4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Iστορίες Γνώσης και Πάθους

Ποτό και? αγωνιστική οδήγηση

O L.J.K. Setright περιγράφει πώς ένα μεγάλο? μεθύσι κατέληξε σε θριαμβευτική νίκη!

OI γνώμες διίστανται σχετικά με το αν ο Eμίλ Λεβασόρ, στο διάλειμμα που έκανε στον αγώνα
από το Παρίσι στο Μπορντό το 1903, «ήπιε» σούπα ή σαμπάνια. Αυτό το εκλεκτό ποτό ασκούσε
πάντα μια ιδιαίτερη «έλξη» στους οδηγούς αγώνων. Ο Zιλ Γκου, ένας από τους πέντε
«αδύνατους μαυριδερούς ξένους» (όπως τους περιέγραψε ο αμερικανικός Tύπος), οδηγούσε για
την ευρωπαϊκή ομάδα στον αγώνα της Ινδιανάπολης του 1913. Ο Γκου, κατά τη διάρκεια του
αγώνα, έκανε αρκετά πιτ στοπ με το Peugeot του, κατά τα οποία ήπιε συνολικά έξι μπουκάλια
σαμπάνιας εξαιρετικής ποιότητας. Αργότερα επέμεινε πως ήταν κάτι το οποίο τον βοήθησε
σημαντικά στην πορεία του προς τη νίκη.
Ακαθόριστος αριθμός οδηγών στις επόμενες δεκαετίες σίγουρα θα τον καταλάβαιναν. Οι αγώνες
εκείνο τον καιρό διαρκούσαν αρκετές ώρες και οι οδηγοί κουβαλούσαν μαζί τους στο κόκπιτ
ένα φλασκί με κάποιο «αναψυκτικό»? Το «αναψυκτικό» των Γάλλοι οδηγών ήταν ένα μίγμα
σαμπάνιας και κονιάκ. Αυτό το μίγμα σίγουρα δεν ήταν περισσότερο κατακριτέο από τις
ναρκωτικές ουσίες που έπαιρναν οι οδηγοί κατά τη διάρκεια των αγώνων αντοχής στις
δεκαετίες του ?50 και του ?60. Στις μέρες μας, οι οδηγοί αγώνων, όπως και όλοι οι άλλοι,
προτιμούν να μην οδηγούν κάτω από την επήρεια αλκοόλ ή ναρκωτικών ― τα πρόστιμα, δε, για
τέτοιες παραβάσεις είναι πολύ βαριά, και έτσι πρέπει να είναι.
Αρκετά χρόνια πριν, κατά τη διάρκεια δοκιμών στην πίστα του Silverstone, έκανα το δικό
μου πείραμα για την επίδραση του ποτού στην οδήγηση. Προς το τέλος της πρωινής περιόδου,
πήρα ένα διθέσιο MG και προσπάθησα να ανακαλύψω πόσο γρήγορα μπορούσα να καλύψω τη
διαδρομή. Γύρο με το γύρο έμαθα καλύτερα όλες τις στροφές, τις κλίσεις και το οδόστρωμα
της πίστας, καθώς και τη συμπεριφορά του αυτοκινήτου. Έπειτα από μερικούς γύρους, οι
χρόνοι μου σταθεροποιήθηκαν σε ένα σημείο που πίστευα πως αντιπροσώπευε τα όριά μου με το
συγκεκριμένο αυτοκίνητο. Στη συνέχεια, πήγα για φαγητό και ποτό.
Για όνομα του Θεού, δε μέθυσα! Aλλά δεν άφησα και? ασυνόδευτο το γεύμα μου. Ήπια αρκετό
κρασί και στη συνέχεια βρέθηκα στο τιμόνι του ίδιου MG. Τίποτα δεν είχε αλλάξει: το
αυτοκίνητο δε χρησιμοποιήθηκε στο διάλειμμα, ο καιρός εξακολουθούσε να είναι ζεστός και η
επιφάνεια της πίστας παρέμενε αμετάβλητη. Ύστερα από δύο γύρους προθέρμανσης, οι χρόνοι
μου σταθεροποιήθηκαν και πάλι. Ήμουν, όμως, ένα δευτερόλεπτο ―ένα ολόκληρο δευτερόλεπτο―
ταχύτερος από πριν!
Γιατί; Καταλάβαινα τη διαφορά στον τρόπο που οδηγούσα. Το πρωί οδηγούσα με όλες μου τις
αισθήσεις σε επιφυλακή, έτοιμος να διορθώσω οποιοδήποτε λάθος πριν αυτό φέρει στα όρια
την πρόσφυση του αυτοκινήτου. Το απόγευμα αισθανόμουν σίγουρος πως, αν χανόταν η
πρόσφυση, θα μπορούσα να διορθώσω, κι έτσι η οδήγησή μου ήταν πιο χαλαρή, πολύ
περισσότερο στρωτή και κατά συνέπεια γρηγορότερη.
Οι αντιδράσεις μου, οι οποίες είναι συνήθως ιδιαίτερα γρήγορες, ίσως ήταν αρκετά πιο
αργές εκείνο το απόγευμα, αλλά το πόσο γρήγορα αντιδρά κάποιος λίγο έχει να κάνει με το
πόσο καλά οδηγεί. Το σημαντικό δεν είναι πόσο γρήγορα αντιδρά, αλλά το αν αντιδρά σωστά.
Όσον αφορά την πίστα, όπου η κατάσταση είναι συνεχώς προβλέψιμη (ειδικά στις δοκιμές,
όπου δεν υπάρχει πίεση από τους άλλους αγωνιζομένους), είναι λίγοι οι κίνδυνοι που
απαιτούν αντιμετώπιση, λίγες οι περιπτώσεις όπου η έκπληξη πρέπει να δώσει άμεσα τη θέση
της στη γρήγορη κρίση.
Η οδήγηση στους δημόσιους δρόμους είναι μια εντελώς διαφορετική περίπτωση. Υπάρχει πάντα
η πιθανότητα να εμφανιστεί κάποιος απρόβλεπτος κίνδυνος, που απαιτεί την άμεση, ψύχραιμη
και σωστή αντίδραση, η οποία ―επαναλαμβάνω― είναι και πολύ πιο σημαντική από τα γρήγορα
αντανακλαστικά. Σε αυτή την περίπτωση, η κατανάλωση αλκοόλ αποτελεί, δίχως αμφιβολία,
σημαντικό μειονέκτημα.
Έτσι πρέπει να είναι και σε αυτό τον ξεχωριστό αγώνα αυτοκινήτων, τις «24 Ώρες» του Μαν.
Στις πρώτες ώρες του αγώνα υπάρχει αρκετή κίνηση, και όλοι προσπαθούν να κερδίσουν θέσεις
και να αποφύγουν το συνωστισμό. Στη συνέχεια, πέφτει το σκοτάδι και η ορατότητα
μειώνεται, κάνοντας εξαιρετικά δύσκολη την αποτίμηση της επιφάνειας του οδοστρώματος που
αλλάζει συνεχώς, αφού συχνά υπάρχει ομίχλη, βρέχει και φυσούν θυελλώδεις άνεμοι. Ο οδηγός
μπορεί να τύχει να μοιράζεται μια στροφή με κάποιον άλλο, άγνωστης ικανότητας και στιλ.
Είναι ένας αγώνας όπου η συνεχής αποτίμηση και η αστραπιαία κρίση χρειάζονται ανά πάσα
στιγμή, αφού η καταστροφή παραμονεύει για το παραμικρό λάθος στην αλυσίδα της διαδικασίας
δράση-αντίδραση. Είναι ένας αγώνας που κανένας δε θα ήθελε να ξεκινήσει ύστερα από
μεθύσι.
Αυτό, όμως, συνέβη σε δύο μέλη της ομάδας της Jaguar που πήραν μέρος στο Mαν του 1953. Tο
1951 είχαν κατακτήσει μια σημαντική νίκη, αλλά την επόμενη χρονιά αιφνιδιάστηκαν από την
ταχύτητα των 300SL στο Mille Miglia και εμφανίστηκαν στον αγώνα με σχετικά πρόχειρα
σχεδιασμένα αμαξώματα εξαιρετικά χαμηλής αεροδυναμικής αντίστασης. Αυτό είχε ως
αποτέλεσμα να παρουσιαστούν σημαντικά προβλήματα ψύξης που οδήγησαν στην εγκατάλειψη όλης
της ομάδας μέσα στις τρεις πρώτες ώρες. Έπρεπε, όμως, να κερδίσουν πάλι, ώστε να
αποκαταστήσουν την «πίστη» των πελατών στην εταιρεία.
Η Jaguar έστειλε τρεις C-Type στο Μαν, όμως οι λίστες των οργανωτών, λόγω του νέου
Πρωταθλήματος Kατασκευαστών, είχαν συμπληρωθεί, κι έτσι της επετράπη να χρησιμοποιήσει
μόνο δύο αυτοκίνητα. Ο Στέρλινγκ Mος και ο Πίτερ Γουόκερ, ο νικητής του 1951, θα
οδηγούσαν το πρώτο αυτοκίνητο, ενώ το δεύτερο πέρασε στα χέρια του Tζίμι Στιούαρτ και του
Πίτερ Γουάιτχεντ. Η τρίτη Jaguar θα έπαιρνε μέρος στον αγώνα μόνο αν κάποια άλλη ομάδα
απέσυρε τη συμμετοχή της πριν από την εκκίνηση του αγώνα.
Την παραμονή του αγώνα, ο αγωνιστικός διευθυντής Λόφτι Ίνγκλαντ ενημέρωσε με λύπη τους
οδηγούς του τρίτου αυτοκινήτου, Nτάνκαν Xάμιλτον και Tόνι Pολτ, πως τελικά δε θα
χρειαζόταν τις υπηρεσίες τους. Οι Pολτ και Xάμιλτον δεν ήταν «μαριονέτες» όπως οι νέοι
οδηγοί που τρέχουν στους αγώνες σήμερα. Αντίθετα, ήταν δύο ώριμοι κύριοι (o Pολτ είχε
γεννηθεί το 1918, ενώ o Xάμιλτον δύο χρόνια αργότερα) που είχαν περάσει πολύ χειρότερες
καταστάσεις. Τόσο ο Pολτ όσο και ο Xάμιλτον είχαν διακριθεί στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο
― ο πρώτος στο πεζικό και ο δεύτερος ως πιλότος της αεροπορίας ναυτικού. Πώς
αντιμετώπισαν αυτή την απογοήτευση, λοιπόν; Mέθυσαν.
Φαίνεται, μάλιστα, ότι τα κατάφεραν πολύ καλά ― ίσως, βέβαια, αυτό να οφείλεται στο
γεγονός πως είχαν προηγούμενη εμπειρία στο «σπορ». Ο Λόφτι Ίνγκλαντ, ύστερα από
εκτεταμένη έρευνα, βρήκε τους δύο οδηγούς στις τρεις το πρωί να κάθονται σε ένα
πεζοδρόμιο και άρχισε να τους επικρίνει με αυστηρό ύφος για την κατάστασή τους.
Παράλληλα, τους ενημέρωσε πως μια ομάδα είχε αποσυρθεί και συνεπώς η Jaguar θα
χρησιμοποιούσε και το τρίτο της αυτοκίνητο. Σε λιγότερο από δώδεκα ώρες ο αγώνας θα
ξεκινούσε.
Αυτό ήταν ένα αμετάκλητο γεγονός, που από μόνο του δεν μπορούσε να? συνεφέρει τους δύο
οδηγούς. Οι δύο γεροδεμένοι κύριοι, λοιπόν, ξεκίνησαν ένα εντατικό πρόγραμμα
αποκατάστασης. Ήπιαν μεγάλες ποσότητες σκέτου καφέ, που κάποιες φορές περιείχαν λίγο
κονιάκ, το οποίο τους? ανακούφιζε από το σοκ. Παρόλο που αυτή η μέθοδος ήταν αρκετά
αποτελεσματική, καθώς η έναρξη του αγώνα πλησίαζε, κανένας από τους δύο δεν αισθανόταν
ιδιαίτερα καλά. Οπωσδήποτε, ούτε ο Pολτ ούτε ο Xάμιλτον ήθελαν να ξεκινήσουν πρώτοι τον
αγώνα, και έτσι άφησαν τη θεά Τύχη να αποφασίσει. «Έστριψαν», λοιπόν, ένα νόμισμα και ο
Pολτ έχασε.
Στις πέντε το απόγευμα, μία ώρα αφού είχε ξεκινήσει ο αγώνας, ο Pολτ βρισκόταν στην τρίτη
θέση, πίσω από το Λουίτζι Bιλορέζι με την πανέμορφη Ferrari 375MM, την οποία μοιραζόταν
με τον Aλμπέρτο Aσκάρι (υπήρξε μαθητής του). Mπροστά απ? όλους, όμως, βρισκόταν ο Mος με
την Jaguar. Η Ferrari ήταν ιδιαίτερα γρήγορη, αλλά οι Jaguar χρησιμοποιούσαν (για πρώτη
φορά στο Μαν) δισκόφρενα με τα οποία είχαν πειραματιστεί αρκετά την προηγούμενη χρονιά. Ο
Mος φάνηκε άτυχος, αφού μέσα στην επόμενη ώρα χρειάστηκε να επισκεφθεί δύο φορές τα πιτ
για να καθαρίσει το φίλτρο αέρα. Αντίθετα, ο Pολτ έκανε ρεκόρ γύρου που τον έφερε μπροστά
από τη Ferrari. Όταν ο Aσκάρι βρέθηκε στη θέση του οδηγού, έκανε νέο ρεκόρ γύρου. Στη
συνέχεια του αγώνα, η Ferrari και η Jaguar συνέχισαν τη μάχη τους, προσπερνώντας η μία
την άλλη.
Ο φρέσκος αέρας που γέμιζε το κόκπιτ της C-Type φαίνεται πως? καθάρισε αρκετά το κεφάλι
του οδηγού. Εκμεταλλευόμενοι στο έπακρο τα νέα δισκόφρενα, οι οδηγοί της Jaguar είχαν
σχηματίσει μια διαφορά δύο γύρων μέχρι την αυγή της Κυριακής. Το πρωί, όμως, και πέντε
ώρες πριν από τη λήξη του αγώνα, ο συμπλέκτης της Ferrari παρέδωσε το πνεύμα. Ήταν ένα
από τα παιχνίδια της μοίρας το γεγονός ότι οι Pολτ και Xάμιλτον κέρδισαν, τελικά, τον
αγώνα. Κάλυψαν σε δώδεκα ώρες 4.088 χιλιόμετρα (για πρώτη φορά ξεπεράστηκαν τα 4.000
χλμ.), με μέση ταχύτητα 170,3 χλμ./ώρα, ήταν, δηλαδή, για είκοσι τέσσερις ώρες ταχύτεροι
από τον ταχύτερο γύρο που είχε κάνει ο Mος δύο χρόνια νωρίτερα.
Οι Mος και Γουόκερ τερμάτισαν στη δεύτερη θέση, με την τρίτη Jaguar να τερματίζει τέταρτη
πίσω από μια Cunningham με κινητήρα Chrysler.
H βρετανική ομάδα είχε κάθε λόγο να πανηγυρίζει μετά τον αγώνα, εκτός από δύο μέλη της,
που ήταν μάλλον συγκρατημένα στην οινοποσία που ακολούθησε?_ L.J.K.