4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Γιάννης Eυσταθιάδης

«? Ο αδηφάγος φακός και η φιλοπερίεργη πένα δε σταμάτησαν στα γεγονότα, τα στοιχεία ή τα
πρόσωπα, αλλά προχώρησαν στα ψυχογραφικά χαρακτηριστικά των ηρώων και προσπάθησαν να
ανασυνθέσουν την πλοκή που ορίζει ο μυθιστορηματικός καμβάς?»

Ακραία επι-καιρικά φαινόμενα

ΞANAΘYMAMAI τον εύστοχο ορισμό του Frank Rahill για το μελόδραμα: «Είναι μια μορφή
δραματικής σύνθεσης, συγγενικής με την τραγωδία, την κωμωδία, την παντομίμα και το θέαμα,
και προορίζεται για λαϊκό κοινό. Δίνει προτεραιότητα στο θέμα και στην πλοκή, απαιτεί
άφθονα μιμητικά μέσα και χρησιμοποιεί ένα λίγο πολύ συγκεκριμένο σύνολο από στερεότυπους
χαρακτήρες». ¶θελά μου, βλέπω τις αναλογίες αυτού του λογοτεχνικού όρου με την
αιματοβαμμένη ιστορία της «17 Νοέμβρη». Μια ιστορία ποινικού κώδικα, που θα έπρεπε να
αποτελείται από σελίδες δικογραφίας, αποκτά ξαφνικά, στη μιντιακή συστοιχία, την ουσιώδη
πλοκή και τους στερεότυπους χαρακτήρες που απαιτεί το μελόδραμα. Ο αδηφάγος φακός και η
φιλοπερίεργη πένα δε σταμάτησαν στα γεγονότα, τα στοιχεία ή τα πρόσωπα, αλλά προχώρησαν
στα ψυχογραφικά χαρακτηριστικά των ηρώων και προσπάθησαν να ανασυνθέσουν την πλοκή που
ορίζει ο μυθιστορηματικός καμβάς.
«Ο ?τραγικός ήρωας? είναι ουσιαστικά διαιρεμένος, ενώ ο ?μελοδραματικός ήρωας? είναι
ουσιαστικά μονολιθικός» γράφει ο Robert Bechtold Heilmen. Ο δεύτερος «αντικρίζει κάθε
κατάσταση με μια μοναδική, ακλόνητη παρόρμηση».
Το κρίσιμο θέμα είναι, εντούτοις, πώς αντικρίζουμε την κατάσταση όλοι εμείς, μια και η
μελοδραματική υφή δεν αργεί να επιτελέσει το διαβρωτικό της έργο. Που πάει να πει πως το
μελοδραματικό θέαμα δημιουργεί κατ? αναλογίαν και μελοδραματικούς θεατές, που
εξοικειώνονται με το κακό. Η οφειλόμενη διακριτικότητα στο γεγονός εύκολα μετατοπίζεται
στην αδιακρισία προς τα πρόσωπα και, εντέλει, η ανατομία των εύκολων χαρακτηριστικών τους
υποβαθμίζει το γεγονός και το κάνει αφομοιώσιμο. Ποιος συνήγορος κατηγορουμένου δε θα
ευχόταν αυτή την αθέλητη συνηγορία των μέσων, η οποία, αν μη τι άλλο, βοηθά στη
συναισθηματική επανένταξη των κατηγορουμένων, που μπαίνουν (κυριολεκτικά απ? το παράθυρο)
καθημερινά στο σπίτι μας, ως προέκταση μιας φυσιολογικής καθημερινότητας; Η δομή αυτής
της εισδοχής είναι απολύτως συμβατή με μια κτητικότητα της πληροφορίας. Κρατάμε αυτό που,
χάρη στα συγκινησιακά του στοιχεία, είναι οικείο και αρεστό.
Βασικές αρχές της διαβόητης soap opera (της ραδιοφωνικής «σαπουνόπερας») ήταν πως πρέπει
οι χαρακτήρες να είναι ευδιάκριτοι, η μετάδοση καθημερινή και η εξέλιξη αργή, ώστε ο
ακροατής να μπορεί να την παρακολουθεί ακόμα κι αν χάνει επεισόδια. Ας παραθέσουμε τα
δραματουργικά στοιχεία: μια πολυμελής οικογένεια με όλη την γκάμα τύπων και ηλικιακών
χαρακτηριστικών («Οικογένεια Παπαδοπούλου») που ερωτεύεται, χωρίζει ή παντρεύεται
(«Πικρή, μικρή μου αγάπη»), δημιουργεί σασπένς και μυστήριο («Το σπίτι των ανέμων») ή
μοχθεί για την προστασία του «ασθενούς» φύλου («Μείνε κοντά μου, αγαπημένη»).
Η μυθοπλαστική υπερασπιστική γραμμή συμπληρώνεται: γραφικοί καρατερίστες
(παπα-Τριαντάφυλλος, Τσακαλίας), αδύνατες γυναικείες φιγούρες, ένα παιδί ―σε ποιον
ανήκει;― που δεν πρέπει να φανεί, αλλά, εντούτοις, φαίνεται (αλίμονο, αν η μη εικόνα
συνιστά μη παρουσία), αντιστικτικά επαγγέλματα, επικείμενοι γάμοι, αλλαγές ζευγαριών και
συντρόφων.
Αργά, αλλά σταθερά και μεθοδικά, μάθαμε τα πάντα: τον τρόπο ζωής, τις οριακές διαφορές,
τις βαρετές ομοιότητες, τα χρόνια της παιδοσύνης και της εφηβείας, τα έργα και τις ημέρες
(και τις νύχτες) τους, την ετυμολογία των ονομάτων τους, τα ελβετικά ρολόγια της
ακριβείας και τα κινεζικά της αποτυχίας.
Μάθαμε ακόμα πως ο Κουφοντίνας ―διαβάζεται και «Κουφ-οδύνας»― ήταν «ο καλύτερος σύντροφος
του κόσμου», «πατέρας τρυφερός και στοργικός», «καλός οικογενειάρχης που δάνειζε χρήματα
σε φίλους». Μάθαμε πως ο ίδιος «βοηθούσε τις αρτοκλασίες και ήταν φιλόζωος», «δεν έπινε
αλκοόλ και αναψυκτικά, δεν έτρωγε παγωτά». Μάθαμε πως ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος «αγαπούσε
την κακαβιά, τους μεζέδες και τα καλούδια» (όπως εσύ, αναγνώστη), πως ο Σάββας Ξηρός
«λάτρευε τα ταξίδια», ο Βασίλης «διασκέδαζε στα μπαράκια» και ο Διονύσης Γεωργιάδης
«αγαπούσε τη ροκ μουσική» (όπως εσύ, τηλεθεατή), ο Βασίλης Τζωρτζάτος «λάτρευε το
ψαροντούφεκο, τα μαστορέματα, τη φασολάδα, τη φάβα, τα άφιλτρα τσιγάρα», ο Τσελέντης
«διασκέδαζε με βιντεοταινίες», ο Κονδύλης ήταν «μανιώδης καπνιστής» και του «άρεσε να
οδηγεί το τζιπ του», ενώ στον Κωστάρη «άρεσε να παίζει πρέφα» (όπως σε σένα, ακροατή).
Πληκτικά, αλλά πειστικά σενάρια μιας παραληρηματικής καθημερινότητας, που πλουτίζονται
απ? όλους τους συνήθεις σχολιαστές («μεγάλα νούμερα» της θεαματικότητας) και ανατρέπονται
ευτυχώς πότε πότε από ευσυνείδητους ρεπόρτερ, σοβαρούς δημοσιογράφους, νηφάλιους
πολιτικούς και κάποιους είρωνες σαρκαστές. Κατά τα άλλα, πίσω από το «μέλι του
Κουφοντίνα», τις «αγιογραφίες του Ξηρού», τα «ποιήματα του Τέλιου» υπάρχει τόσο αίμα, που
κανένα απορρυπαντικό ―ως σπόνσορας σαπουνόπερας― δε θα μπορούσε να ξεπλύνει.
Ποιος μπορεί να θυμηθεί και να διακρίνει τα δεκάδες πτώματα των δολοφονηθέντων και το ένα
της ευρύτερης Αριστεράς, που διασύρεται από τον εσμό των γελωτοποιών, αφού το σίριαλ
αρχίζει και πάλι. Ονομάζεται «Δυο γάμοι και πάμπολλες κηδείες» και διαθέτει τα πάντα:
πλοκή, θέαμα, ρόλους, ντεκόρ (νησιών ή γιάφκας), σκηνοθέτες, μοντέρ, ακόμα και
μακιγιέζ..._ Γ. E.