4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Γαλαξίδι - Γεύση απόδρασης

Πρόβα Nυφικού σε κλειστό κύκλο

Ακόμα και αν ο Bιντσέντσο Λάντσια δε θα έβρισκε ποτέ στη διαδρομή που ενώνει την Αθήνα με
το Γαλαξίδι την απόλυτη πρόκληση ταχύτητας και οδηγικής αδρεναλίνης, για την οποία έμεινε
γνωστός στην ιστορία πριν καν χαρτογραφηθεί το όνομά του στη διεθνή αυτοκινητοβιομηχανία,
σίγουρα η νοσταλγία της πατρίδας του θα έβρισκε την πιο γευστική της προέκταση σε μια
εσωτερική ιταλική αυλή στην καρδιά μιας από τις αρχαιότερες πόλεις της Ελλάδας.

Kείμενο: Γιώργος Hλιόπουλος
Φωτογραφίες: Nίκος Mαρκομπότσαρης

ΤA 230 χιλιόμετρα που χωρίζουν το Γαλαξίδι από την αθηναϊκή πραγματικότητα, που πασχίζει
να μπει στην άνοιξη παρά τις αντιρρήσεις του καιρού, δεν είναι άγνωστα ως διαδρομή.
Αντιθέτως, θα περίμενε κανείς πως ένα αυτοκίνητο με προορισμό το Γαλαξίδι θα τη γνώριζε
στα τυφλά (όπως τα υπάκουα γαϊδουράκια της Ύδρας, που έχουν αφομοιώσει πλέον τα
πήγαινε-έλα στα πεισματάρικα γονίδια τους, και μπορούν να φέρουν σε πέρας τις τουριστικές
τους αποστολές με κλειστά μάτια), αναγνωρίζοντας και την παραμικρή στροφή, αποφεύγοντας
επιμελώς ακόμα και τις άπειρες παγίδες-λακκούβες που χαρτογραφούν το ανάγλυφο οδόστρωμα.
Σύμμαχος των 4Tροχών αυτήν τη φορά μια Lancia Lybra, η άνεση της οποίας αναλαμβάνει να
μας ταξιδέψει όσο πιο αθόρυβα μπορούν να εγγυηθούν τα 1.800 κυβικά της.
Από τις σχολικές εξορμήσεις στους Δελφούς μέχρι τις μετά εφηβικές κοσμικές αναζητήσεις
στην Αράχοβα, αλλά και τα οδοιπορικά ή τις δοκιμές των 4Tροχών, που έχουν κυριολεκτικά
εξαντλήσει τόσο οδηγικά όσο και φωτογραφικά την περιοχή, η διαδρομή μπορεί να μην έχει
κάτι καινούριο να προσφέρει, όμως αυτή η προβλεψιμότητά της είναι που δίνει την ευκαιρία
και τη δυνατότητα να επικεντρωθεί τόσο το βλέμμα όσο και το γενικότερο ενδιαφέρον σε
άλλες παραμέτρους που κάνουν ένα ταξίδι ακόμα πιο ενδιαφέρον. Όλες οι αισθήσεις ξεφεύγουν
από επιδόσεις, συγκριτικές μετρήσεις, χιλιομετρικές αποστάσεις ή χρόνους και
περιστρέφονται αποκλειστικά γύρω από τον προορισμό: ένα ιστορικό λιμανάκι, που οι
τέσσερις χιλιετίες ιστορίας τις οποίες κουβαλά μέσα στα στενά του το έχουν αναγάγει σε
ελιτίστικο θέρετρο για όσους η απόδραση από την πόλη δεν εμπλέκεται με το «φαίνεσθαι»,
αλλά συμμαχεί περισσότερο με μια έκφραση αισθητικής αναζωογόνησης. Στόχος αυτήν τη φορά
μια εσωτερική αυλή στη σκιά της οποίας στεγάζεται η πιο priv? εκδοχή μιας αυθεντικής
τρατορίας.
Έχοντας ξεκινήσει νωρίς το πρωί από την Αθήνα, μας δίνεται η ευκαιρία να αφιερώσουμε
περισσότερο χρόνο για να ξαναδούμε περιοχές από μια άλλη οπτική γωνία: αυτή που δε
βιάζεται να φτάσει κάπου είτε γιατί δεν πρόλαβε να κλείσει ένα τραπέζι στο trendy
καφενείο της Αράχοβας είτε γιατί το άγχος ενός γεμάτου χιονοδρομικού κέντρου, ειδικά στο
καταμεσήμερο του Σαββάτου, κάνει ακόμα δυσκολότερη την περίπτωση κάποιας άδειας
ξαπλώστρας στο chalet του αθηναϊκού χιονοδρομικού παραδείσου. Αφήνοντας πίσω το
βιομηχανικό δακτύλιο της πρωτεύουσας, το μάτι ξεκουράζεται με το φυσικό άνοιγμα της
πεδιάδας, την ίδια στιγμή που οι δύο και κάτι ώρες που έχουμε ακόμα μπροστά μας
ανοιγοκλείνουν άτσαλα τα θέματα συζήτησης, που εναλάσσονται από τον πόλεμο και τις
πλημμύρες του χειμώνα έως το γνήσιο ελληνικό χαρακτηριστικό που κατατάσσει ως ανικανότητα
να οδηγεί κανείς στη δεξιά λωρίδα (ακόμα και όταν η ταχύτητά του δεν ξεπερνά τα 60
χλμ./ώρα), με την ίδια ευκολία που εναλλάσσεται και το τοπίο. Μια στάση στο κέντρο της
Λιβαδειάς μπορεί να αποτελεί παράκαμψη από τη νοητή ευθεία του στόχου μας, όμως όσες
φορές και αν την επισκεφθεί κανείς, η γραφικότητα του κέντρου πάντα θα συναρπάζει. Από
τους μικρούς καταρράκτες στον τουριστικό νερόμυλο της απέναντι πεζοδρομημένης όχθης, η
απρόσμενη φυσική ομορφιά στο κέντρο μιας ―όχι και τόσο― παραδοσιακής κωμόπολης ανοίγει
την όρεξη ακόμα περισσότερο και δίνει το κίνητρο για να συνεχίσουμε, αποφεύγοντας, έτσι,
τις κλασικές αναμνηστικές φωτογραφίες, στις οποίες, σκαρφαλωμένοι πάνω στο μεγάλο
πλάτανο, παίζουμε την ακεραιότητά μας κορόνα-γράμματα για ακόμα ένα ενσταντανέ που θα
καταλήξει κολλημένο στην πόρτα ενός ψυγείου.
Apr?s ski εξοπλισμοί ξεχωρίζουν μέσα από πεντάθυρα «πειραγμένα» Peugeot και Golf, που
αγωνιούν να φτάσουν στην αγαπημένη τους Αράχοβα. Εμείς, ασφαλείς μέσα στη σουέντ
προστασία των καθισμάτων της Lybra, ετοιμαζόμαστε να περάσουμε το τελευταίο σύνορο που
χωρίζει τον υπόλοιπο κόσμο από το χειμερινό jet setting της πρωτεύουσας. Ένα ολόκληρο
χωριό παραδομένο στα τελευταία trends. Ένας παραδοσιακός οικισμός στους πρόποδες του
Παρνασσού έχει μετατραπεί σε catwalk μιας apr?s ski επίδειξης μόδας. Και ενώ η σχολή της
οικογένειας πρωταθλητών Πάππου θα αναλάβει να μυήσει ακόμα μία γενιά στα μυστικά του σκι,
τα παραδοσιακά αλλαντοπωλεία και τυράδικα θα κλείνουν το ένα μετά το άλλο, για να δώσουν
τη θέση τους σε ακόμα ένα Illy Caf?. Παρά το κυκλοφοριακό χάος που επικρατεί στο
μονόδρομο που οδηγεί στην έξοδο του χωριού, καταφέρνουμε να αφήσουμε την ελληνική βερσιόν
της Courchevel, κατευθυνόμενοι προς τον ομφαλό της Γης. Λίγο πριν την ταμπέλα που μας
ευχαριστεί για την επίσκεψη στην Αράχοβα, ο παππούς Μανώλης έχει απλώσει τις κουρελούδες
του και περιμένει έναν πελάτη να του κάνει σεφτέ. Ανεμοδαρμένες, οι πραμάτειες του
παζαρεύουν ακόμα την υφαντή παράδοση για όσους δεν έχουν μαγευτεί από τις μίνιμαλ
επιρροές του βιομηχανικού ντιζάιν, ενώ τα κιλίμια προορίζονται να ξεπληρώσουν τα
γραμμάτια ενός καινούριου αυτοκινήτου.
Σε ελάχιστα χιλιόμετρα, σχολικά πούλμαν και τουριστικά πακέτα που ξεπετούν Έφεσο,
Κυκλάδες, Κνωσό, Δελφούς και Ακρόπολη σε πέντε νύχτες και τέσσερις ημέρες θα δοκιμάσουν
τόσο την υπομονή των επιβατών όσο και την ηχομόνωση του αυτοκινήτου, μιας και τα
ραδιοφωνικά παράσιτα είναι αδύνατον να καλύψουν το θόρυβο που έρχεται από την είσοδο του
μουσείου. Τα ενεργειακά πεδία του μαντείου χάνονται μέσα στις φωνές κάποιου ξεναγού που
εξηγεί τη δομή του δωδεκάθεου, την ίδια στιγμή που το ακροατήριό του σαφώς προτιμά να
απαθανατίσει τη μαγευτική θέα από την άκρη του αρχαίου Γυμνάσιου, πριν πάρει το δρόμο για
την επιστροφή στην Αθήνα με πλαστικά μπουκάλια γεμάτα με νερό από την Κασταλία πηγή.
Απέραντοι ελαιώνες χωρίζουν τις κάθετες στροφές στην έξοδο των Δελφών από τον τελικό μας
προορισμό. Πιάνοντας την παραλιακή που θα μας οδηγήσει μέσα από την Ιτέα στο Γαλαξίδι,
αναρωτιέται κανείς πόσο εύκολο είναι για το ελληνικό τοπίο να σε ξαφνιάσει, όταν μέσα σε
λίγα λεπτά βρίσκεται κανείς από τις χιονισμένες πλαγιές του Παρνασσού σε ηλιόλουστες
ακρογιαλιές. Η αρχοντιά που έχει χτίσει το Γαλαξίδι κάνει την εμφάνισή της από μακριά,
φανερώνοντας ένα μικρό χωριό από πέτρινα σπίτια που κάποτε σχημάτιζαν ένα από τα
μεγαλύτερα λιμάνια της Ελλάδας. Τα ονόματα του Καντακουζηνού, του βασιλιά Όθωνα (ο οποίος
ανέλαβε και την τελευταία ανοικοδόμηση της περιοχής), ακόμα και αυτό του Στρογγανόφ,
έχουν πλέξει μια ιστορία που ξεκινά πριν από 4.000 χρόνια, για να καταλήξει σήμερα σε
έναν από τους γραφικότερους προορισμούς. Κοιτάζοντας κανείς από μακριά την αρχιτεκτονική
τελειότητα του χωριού, με τη μεγάλη εκκλησία να εξέχει από το λόφο πάνω στον οποίο έχει
χτιστεί το Γαλαξίδι, δεν μπορεί παρά να αναλογιστεί πόσο άδικο είναι για μια ολόκληρη
γενιά να ανακαλύπτει περιοχές τέτοιας παράδοσης και φυσικής υπεροχής μέσα από μια
τηλεοπτική «Πρόβα Νυφικού», προτιμώντας συχνά τα στενά σύνορα ενός γειτονικού
χιονοδρομικού θέρετρου, όπου το «ωραίο» κρίνεται και μετριέται πάντα σύμφωνα με το όριο
μιας χρυσής πιστωτικής κάρτας.
Σε αυτό το χωριό βρήκε πριν από αρκετά χρόνια αυτό που αναζητούσε ο Mπρούνο Περόκο. Ένα
καταφύγιο για να πραγματοποιήσει το φιλόξενο όνειρό του. Ύστερα από ταξίδια σε ολόκληρο
τον κόσμο, από την Αίγυπτο μέχρι τις Φιλιππίνες, αν τον ρωτήσει κανείς, καταλήγει
ανεπιφύλακτα πως «σαν την Ελλάδα δε θα βρεις πουθενά». Ένα αρχοντικό καραβοκύρηδων που
χρονολογείται από τα τέλη του 19ου αιώνα ―η ακριβής ημερομηνία είναι αδύνατον να
προσδιοριστεί, καθώς ο χρόνος έχει σβήσει τα τελευταία ψηφία από το αρχικό συμβόλαιο του
σπιτιού― στεγάζει το ξενοδοχείο που πήρε το όνομά του από τον οινοχόο των θεών, Γανυμήδη.
Με ελάχιστα δωμάτια, για τους λίγους γνώστες που θα ανταλλάξουν χωρίς δεύτερη κουβέντα τη
θέα του λιμανιού για ένα από τα παραδοσιακότερα πρωινά, ο κ. Περόκο έχτισε τη φήμη του με
χειροποίητες μαρμελάδες, χυμούς, chutneys και γλυκά που ετοίμαζε από τα χαράματα για το
πρώτο γεύμα των λίγων φιλοξενούμενών του. Η μαεστρία του στην κουζίνα, αλλά και το
αυθεντικό ιταλικό μικρόβιο, δεν άργησαν να γεννήσουν το Il Posto, μια γνήσια τρατορία
απέναντι από το «Γανυμήδης», προεκτείνοντας τη φήμη του Iταλού ξενοδόχου-σεφ-οικοδεσπότη
σε ψάρια μαγειρεμένα στο φούρνο, πάστα με θαλασσινά, ριζότο και πικάντικα κοτόπουλα, όλα
με τις γνήσιες ιταλικές συνταγές και παρθένα υλικά.
Μία εβδομάδα μετά, στα παραδοσιακά «αλευρώματα» της Κ. Δευτέρας ―έθιμο του χωριού―, οι
4ΤPOXOI βρίσκουν τον κ. Περόκο να έχει σερβίρει εξήντα από τα διάσημα πρωινά του και να
κάθεται στην εσωτερική αυλή του ξενώνα, που έχει καθαριστεί και κλαδευτεί (από τον ίδιο,
γιατί δεν μπορεί να εμπιστευτεί τον κήπο του στα χέρια κάποιου ξένου), περιμένοντας την
άνοιξη. Η ίδια ροδιά που κρέμεται και στον πίνακα δίπλα από το τζάκι του ξενοδοχείου, οι
τριανταφυλλιές και οι πικροδάφνες, σε λιγότερο από μερικές βδομάδες θα δώσουν στον κήπο
το χαρακτήρα για τον οποίο έχει μείνει στη μνήμη των επισκεπτών του. Το Il Posto μπορεί
να μην υπάρχει πλέον, το μικρόβιο, όμως, της γεύσης είναι ακόμα εκεί, έτοιμο να
υπηρετήσει τον ανώτερο κανόνα της γαστρονομίας προς τιμήν των λίγων τυχερών για τους
οποίους θα μαγειρέψει ο κ. Mπρούνο. Με ένα τηλεφώνημα κανονίζεται το μενού του πάλαι ποτέ
Il Posto και σερβίρεται αποκλειστικά για μια μικρή παρέα των έξι ή οκτώ ατόμων στον κήπο
του ξενώνα. Κατόπιν συνεννόησης, όλες οι γεύσεις, επιμελημένες από τον ίδιο τον
ιδιοκτήτη, συνθέτουν ένα γεύμα έξι πιάτων για το πιο παρεΐστικο μεσημεριανό ή και
βραδινό, μακριά από τις κοινοτυπίες της κλασικής ψαροταβέρνας ή ενός πολυσύχναστου
μεζεδοπωλείου με θέα το γραφικό λιμάνι. Ιταλικό προσούτο (με φέτες ακτινίδιου να
αντικαθιστούν δροσερά το κλασικό πεπόνι) από ένα ολόκληρο μπούτι, που φυλάσσεται σαν
επτασφράγιστο μυστικό στη μικρή κουζίνα του ξενοδοχείου, σερβίρεται δίπλα σε
μαριναρισμένο γαύρο, αποτελώντας μόνο την αρχή. Ντόπια βραστά λαχανικά και μια πράσινη
σαλάτα θα συνοδέψουν αργότερα το σπαγκέτι με φρέσκια τομάτα, αφήνοντας το show stopper
του μεσημεριού να αποτελέσει το πιο μεσογειακό κυρίως θέμα του γεύματος. Έξι ατομικές
τσιπούρες μαγειρεμένες στο φούρνο με ελιές, συνοδεία ενός ντόπιου δροσερού κόκκινου
κρασιού (το προτιμήσαμε σε σχέση με τα εμφιαλωμένα ιταλικά), αποτελούν όλα τα εύσημα που
χρειάζεται η μαγειρική φήμη του Mπρούνο. Χωρίς καμία επιτήδευση ή εντυπωσιασμούς που να
αφαιρούν από την απλότητα, η αίσθηση της παραδοσιακής ταβέρνας υπερισχύει τόσο των
γεύσεων όσο και του περιποιημένου κήπου και των κλασικών ξύλινων καρεκλών καφενείου,
δίνοντάς μας διαρκώς την εντύπωση πως έχουμε δεχθεί πρόσκληση σε ένα απλό σπιτικό. Οι
απογευματινοί καφέδες, αλλά και αυτό που αρκετοί έχουν άφοβα χρίσει ως την καλύτερη
πανακότα που έγινε ποτέ σε ελληνικό έδαφος, θα κλείσουν ένα από τα ωραιότερα μεσημέρια
που μπορεί να απολαύσει μια παρέα πριν πάρει το δρόμο της γνωστής επιστροφής.
Αποφασίζοντας ομόφωνα πως η καλύτερη επιστροφή είναι μέσω Ιτέας και ύστερα παραλιακά
μέχρι την Εθνική, μπαίνουμε στο αυτοκίνητο με την εμπειρία ακόμα νωπή στον ουρανίσκο. Αν
και οι στροφές της διαδρομής είναι ένας καλός τρόπος να δοκιμαστεί η σταθερότητα ενός
αυτοκινήτου, το μόνο που υπερισχύει στη σκέψη δεν είναι άλλο από την αυλή του «Γανυμήδη»
και η πλέον λανθασμένη διατύπωση που έκανε ποτέ ο Aϊνστάιν, δηλώνοντας πως «κανένας
προορισμός δε θα μπορούσε ποτέ να με συγκινήσει όσο το ταξίδι μέχρι να φτάσω σε αυτόν»._
Γ. H.