4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Γιάννης Eυσταθιάδης

«? Η δραχμή, ακόμα και ?υποτιμημένη?, αποτελούσε πάντα την πιο σταθερή αξία αναφοράς σ?
έναν κόσμο διαρκών αλλαγών, ένα θερμό μικρόκοσμο οικειότητας, είτε αυτή υπήρχε είτε,
ακόμα περισσότερο, αν έλειπε...»

Του ενός ευρώ τα γιασεμιά

EN μέσω λευκής χιόνος («Καρδιά του χειμώνος. Χριστούγεννα. Αϊ-Βασίλης. Φώτα», όπως θα
έλεγε ο Παπαδιαμάντης), με διάθεση ήπιας νοσταλγίας, όπως συμβαίνει πάντα στο γύρισμα του
χρόνου, αποχαιρετούμε το μικρό ασημί νόμισμά μας. Ή, καλύτερα, θα έπρεπε να λέμε πως η
«σκληρή» (κυριολεκτικώς) δραχμή μάς εγκαταλείπει προς τις προθήκες των μουσείων και τις
αχανείς ατραπούς της μνήμης. Θα τη θυμόμαστε μεταλλική ή χάρτινη να συνοδεύει τρυφερά τις
μικρές ή μεγάλες στιγμές μας. Να αγοράζει άνθη για τους έρωτές μας, να καλύπτει τα
γεύματα της καθημερινής πείνας, να πληρώνει εισιτήρια φυγής, να εξαργυρώνει αντικείμενα
του πόθου, να συναλλάσσεται, να διαπραγματεύεται, να μεσολαβεί, να συμψηφίζει. Ενοίκια
σπιτιών, λογαριασμοί ηλεκτρικού, αθώα αναψυκτικά, πονηρά οινοπνεύματα, ζεστά ρούχα,
φτερωτά υποδήματα, παρηγορητικά δώρα φίλων, βιβλία και δίσκοι, όλα πέρασαν μέσα από τη
θαλπωρή της δικής της επιβεβαίωσης.
«Εν τη παλάμη και ούτω βοήσομεν?»
Απόκτηση ευτελών κινητών, διαπραγμάτευση ακινήτων, εσωστρεφείς δοσοληψίες, μεγαλόσχημες
αγορές, ένας αέναος χορός συναισθημάτων από την παλάμη στο σώμα, μέσα από τα παρηγορητικά
τούλια του φορέματος της φαιάς μπαλαρίνας. Δραχμές σε δερμάτινα πορτοφόλια, δραχμές σε
μεταχρονολογημένες ―συνήθως― επιταγές, δραχμές σε τσέπες μαζί με υπολείμματα
χαρτομάντιλων και άλλων θρυμμάτων, δραχμές σε φακέλους για δώρα, δραχμές σε φακελάκια
(για γιατρούς), δραχμές σε αλουμινόχαρτο σε πρωτοχρονιάτικες πίτες (ελλείψει λίρας). Σε
δραχμές, καλοί φίλοι έκαναν καλούς λογαριασμούς, σε δραχμές οι γηγενείς Σκρουτζ
υπολόγιζαν τόκους και ανατοκισμούς, σε δραχμές τα πάσης φύσεως ανεξόφλητα δάνεια, σε
δραχμές οι μηνιαίοι μισθοί και τα χειρώνακτα ημερομίσθια.
Μαζί με τη δραχμή αποχωρεί ανεπιστρεπτί και η οικειότητα των λέξεων: οι διαδικασίες δε θα
είναι πια «δραχμοβόρες», ο υπολογισμός δε θα είναι πια «δραχμικός», θα εξαφανιστούν οι
γραφικοί «δραχμοφονιάδες», η απόγνωση του «δεν έχω δραχμή» δε θα μεταφράζεται, ενώ το
μοναχικό υποκοριστικό «δραχμούλα» δε θα βρει ποτέ τη συνωνυμία του.
Η παραλλαγή σε «φράγκο» συνέπλευσε με τη λαϊκή ανεμελιά και παραδοξότητα αυτών που «δεν
έδιναν» ή, εν εσχάτη ανάγκη, οδηγούσε στους «άφραγκους», ο διαχωρισμός σε «δίφραγκα»
έφερνε συνήθως τα πράγματα στο «τέρμα», ενώ το «τάλιρο», που ομοιοκαταληκτούσε αγαθά με
το «Φάληρο», έγινε προσφιλής ρίμα λαϊκού άσματος.
Αριστοτέλης, Δημόκριτος, Διονύσιος Σολωμός, Περικλής, Όμηρος, Μεγαλέξανδρος,
συνωστισμένοι σε ασημιά ή χρυσίζοντα μέταλλα, αποτιμούσαν με τον ηδονικό ήχο τους τις
μνήμες στον κουμπαρά της ελληνικής Ιστορίας, ενώ από κοντά ο ερυθρός Κοραής, ο
πορτοκαλόχρους Ρήγας, ο πρασινίζων Καποδίστριας και ο ροδόχρους Παπανικολάου συνέχιζαν
την άηχη καταμέτρηση σε ιδρωμένες παλάμες.
Μολονότι για να τη συναντήσω ανατρέχω στο διώβολον, τη μνα και το τάλαντον, και μετά
περνώ από το κωνσταντινάτο, το τσεκίνιο, το υπέρπερο και το φλουρί, καμιά στείρα
ελληνολατρία δεν υποκρύπτεται στα λόγια μου. Απλώς δε λησμονώ πως η δραχμή, ακόμα και
«υποτιμημένη», αποτελούσε πάντα την πιο σταθερή αξία αναφοράς σ? έναν κόσμο διαρκών
αλλαγών, ένα θερμό μικρόκοσμο οικειότητας, είτε αυτή υπήρχε είτε, ακόμα περισσότερο, αν
έλειπε.
«Αυτή η δραχμή είναι δική σου, μην αφήσεις τον Παπανδρέου (το Γεώργιο, διευκρινίζω) να
σου την πάρει» κραύγαζε ένα πολιτικό σύνθημα των παιδικών μου χρόνων. Δε διακατέχομαι από
την ανοησία να το παραλλάξω σε «μην αφήσεις το ευρώ να σου την πάρει», αλλά υποκύπτω στον
πειρασμό να την κρατήσω σφιχτά ―σαν τελευταίο ασπασμό― στην παλάμη μου, μήπως και με το
αντίτιμό της επαναφέρει στοργικά τη νηπιακή θαλπωρή ενός κουλουριού με σουσάμι στο
Βασιλικό Κήπο.
Όμως ―με διορθώνει ο ρεαλιστής παρατηρητής της Ιστορίας―, όσο κι αν εξελίσσονται τα
ονόματα, το χρήμα, ο παράς, η μονέδα, τα αργύρια, τα όβολα, τα ρεάλια δεν έχουν πατρίδα,
ηλικία και φωτοσκιάσεις συναισθημάτων, και, όπως προφήτευε κάποτε ο Γιώργος Τζαβέλλας,
«κάλπικη δεν είναι μόνο η λίρα αλλά γενικώς το χρήμα».
Ερωτευμένοι, διαπληκτιζόμενοι, απατημένοι, αντιμαχόμενοι, αγαλλιάσθε!
Κανείς δεν μπορεί να σας απειλήσει πια πως θα σας πληρώσει με το «ίδιο νόμισμα». Αλλά και
μην εφησυχάζετε, γιατί, μέσα στη ροή του πανδαμάτορος, μη λησμονείτε πως ―φευ!― και «του
ενός ευρώ τα γιασεμιά» πάντα θα «ξεχνιούνται πάνω στο τραπέζι»._ Γ .E.