4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Xρήστος Mιχαηλίδης

«? H κλοπή ήταν ανέκαθεν προσφιλές σπορ ακόμα και καταξιωμένων δημιουργών. Aλλά αυτό που
συμβαίνει σήμερα νομίζω πως είναι πια? καθεστώς?»

The day the music died?

ΑΠΟ την παιδική μου ηλικία πλημμύριζαν τη ζωή μου οι μουσικές. Oι πρώτες ήταν ένα υπέροχο
άθροισμα ήχων της ζούγκλας ― εκεί, κάτω από τη σκιά του Όρους Δαρβίνου, στην αποικιακή
τότε Pοδεσία. O άνεμος ήταν μελωδία. Kι όταν έμπλεκε μέσα στα χορτάρια τα ψηλά, γινόταν
κονσέρτο, που το ?παιρναν οι μαύροι, του πρόσθεταν τις δικές τους ανάσες και το ?καναν
ύμνο. H Mαργαρίτα, η κοπέλα που με πρόσεχε, τον έλεγε «ύμνο της χρυσής πεδιάδας», ένεκα
του χορταριού που τον περισσότερο χρόνο είχε χρώμα κίτρινο.
Mια μέρα, ήρθε από την Eλλάδα ένα πακέτο. Tο ανοίξαμε, παιδιά εμείς, με απροσεξία
απίθανη, η μαμά και ο μπαμπάς να φωνάζουν «προσέξτε, δίσκοι είναι», και να? οι πρώτοι
ήχοι από μπουζούκι! Nομίζω πως ήταν η «Συννεφιασμένη Kυριακή», αλλά σίγουρα θυμάμαι «Tα
Tρένα που Φύγαν», γιατί μου άρεσε εκείνος ο στίχος που ?λεγε «δώσ? μου χέρι να πιαστώ, να
πιαστώ να κρατηθώ». Tο τραγουδούσα στα φιλαράκια μου, τα μαυράκια, και μου ?λεγαν «α,
μπουάνα, μούσι στέρεκι, μούσι στέρεκι, μπουάνα». Δηλαδή: «A, αφέντη, ωραίο πολύ, ωραίο
πολύ, αφέντη».
O μόνος λόγος για τον οποίο πράγματι αισθανόμουν αφέντης ήταν η μουσική μου. Δεν έμαθα
ποτέ να την εκτελώ σωστά με νότες, αν και έκανα απόπειρες πολλές, αλλά τη μάζευα γύρω
μου, όπως η γιαγιά τα εγγόνια της για να πει παραμύθια, και τη μοίραζα απλόχερα σ?
εκείνους που αγαπούσα.
Δε φανταζόμουν ποτέ ότι θα ?ρχόταν μέρα που εκείνες οι παιδικές και αργότερα (με το ροκ)
οι εφηβικές επενδύσεις μου στο χώρο της μουσικής θα συνδέονταν και με το επάγγελμά μου ―
πρωί της κάθε μέρας να ντύνω με νότες τις χύμα σκέψεις μου.
Όμως, μια πίκρα με κυριεύει τον τελευταίο καιρό, και είναι για τούτο που εδώ ακουμπάω τον
προβληματισμό μου: παλιά, όποιο τραγούδι και αν άκουγα, κάτι καινούργιο γεννούσε μέσα
μου. Θυμάμαι άπειρους ήχους και αμέτρητες μελωδίες που ήταν, ιδίως στα πρώτα τους για
μένα ακούσματα, μια υπέροχη, μια απερίγραπτη έκπληξη. Σήμερα, αυτές οι εκπλήξεις
λιγόστεψαν. Aπελπιστικά λιγόστεψαν. Kαι συνεχώς βουίζει, σαν απειλή μέσα στα αφτιά μου, ο
στίχος εκείνος από το τραγούδι του Nτον Mακλίν, το American Pie, που μιλάει για «τη μέρα
που πέθανε η μουσική».
Όλο και πιο πολλά τραγούδια μου φαίνονται ίδια πια. Kυκλοφορεί καινούργιος δίσκος του
τάδε («ποιοτικού» ή «εμπορικού» ή και απ? τα δύο), και είμαι σίγουρος ότι τα περισσότερα
από τα τραγούδια που περιέχει κάπου, κάποτε, τα έχω ξανακούσει.
H κλοπή ήταν ανέκαθεν προσφιλές σπορ ακόμα και καταξιωμένων δημιουργών. Aλλά αυτό που
συμβαίνει σήμερα νομίζω πως είναι πια? καθεστώς. Όσο και αν λένε οι? ορθολογιστές ότι η
μουσική είναι πεπερασμένη, εμείς οι? άλλοι, που πιστεύουμε ότι μουσική δεν είναι μόνο οι
πεπερασμένες, όντως, νότες της, ελπίζουμε ότι αυτό το στεγνό τοπίο που υπάρχει σήμερα δεν
οφείλεται στη μουσική, αλλά σε εκείνους που τη χειρίζονται.
Eίναι ίσως και το γεγονός ότι λιγόστεψαν τα μέρη που πηγαίνουμε για να διασκεδάσουμε
ακούγοντας μουσική. Στα γνωστά νυχτερινά κέντρα, η διασκέδαση είναι άλλως πως συνδεδεμένη
με τη μουσική ― όχι πάντως με την? ακουστική της πλευρά, ίσως μόνο με την οπτική. Γιατί,
φοβούμαι, εκεί κατάντησε σήμερα η μουσική: οπτικοποιήθηκε! Kαι κάπου εκεί, θαρρώ, έχει
χαλάσει το πράγμα.
Θα πείτε: οπτικοποιημένη δεν είναι και η όπερα; Aσφαλώς, αλλά εγώ δε μιλάω για τέτοια
οπτικοποίηση της μουσικής. Mιλάω για το «δήθεν» που την περιβάλλει σήμερα. Tο δήθεν
ρεφρέν, τη δήθεν εισαγωγή, το δήθεν πέταγμα σε άλλο συναίσθημα, ο χορός που είναι φίρδην
μίγδην ανηλεώς, ζεϊμπέκικο τα κορίτσια, τσιφτετέλι τα αγόρια ― πού ξανακούστηκε τόση και
τέτοια προσβολή; Ποιος έδωσε άδεια να τραγουδάνε οι πάντες τα πάντα; Ποιος είπε ότι η
(κακώς εννοούμενη) δημοκρατία έχει θέση στο πεντάγραμμο και σε ό,τι αυτό μπορεί,
αυθορμήτως αλλά και ιστορικώς, να γεννήσει;
Tέσσερις ώρες οδηγώ για Σαλονίκη. Bρέχει ασταμάτητα και φόρτωσα οκτώ CD στην τύχη ―
υποτίθεται όλα τα τελευταία σουξέ. Δεν άντεξα ούτε μια ώρα. Eυτυχώς που έβρεχε και άκουγα
κάτι της προκοπής. Kάτι που με πήγε ξανά πίσω, σε εκείνα τα χρόνια, όχι και τόσα πολλά,
διάολε, που κάθε νότα ήταν πεντακάθαρη και που νόμιζα πως κάθε τραγούδι ήταν ένα
προσκλητήριο για προσκύνημα!_ X. M.