4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Γιάννης Eυσταθιάδης

«? Μολονότι αυτοκίνητο τόσο ?κοινωνικό?, αποκτούσε την πραγματική εσωστρέφειά του στη
μοναχική δυαδική μας σχέση, βράδυ αργά, σε έρημους δρόμους, με τρίτο ανάμεσά μας μόνο τη
μουσική?»

Εγκώμιον του αυτοκινήτου μου

ΑΠO τα πρώτα νεανικά μου χρόνια (αφότου απέκτησα δίπλωμα) αγάπησα τα μικρά και γρήγορα
αυτοκίνητα (ποτέ, π.χ., στη ζωή μου δεν απέκτησα τετράπορτο). Το πρώτο μου φοιτητικό
αυτοκίνητο, ένα σιέλ μεταχειρισμένο Fiat 600, ήταν, βέβαια, απελπιστικά αργό, αλλά μου
καλλιέργησε εξίσου την αίσθηση της ταχύτητας, καθώς έπρεπε να τρέχω κάθε τόσο για να του
βάζω νερό, όταν έβραζε, ή να το σπρώχνω κάθε φορά που έμενε από μπαταρία. Από το δεύτερο,
όμως, τα πράγματα άλλαξαν ριζικά. Ήταν ένα φημισμένο στην εποχή του και εντελώς
λησμονημένο σήμερα Steyer-Puch TRII, ένα διαβολεμένο αυστριακό μηχάνημα σε αμάξωμα από
φιατάκι πεντακοσαράκι που, αν θυμάμαι καλά, είχε πάρει τη δεύτερη θέση της γενικής
κατάταξης σ? ένα Ακρόπολις του τέλους της δεκαετίας του ?60.
Ακολούθησε ένα ―επίσης θρυλικό― NSU TT. Μετά, σειρά είχε το πρώτο Renault Alpine που ήρθε
στην Ελλάδα (όταν ο Σπύρος Τσινιβίδης το έφερε στην έκθεσή του για να μου το παραδώσει,
έγινε μια μικρή διαδήλωση νεαρών, που είχαν μαγνητιστεί από κείνο το ηλεκτρικό μπλε του).
Στα μέσα της δεκαετίας του ?80, αυτό το σούπερ πεντάρι έδωσε τη θέση του (ευγενικά, αλλά
άγρια) στο Peugeot 205GTI, που με υπηρέτησε ταχύτατα για κάποια χρόνια ― θυμάμαι ακόμα το
καλό κράτημά του, αλλά αυτό δεν άρκεσε για να το προστατεύσει από τις ορέξεις του νεαρού
γιου μου, κι έτσι τελείωσε άδοξα (και, ευτυχώς, αναίμακτα) σε κάποιο δέντρο (πεύκο,
νομίζω) του Παπάγου.

Ήταν 10 Ιουνίου (Αλεξάνδρου και Αντωνίνης μαρτύρων), όταν παρέλαβα το σημερινό μου
αυτοκίνητο. Ήταν μια «άσπρη FORD, μοντέλο του ενενήντα τρία, με αριθμό που δεν έληγε σε
τρία» και που το άκουσμα του ονόματός του προκαλούσε τη φαντασία: Ford Escort RS
Cosworth. «Κοίταξε...» μου είπε ένα φίλος με νόημα «ως τώρα είχες απλώς γρήγορα
αυτοκίνητα... αυτό είναι κάτι άλλο... αυτό είναι καθαρόαιμο!» Ήταν, και στην περίπτωση
αυτή, το πρώτο που είχε εισαχθεί και πουληθεί στην Ελλάδα ― είχε, μάλιστα, εκτεθεί σε
αδηφάγα βλέμματα στο Σαλόνι Αυτοκινήτου, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας. Με δυσκολία ―λόγω
του χαμηλού μπροστινού spoiler, που ακόμα μου δημιουργεί ποικίλα προβλήματα― το κατέβασα
από τη ράμπα της αντιπροσωπείας.
Αυτό που έμελλε να ακολουθήσει το κατάλαβα καλά τις επόμενες μέρες σε οδό της Κηφισιάς,
καθώς, πηγαίνοντας σημειωτόν, ένας μπόμπιρας έξι, επτά χρονών έδειξε το όχημα κι εμένα,
λέγοντας στην έκπληκτη μητέρα του: «Μαμά, κοίτα! Ο Μπιαζιόν!» (O εν λόγω οδηγός, μ? αυτό
το αυτοκίνητο, είχε μόλις κερδίσει το Ακρόπολις.) Αλλά και ο μόνιμος και γλυκύτατος
βενζινάς μου, στην πρώτη πλήρωση του ρεζερβουάρ, φώναξε τους υπαλλήλους του και, με ύφος
επίσημο αλλά και παρακλητικό, μου είπε: «Έλα τώρα, άνοιξέ μας το καπό για να
ξεχαρμανιάσουμε!»
Υπήρχε πάντα ένα δέος στον τρόπο με τον οποίο οι άλλοι αντιμετώπιζαν (και αντιμετωπίζουν
ακόμα, μολονότι έχουν περάσει τόσα χρόνια) αυτό το αυτοκίνητο. Από τα σιωπηλά βλέμματα
θαυμασμού έως τις θορυβώδεις ερωτήσεις πεζών ή εποχουμένων. Ο σεβασμός που εμπνέει
γίνεται αφορμή να μου παραχωρούν (οι νέοι, κυρίως, οδηγοί) ιπποτικά προτεραιότητα σε κάθε
περίπτωση, κυρίως εκεί που δεν τη δικαιούμαι, λες και πρόκειται για φόρο τιμής σε μια
κινητή ανωτερότητα. Έχω δει παρκαδόρους νυχτερινών κέντρων να μετακινούν Porsche και
Jaguar για να το βάλουν αυτοβούλως στην καλύτερη θέση, ενώ (συνέβη και αυτό) προ ετών,
στη Γλυφάδα, ένας θηριώδης νεαρός, μολονότι είχε αρχίσει να παρκάρει σε δυσεύρετη θέση,
αποχώρησε, λέγοντας με νόημα: «Προηγείται το μηχάνημα!» Έχω την εντύπωση πως δεν
υποκλίνονται τόσο στη σχεδιαστική του πρωτοτυπία ή στους 227 ίππους του όσο σ? αυτή την
άυλη αρμονία του, από την οποία συντίθενται οι μύθοι.
Ευέλικτο στο στιλ, μπορεί να οδηγηθεί σαν «υπναλέο» οικογενειακό αυτοκίνητο, σαν ένας Dr.
Jekyll της ευπρέπειας, ή να ξυπνήσει μέσα του το τέρας του κυρίου Hyde. Οδηγώντας το στα
όρια, έχεις την αίσθηση της απόλυτης, αλλά πειθαρχημένης ελευθερίας, καθώς η μόνιμη
τετρακίνηση δεν το κάνει ποτέ «παιχνιδιάρικο», ενώ η ακρίβεια του τιμονιού του είναι ό,τι
καλύτερο είδα ποτέ σε αυτοκίνητο. Το να κάνεις «σλάλομ» είναι πρωτόγνωρη ευχαρίστηση,
αλλά η υπέρτατη ηδονή είναι αυτή που έχει επισημάνει ο Νίκος Δήμου: να οδηγείς ένα τέτοιο
αυτοκίνητο αργά!
Και βέβαια, μολονότι αυτοκίνητο τόσο «κοινωνικό», αποκτούσε την πραγματική εσωστρέφειά
του στη μοναχική δυαδική μας σχέση, βράδυ αργά, σε έρημους δρόμους, με τρίτο ανάμεσά μας
μόνο τη μουσική. Δέκα χρόνια με συνέπεια συνόδευσε όλη την γκάμα των συναισθημάτων μου,
έζησε από κοντά τις χαρές και τις οδύνες μου, κάποτε με επέπληττε, συχνά με παρηγορούσε.
«Δεν το αλλάζω» λέω σε όσους με ρωτούν, τόσο γιατί δεν υπάρχει αυτοκίνητο που να επιθυμώ
περισσότερο, όσο και γιατί αισθάνομαι πως θα πρόδιδα έναν ακέραιο φίλο κι ένα ουσιώδες
κομμάτι από τις αναμνήσεις μου. Το κοιτάζω από μακριά. Δε δείχνει ούτε κατά διάνοια την
ηλικία του, δε φανερώνει τα χιλιόμετρά του. Αισθάνομαι, στην παράλληλη πορεία μας, να έχω
διασχίσει πολύ περισσότερα και ζηλεύω υποσυνείδητα την ανέγγιχτη νεότητά του._ Γ. E.