4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Κώστας Λακαφώσης

Mind Games

Η φωτογραφία δείχνει ένα αγωνιστικό αυτοκίνητο, μέσα σε μία κατ? επίφαση «αυτοκινητιστική
σελίδα». Κι όμως, το θέμα που θίγει το «Πνεύμα Αντιλογίας» αυτόν το μήνα δεν έχει καμία
σχέση με το αυτοκίνητο. Αυτοκινητιστική ήταν η αφορμή.

ΤO μυαλό του ανθρώπου είναι περίεργη «μηχανή». Όπως ο κινητήρας του αυτοκινήτου, άλλοτε
«ξυπνάει» καλά και αποδίδει, άλλοτε είναι κουρασμένο και δεν ευστροφεί. Η στιγμιαία του
απόδοση μπορεί να μεταβάλλεται ελαφρώς, ανάλογα με τις συνθήκες, η συνολική του επίδοση,
όμως, κυμαίνεται συνήθως γύρω από μία δεδομένη τιμή «μέγιστης ιπποδύναμης». Πολλές φορές
λέμε «μέχρι εκεί φτάνει το μυαλό μου», σηκώνοντας αδιάφορα τους ώμους και δεχόμενοι τους
φυσικούς περιορισμούς που θεωρούμε ότι υπάρχουν. Είναι, όμως, δεδομένα τα όρια του κάθε
ανθρώπου, και (κυρίως) τα έχουμε, άραγε, ανακαλύψει;

Μάλλον όχι?
? όπως διαπιστώσαμε εντελώς (μα εντελώς) τυχαία, στο Ράλι Ολύμπιο. Τα «μεταφυσικά», που
υποσχεθήκαμε στο προηγούμενο τεύχος ότι θα σας διηγηθούμε, δεν έχουν καμία σχέση με την
τελική, άτυχη κατάληξη της συμμετοχής στο συγκεκριμένο αγώνα. Αυτά είναι απλώς ζητήματα
που αναφέρονται συνοπτικά στο ξεχωριστό πλαίσιο που ακολουθεί, αλλού όμως βρίσκεται το
«θέμα». Ας δούμε την ιστορία, όσο είναι δυνατό, βέβαια, να περάσει στο χαρτί? Οι ζημιές
της πρώτης μέρας μάς έχουν ρίξει πολύ πίσω στην κατάταξη, το αυτοκίνητο κινείται πλέον με
κιβώτιο παραγωγής (με μακριές σχέσεις και απλό διαφορικό), οπότε τα χρονόμετρα είναι μόνο
για προσωπική χρήση και σύγκριση. Οι Καρούτες, πρακτικά άγνωστος δρόμος: δύο φορές στις
δοκιμές και άλλη μία στο πρώτο πέρασμα, και φτάνουμε για δεύτερη φορά στην αφετηρία χωρίς
ιδιαίτερη όρεξη, σκεπτόμενοι το «χτικιό» στα πρώτα ανηφορικά χιλιόμετρα χωρίς μπλοκέ και
σχέσεις. Πραγματικά, τα πρώτα 7-8 χιλιόμετρα κυλούν σαν αγγαρεία, μέχρι που φτάνουμε στο
οροπέδιο με κόκκινο, σκληρό χώμα και γρήγορες, αλλά στενές καμπές χωρίς ορατότητα. Το
συγκεκριμένο κομμάτι, σαφώς πιο ευχάριστο, αλλά χρειάζεται πολύ καλή γνώση του δρόμου για
να μπορέσει κανείς να «μην αφήνει» ανάμεσα στους θάμνους. Πάμε «για πλάκα» να ανεβάσουμε
ρυθμό, αλλά είμαστε μάλλον αδιάβαστοι?
Κλικ!
Χωρίς καμία απολύτως προειδοποίηση και χωρίς, άλλωστε, καμία πίεση (αφού τη συγκεκριμένη
στιγμή δεν κυνηγάμε ούτε θέσεις ούτε χρόνους), εντελώς ξαφνικά, το μυαλό του οδηγού
θολώνει στιγμιαία και έπειτα περνά σε ένα άλλο «επίπεδο». Η οξύτητα της όρασης, από τα
9,5/10 γίνεται 11/10 (ο οφθαλμίατρος δεν θα το πιστέψει αργότερα, αλλά για λίγη ώρα
εξαφανίζεται μέχρι και ο αστιγματισμός που δεν διορθώνουν πλήρως οι φακοί επαφής), ενώ η
ακοή απομονώνει εντελώς τη φωνή του συνοδηγού από οποιονδήποτε άλλο θόρυβο του
περιβάλλοντος. Η αντίληψη και ερμηνεία των σημειώσεων είναι πλέον άμεση και δεν απαιτεί
μετάφραση («αριστερή» είναι προς τα εδώ, «διαρκείας», άρα έχει κι άλλο, «κλείνει στο
θάμνο», πού είναι ο θάμνος;). Ο πρακτικά άγνωστος δρόμος μοιάζει να ξετυλίγεται σαν
γνωστή εικόνα, με κάποιον περίεργο και ανεξήγητο τρόπο «βλέπουμε» τί έρχεται πριν ακόμα
φτάσουμε στη στροφή, ενώ, το πιο «μαγικό», αισθανόμαστε ότι ο στενός χωματόδρομος έχει
φαρδύνει σαν εθνική οδός με τέσσερις λωρίδες! Ο χρόνος κόβεται σε επιπλέον κλάσματα του
δευτερολέπτου και αρχίζει να λειτουργεί σαν προσφορά πολυκαταστήματος: «στα δύο, το ένα
δώρο»: το μυαλό προλαβαίνει να αναγνωρίσει την εικόνα που βλέπει, να επεξεργαστεί την
επόμενη σημείωση που υπαγορεύει ο συνοδηγός, να δώσει την εντολή στα χέρια και στα πόδια
που κατευθύνουν το αυτοκίνητο, κι όμως να βρίσκει ενδιάμεσα «κενά» στο χρόνο, ώστε να
προλαβαίνει να παρατηρήσει τα πετραδάκια στο δρόμο, τα κλαδάκια στα δέντρα, έναν παράξενο
θάμνο που γυαλίζει στον ήλιο? Μια αδιάφορη ματιά στο ταχύμετρο, σε ένα κομμάτι με
διαρκείς καμπές ανάμεσα σε θάμνους, δείχνει τη βελόνα να έχει περάσει τα 135 και να
ανεβαίνει προς τα 140! Ταχύτητα εξωφρενική για το συγκεκριμένο σημείο, το συγκεκριμένο
αυτοκίνητο, αλλά και την εμπειρία του συγκεκριμένου οδηγού. Κι όμως, στα δέκα δεκαπέντε
χιλιόμετρα που διαρκεί το απόκοσμο αυτό «πέρασμα στην άλλη διάσταση», το Στάρλετ ούτε μια
στιγμή δεν γλιστρά παραπάνω από όσο πρέπει, ούτε μια φορά δεν μπλοκάρει τα φρένα του και
ο οδηγός ούτε μια στιγμή δεν ανησυχεί ότι κάτι μπορεί να συμβεί. Η αίσθηση είναι ότι το
αυτοκίνητο «πάει μόνο του», η εικόνα είναι σαν να βλέπεις βίντεο του Μάκινεν, και η
ανάμνηση, δέκα μέρες μετά, μοιάζει «ψεύτικη», σαν να τα έχουμε δει όλα στον ύπνο μας.
Ευτυχώς, τα θυμάται όλα ο συνοδηγός (που παρέμεινε νηφάλιος!), αλλά και τα «40 κάτω» που
επιβεβαιώνουν ότι «κάτι συνέβη». Αυτό, όμως, που είναι αδηρίτως ολοζώντανο, είναι το
συναίσθημα στο «στοπ» της ειδικής, όπου ολόκληρη η ένταση αποφορτίζεται απότομα και
έντονα, αφήνοντας ολόγυμνη την ανακάλυψη μιας εντελώς πρωτόγνωρης και απίστευτης πλευράς
της ανθρώπινης φύσης, που δεν μοιάζει με τίποτα από αυτά που ξέρουμε.

Κρίσιμα ερωτήματα
Είναι δυνατό να ελέγχει κανείς το μυαλό του τόσο πολύ, που να μπορεί να «ενεργοποιεί»
κατά βούληση μια τέτοια κατάσταση απίστευτης αυτοσυγκέντρωσης και διαύγειας; Μπορούν,
άραγε, ο Σουμάχερ και ο Χάκινεν, ή ο Μάκινεν και ο Σάινθ, να οδηγούν δίνοντας το τιμόνι
στο υποσυνείδητό τους; Και, για να πάμε λίγο πιο μακριά, πόσα άλλα πράγματα μπορεί να
κάνει το μυαλό μας, που εμείς ούτε το υποψιαζόμαστε; Μήπως, πραγματικά, το δουλεύουμε σε
όλη μας τη ζωή, χαλαρά, «στη ροπή», επειδή δεν φανταζόμαστε (και δεν μας είπε κανείς) ότι
μπορεί να «πάει οκτώ»; Τελευταίο ερώτημα, επί προσωπικού: ό,τι κι αν ήταν αυτή η παράξενη
εμπειρία, θα ξανάρθει ποτέ στο μέλλον, ή «μία φορά ήταν και πάει»; Κι αν δεν ξανάρθει,
όμως, αρκεί που το είδαμε, που ξέρουμε ότι υπάρχει. Αυτό είναι, άλλωστε, και το
πραγματικό νόημα των αγώνων αυτοκινήτου: η μοναδική ευκαιρία να ζήσει κανείς συναισθήματα
που δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στον κόσμο.

? και μία τούμπα!
Μας το είχαν πει, βέβαια, οι παλαιότεροι, αλλά? αν δεν πάθεις, δεν μαθαίνεις. «Ποτέ μη
χαλαρώνεις πηγαίνοντας αργά», μας είχαν επαναλάβει προηγούμενοι παθόντες, αλλά, φυσικά,
στη θεωρία η συμβουλή μοιάζει παιδαριώδης. Με το μυαλό ακόμα στις Καρούτες (βλ.
παραπάνω), έχουμε «κατεβάσει διακόπτες» και κατηφορίζουμε στην Αγ. Ευθυμία σε ρυθμό «άντε
να φτάσουμε στο τέρμα». Οι σημειώσεις του συνοδηγού μοιάζουν περιττή ενόχληση, άλλωστε,
πηγαίνοντας στα 7/10, ποτέ δεν φαντάζεσαι ότι είναι δυνατόν να σου συμβεί κάτι, κι όμως?
Ένα «χάνεται και σαράντα τρίτη σε δεύτερη δεξιά» περνάει από το ένα αυτί και βγαίνει από
το άλλο, η οφθαλμαπάτη του σημείου μοιάζει με «χάνεται από δεξιά» και οι σφυγμοί
ανεβαίνουν μόλις στα τελευταία δέκα μέτρα, πολύ αργά δηλαδή. ?λλα δέκα μέτρα (κάτω από το
δρόμο όμως!) και το αυτοκίνητο ακινητοποιείται, με ζημιές ευτυχώς αρκετά μικρότερες από
την... ολική που θεωρήσαμε στην αρχή. Όσο για την ασφάλεια του πληρώματος, κανένα
πρόβλημα: Sparco, Oakley και Herby έχουν κάνει καλά τη δουλειά τους. «Σιδεροκέφαλος!»,
εύχονται γελώντας οι «παλιοί». Ήταν η πρώτη μας, βλέπετε?

Τί έγιναν τα Μινιμότο;
Ανάμεσα στα πολλά και παράξενα οχήματα που έχουμε οδηγήσει κατά καιρούς, ένα από τα πιο
εντυπωσιακά ήταν το Μινιμότο, που οδηγήσαμε σε μία ελληνική πίστα καρτ, πριν περίπου έξι
χρόνια. Δεδομένου, μάλιστα, ότι η μοτοσικλετιστική εμπειρία του υπογράφοντος αρχίζει και
τελειώνει στα 72 κ.εκ. του Z50 Gorilla (που αποκτήθηκε, μάλιστα, σε προχωρημένη ηλικία),
η οδήγηση του αγωνιστικού Μινιμότο δεν ήταν εύκολη υπόθεση, τουλάχιστον στη θεωρία. Στην
πράξη, όμως, τόσο το ευλύγιστο δέμας όσο και η άγνοια του κινδύνου, μάλλον, «βόλεψε» τον
τετράτροχο συντάκτη μας, ο οποίος μάλιστα μέσα στην ασχετοσύνη του τα είχε καταφέρει
καλύτερα από τους δίτροχους συναδέλφους, οι οποίοι προσπαθούσαν να οδηγήσουν το
αγωνιστικό μηχανάκι τσέπης με τη νοοτροπία της πραγματικής μοτοσικλέτας. Και αν νομίζετε
ότι πρόκειται για παιχνίδι, σημειώστε ότι ο δίχρονος κινητήρας των 40 ή 50 κ.εκ. αποδίδει
4,2 ίππους στη βασική έκδοση, αλλά φτάνει τους 12 ίππους στις πλήρως εξελιγμένες εκδόσεις
της κατηγορίας «όπεν». Τα δισκόφρενα έχουν τη δυνατότητα για πολύ καλό φρενάρισμα από τα
70-130 χλμ./ώρα της τελικής (αναλόγως κατηγορίας), πιστέψτε μας, όμως, ότι οι ταχύτητες
δεν είναι διόλου αστείες, αφού αυτές μοιάζουν με? 300χλμ./ώρα, όταν βλέπεις το δρόμο από
τόσο χαμηλά. Η αγωνιστική δερμάτινη φόρμα είναι απολύτως απαραίτητος εξοπλισμός, όπως
άλλωστε είχαμε την ευκαιρία να διαπιστώσουμε σε εκείνη την πρώτη μας βόλτα... Μετά από
τόσα χρόνια όμως, δυστυχώς, δεν είδαμε καμία ιδιαίτερη εξέλιξη στον ελληνικό χώρο, αν και
στο εξωτερικό (Ιαπωνία, ΗΠΑ, Ιταλία) το αντίστοιχο πρωτάθλημα υπάρχει εδώ και αρκετά
χρόνια. Φίλοι μηχανόβιοι, τί θα γίνει; Θα κάνουμε τίποτα;