
διαφορές των συστημάτων κατανομής της ροπής. Παίρνοντας ως τεχνολογικό σημείο αναφοράς
τους αγώνες ―και τις καινοτομίες που εκεί εφαρμόζονται για πρώτη φορά, έως ότου περάσουν,
σιγά σιγά, και στα «καθημερινά» αυτοκίνητα των κοινών θνητών―, θα λέγαμε ότι το μέλλον
της τετρακίνησης βρίσκεται στη χρήση ηλεκτρονικά ελεγχόμενων διαφορικών. Aποτέλεσμα, η
αυτόματη και ευρεία αυξομείωση του βαθμού ολίσθησης ανάλογα με τις συνθήκες κίνησης,
σύμφωνα με στοιχεία που συλλέγονται από διάφορες παραμέτρους, όπως η ταχύτητα περιστροφής
των τροχών, η δύναμη πέδησης, ή ακόμα και η πλευρική επιτάχυνση._N. K.


Xάλντεξ ή Tόρσεν;
H ¶ουντι χρησιμοποιεί σήμερα δύο διαφορετικά συστήματα τετρακίνησης στα τετρακίνητα
μοντέλα που παράγει, με δύο ή με τρία διαφορικά αντίστοιχα.
Στην εκδοχή με δύο διαφορικά (όπως στη σειρά A3 και στο τετρακίνητο TT) υπάρχει από ένα
συμβατικό, μηχανικό διαφορικό στον εμπρός και στον πίσω άξονα, και ανάμεσά τους
παρεμβάλλεται ένας ηλεκτρο-υδραυλικός συμπλέκτης της εταιρείας Xάλντεξ. Στις καθημερινές
μετακινήσεις σε καλής ποιότητας άσφαλτο, ο συμπλέκτης αυτός έχει τη βασική αποστολή να
«ανοίγει», ώστε να μπορεί να στρίβει το αυτοκίνητο χωρίς να «κουρδίζει» τον κεντρικό
άξονα. Τη στιγμή, όμως, που το σύστημα αντιλαμβάνεται την ανάγκη για αυξημένη πρόσφυση
(για παράδειγμα, σε βρεγμένη ή γλιστερή άσφαλτο), ο συμπλέκτης «κλειδώνει» αμέσως, ώστε
να μεταφέρει ροπή και στους πίσω τροχούς (είναι προφανές ότι οι ακραίες θέσεις του
συστήματος είναι από 100%-0% μέχρι και 50%-50% εμπρός-πίσω). Όταν το αυτοκίνητο στρίβει
και ο οδηγός πατά το γκάζι μέχρι το τέρμα, τότε το μόνο που μπορεί να γίνει (σε ελαφρά
γλιστερό οδόστρωμα) είναι να «ξεθυμάνει» η μετάδοση, διώχνοντας ελαφρά το πίσω μέρος,
μόνον όμως κατά τη διαφορά (δ) που φαίνεται στο σχήμα. Μόλις οι πίσω τροχοί έλθουν στις
ίδιες τροχιές με τους εμπρός, η ροπή θα μοιράζεται, πλέον, ισομερώς στους δύο άξονες και
οποιοδήποτε γλίστρημα θα σταματήσει εκεί. Αυτή είναι και η εξήγηση για την υποψία
«υπερστροφής ισχύος» που εμφανίζεται με το συγκεκριμένο σύστημα. H πραγματική υπερστροφή
ισχύος είναι, όμως, αδύνατη. Πρέπει να υπάρχει και τρίτο διαφορικό ή διαφορετική διάταξη
στη μετάδοση (για παράδειγμα, μόνιμη μετάδοση πίσω και Χάλντεξ για τους εμπρός τροχούς),
έτσι ώστε, μέσω της μεταφοράς περισσότερης ροπής, οι πίσω τροχοί να καταφέρουν να βγουν
πιο έξω προς το εξωτερικό της στροφής, διαγράφοντας μεγαλύτερο τόξο απ? ό,τι οι
μπροστινοί.
Aντίθετα, στην περίπτωση της τετρακίνησης με τρία διαφορικά και κεντρικό διαφορικό τύπου
Tόρσεν, η μετάδοση της κίνησης είναι διαρκής και στους τέσσερις τροχούς, αφού το κεντρικό
διαφορικό φροντίζει να τη «μοιράζει» κάθε στιγμή ανάμεσα στους δύο άξονες. Σε συνθήκες
καλής πρόσφυσης, το ελεγχόμενο διαφορικό Tόρσεν που χρησιμοποιείται στο κέντρο, επιτρέπει
τις διαφορές ταχυτήτων, έτσι ώστε το αυτοκίνητο να στρίβει χωρίς κανένα πρόβλημα και
χωρίς περίεργους θορύβους ή αντιδράσεις από τη μετάδοση. Όταν, όμως, σε συνθήκες χαμηλής
πρόσφυσης αρχίσουν να γλιστρούν οι εμπρός ή οι πίσω τροχοί, το κεντρικό διαφορικό αμέσως
«αισθάνεται» τη διαφορά στη ροπή που μεταφέρεται και πάραυτα αρχίζει να «κλειδώνει»
σταδιακά, ώστε να μεταφέρει ροπή προς τους τροχούς που έχουν καλύτερη πρόσφυση. Tο προσόν
του συστήματος αυτού είναι η πλέον «καθαρόαιμη» και ομοιογενής τετρακίνητη συμπεριφορά,
το μειονέκτημα όμως είναι το μεγαλύτερο κόστος και η πολυπλοκότητα, αλλά και το
μεγαλύτερο συνολικό βάρος του συστήματος._K. Λ.

σχέδιο K. Λ.