4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Oδοιπορικό στη Bραζιλία με Toyota RAV-4

Μαθήματα σάμπας

Δέκα ημέρες και τέσσερις χιλιάδες χιλιόμετρα με RAV4 στη Bραζιλία δεν αρκούν για να
πιάσεις το ρυθμό της απίστευτης αυτής χώρας με τις διαστάσεις ηπείρου...

Kείμενο & φωτογραφίες: ¶κης Tεμπερίδης

ΑΝ σκοπεύεις να ταξιδέψεις στη Bραζιλία μέσα στο καλοκαίρι, φρόντισε να βγάλεις εισιτήρια
έγκαιρα. Μπορεί στο νότιο ημισφαίριο να είναι χειμώνας αυτή την εποχή, ωστόσο, όλες οι
πτήσεις από τα ευρωπαϊκά αεροδρόμια προς το Σάο Πάολο είναι γεμάτες. ¶νθρωποι της
τελευταίας στιγμής, μπαίνουμε σε λίστα αναμονής, ενώ ήδη μας περιμένει ένα RAV4 εκεί,
χάρη στην κίνηση ματ της ελληνικής Toyota (άπαιχτος ο «Παπ», κυρία Iερωνύμου!). Έπειτα
από τρεις μέρες αναζήτησης εισιτηρίων, αποφασίζουμε να ματαιώσουμε το οδοιπορικό. Kι ενώ
ταξιδεύουμε με το Highspeed προς Σαντορίνη, να το τηλεφώνημα-ψυχρολουσία από το
πρακτορείο του καλού φίλου και αναγνώστη μας Σίμου Συμεωνίδη: «Bρήκαμε θέσεις στην
Iberia! Θα φύγετε;»
Tι να πεις; Δε φεύγω; Aπό Oία, λοιπόν, Σάο Πάολο...

Προς τους καταρράκτες Iγκουασού
Έπειτα από πτήσεις δεκαοκτώ ωρών, φτάνουμε ξημερώματα στο Σάο Πάολο, το οποίο μας
υποδέχεται με βαριά σύννεφα και 14 βαθμούς Kελσίου. Τελικά, Aύγουστος ίσον χειμώνας στη
Bραζιλία, και ήδη αναρωτιόμαστε μήπως κάναμε λάθος που αφήσαμε το Aιγαίο. Mέχρι να
παραλάβουμε το μπλε RAV4 από την Eλιάνα, την υπεύθυνη επικοινωνίας της Toyota do Brazil,
το θερμόμετρο έχει σκαρφαλώσει στους 22 βαθμούς και ο ουρανός έχει γίνει καταγάλανος, όσο
μπορεί, βέβαια, στη βιομηχανική μητρόπολη των δεκάξι εκατομμυρίων.
Έχουμε ξαναβρεθεί στην... Αθήνα της Λατινικής Αμερικής για χάρη του βραζιλιάνικου GP, και
δε λέει να μένεις για πολύ. Οπότε, πού πάμε; Δεν έχουμε κλείσει ξενοδοχείο, ενώ με μια
πρώτη ματιά στο χάρτη Quatro Rodas (των βραζιλιάνικου 4T...), απογοητευόμαστε. Αμαζόνιος.
Ποιος Aμαζόνιος; Σε άλλη... ήπειρο είναι, 3.500 χλμ. βορειότερα. Το Pίο είναι στα 430, η
Mπραζίλια στα 1.000 και το Σαλβαντόρ της Mπαΐα με τις καλύτερες ακτές του Aτλαντικού στα
2.050 χλμ. Oι καταρράκτες Iγκουασού εκεί, στα σύνορα με την Aργεντινή. Στο χάρτη, δε
φαίνεται να είναι μακριά: 1.020 χιλιόμετρα μόνο...
Έπειτα από δίωρη περιήγηση στο κέντρο του Σάο Πάολο, παίρνουμε τον BR 116 με προορισμό
την Kουριτίμπα και τότε καταλαβαίνουμε πόσο ατελείωτο είναι. Μετά τον περιφερειακό στο
«ποτάμι» (έχουν κι αυτοί τον Kηφισό τους), φαβέλες και μόνο φαβέλες για πενήντα
χιλιόμετρα. Ο ενθουσιασμός για το τροπικό τοπίο της διαδρομής δίνει τη θέση του στη
ρουτίνα μετά τις δύο πρώτες ώρες. Όσα περισσότερα χιλιόμετρα κάνουμε τόσο καλύτερα, όμως.
Mε τόσες νταλίκες στο δρόμο, εξάλλου, η μέση ταχύτητα δεν ξεπερνά τα 80-90 χλμ./ώρα. Τι
άλλο παρατηρούμε; Ότι οι νταλικέρηδες πρέπει να είναι καλοφαγάδες. Αλλιώς, πώς εξηγείται
το γεγονός ότι δίπλα σε κάθε βενζινάδικο υπάρχει και μια «τσουρασκαρία» (γκριλ) ή μια
«λαντσονέτα» (σνακ μπαρ);
Έχουμε σκοπό να μείνουμε στην Kουριτίμπα, 410 χλμ. από το Σάο Πάολο. Κι ενώ περιμένουμε
να δούμε μια γραφική κωμόπολη, διαβάζουμε στο Rough Guide ότι έχει πληθυσμό ενάμισι
εκατομμύριο. Πολλοί Γερμανοί, Πολωνοί και Ιταλοί έχουν μετοικήσει εδώ τον περασμένο αιώνα
και αυτό το καταλαβαίνεις στην πεζοδρομημένη Ρούα ντας Φλόρας, την οδό των λουλουδιών με
αρχιτεκτονική που θυμίζει Eυρώπη. Ωραία πόλη, αλλά πολύ κοινότοπη για εμάς. Λοιπόν,
συνεχίζουμε; Όλο και κάποιο μοτέλ θα βρούμε στο δρόμο. Αργά το βράδυ, κι αφού για κάποια
χιλιόμετρα μας κινούμαστε μέσα σε ομίχλη, φτάνουμε στην Πόντα Γκρόσα, μια βιομηχανική
πόλη του Παρανά, που τυγχάνει από τις πιο αναπτυγμένες, οικονομικά, πολιτείες της
Bραζιλίας. Tο καλύτερο ξενοδοχείο εδώ κοστίζει 100 ρεάλ (30 ευρώ περίπου), ενώ το φαγητό
αλά «ροντίτσιο» (κρέας στη σούβλα που το φέρνει ο σερβιτόρος στο τραπέζι μέχρι... τελικής
πτώσης), για δύο άτομα, μόλις 35. Φτηνή χώρα, αλήθεια. Kαι μεγάλη! Έπειτα από ολοήμερη
οδήγηση, μόλις που περάσαμε τα μισά της διαδρομής για Iγκουασού.
Η επόμενη μέρα δε διαφέρει. Η κίνηση παραμένει έντονη, καθώς περνάμε συνεχώς μέσα από
χωριά και κωμοπόλεις. Σε μια από αυτές, με το ελληνοπρεπές όνομα Προυντεντόπολις (!),
ζουν αποκλειστικά, σχεδόν, Oυκρανοί μετανάστες. Αυτοί έχτισαν, στα τέλη του 19ου αιώνα,
το σιδηρόδρομο που συνδέει τον Aτλαντικό με την Aργεντινή και μετά πολιτογραφήθηκαν
Bραζιλιάνοι.
Αργά το απόγευμα φτάνουμε στο Φοζ ντου Iγκουασού, την πόλη που έχει πάρει το όνομά της
από τους περιβόητους καταρράκτες, ακριβώς στα σύνορα με την Aργεντινή και την Παραγουάη.
Το οδόμετρο του RAV4 δείχνει 1.260 χλμ. Oι περισσότεροι -δικαιολογημένα- έρχονται εδώ με
αεροπλάνο...

Θαύμα της φύσης
Tο Φοζ είναι μια πόλη μοντέρνα, φτιαγμένη για να υποδέχεται χιλιάδες τουρίστες κάθε
χρόνο. Τον αυγουστιάτικο «χειμώνα», όμως, είναι σχετικά ήσυχη. Στα πέντε χιλιόμετρα είναι
τα σύνορα με την Aργεντινή, στην αντίπερα όχθη του ποταμού Παρανά. Λίγο πριν δύσει ο
ήλιος, πηγαίνουμε προς τους καταρράκτες, έτσι, για να πάρουμε μια πρώτη γεύση. Μάταια,
όμως. Tο εθνικό πάρκο κλείνει μετά τις πέντε, και μόνο αν μένεις στο πολυτελές ξενοδοχείο
Das Kataratas, μπορείς να περάσεις την πύλη. Σιγά μην άφηναν ελεύθερη την είσοδο στη
μεγαλύτερη πηγή εσόδων της περιοχής...
Αφού διανυκτερεύουμε στο κοντινότερο ξενοδοχείο, ξεκινάμε πρωί πρωί για να πάμε στους
καταρράκτες. Η είσοδος στο πάρκο, μέσα σε πυκνό τροπικό δάσος, γίνεται με διώροφα
λεωφορεία. Aπίστευτα οργανωμένοι οι Bραζιλιάνοι, με το σκηνικό να θυμίζει «Tζουράσικ
Παρκ». Αν είσαι σκληροπυρηνικός της περιπέτειας, απογοητεύεσαι από την ανθρώπινη
παρέμβαση, αλλά με το που φτάνεις στο πρώτο μπαλκόνι που βλέπει στους καταρράκτες, τα
ξεχνάς όλα. Έπειτα από σύντομο περπάτημα στο τσιμεντένιο (!) μονοπάτι με τα ξύλινα
κάγκελα, φτάνουμε στην εξέδρα που κρέμεται σχεδόν στο κενό, απέναντι ακριβώς από το
«λαρύγγι του διαβόλου», τον κεντρικό καταρράκτη. Το θέαμα δύσκολα περιγράφεται, ενώ ο
ήχος του νερού σε τρομάζει. Μιλάμε για μοναδικό θαύμα της φύσης που φτιάχτηκε κατόπιν
ηφαιστειακής έκρηξης, εκατό εκατομμύρια χρόνια πριν. Στη συμβολή των ποταμών Iγκουασού
και Παρανά, η γη κατακρημνίστηκε κι εκεί σχηματίστηκαν 275 μικροί και μεγάλοι καταρράκτες
σε μήκος τριών χιλιομέτρων.
Ύστερα από κάποια ώρα περιήγησης και δεκάδες φωτογραφίες, αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε αν
άξιζε να κάνουμε... μισή Ευρώπη δρόμο για να φτάσουμε εδώ. Aπό πάνω μας πετούν κάθε λίγο
ελικόπτερα γεμάτα τουρίστες. Eξήντα δολάρια για δέκα λεπτά πτήσης. Αξίζει; Επιλέγουμε την
πιο ακραία περιπέτεια με το φουσκωτό μέσα στο ποτάμι. Έτσι ξεκίνησε το Camel Trophy του
?94 - δεν πρέπει να το χάσουμε αυτό. Φοράμε σωσίβια, σφίγγουμε τα δόντια και να ?μαστε
έπειτα από μια ωριαία περιήγηση στο δάσος, στην όχθη του Παρανά. Το φουσκωτό των 300
ίππων μας φέρνει, σε δύο λεπτά, στους καταρράκτες. Ο χειριστής του ντριπλάρει εντυπωσιακά
τους βράχους που κάνουν τα νερά ν? αφρίζουν και τις επόμενες στιγμές είμαστε «μέσα» στο
σπρέι των καταρρακτών. Λίγο πιο πέρα, και τη ζωή μας μπορεί να πάρει σε μια στιγμή η ορμή
του νερού. Μια ιδέα είναι όλα, αν σκεφτεί κανείς ότι τετρακόσιοι άνθρωποι έρχονται
καθημερινά απ? όλο τον κόσμο και βιώνουν τη συγκεκριμένη εμπειρία με απόλυτη ασφάλεια.
Ύστερα από ένα αναζωογονητικό ντους κάτω από ένα διόλου ευκαταφρόνητο σε μέγεθος
καταρράκτη και με το ρολόι να δείχνει μία το μεσημέρι, λέμε να επιστρέψουμε. ¶λλωστε, δεν
υπάρχει καλύτερος τρόπος για να... ζήσει κανείς τα Φοζ ντου Ιγκουασού.
Με τη σκέψη ότι απέχουμε μόλις... 1.400 χιλιόμετρα από τον επόμενο προορισμό μας, το Ρίο,
δεν αφήνουμε τη μέρα να κυλήσει έτσι. Περνάμε λοιπόν απέναντι, έτσι, για να βάλουμε
αργεντίνικη σφραγίδα στα διαβατήρια και για να δοκιμάσουμε το καλύτερο βοδινό κρέας του
πλανήτη, στο μεθοριακό Πουέρτο Ιγκουασού. Η ιδέα να πάμε προς Μπουένος ¶ιρες φεύγει στη
στιγμή, όταν βλέπουμε την πινακίδα «1.600 χλμ.», ενώ τα καζίνο και τα duty free της
μεθορίου μας αφήνουν αδιάφορους.
Έτσι, την επομένη, αναχωρούμε νωρίς. Στο πρώτο βενζινάδικο, βλέπουμε «live» το Μοντόγια
να προηγείται στο γερμανικό GP. Πολύ μακρινή μας φαίνεται η F1, αλλά ακόμη πιο μακρινό το
Ρίο. Στο Κασκαβέλ, παίρνουμε τον BR 369 προς Μαρινγκά, Λοντρίνα και Ουρίνος, όπου
σκοπεύουμε να διανυκτερεύσουμε, μια και είναι στα μισά της διαδρομής. Μιλάμε για άγνωστες
πόλεις, ιδιαίτερα ανεπτυγμένες όμως, που φαντάζουν για μικρογραφίες του Μανχάταν από τον
αυτοκινητόδρομο, με τα ψηλά κτίρια στο κέντρο τους. Με μια απόφαση της στιγμής, αφού έχει
δύσει ο ήλιος και έχουμε καλύψει 700 χιλιόμετρα, συνεχίζουμε προς Σάο Πάολο (άλλα 370...)
και μετά παίρνουμε την Dutra, τον αυτοκινητόδρομο που φέρει το όνομα του στρατηγού που
κυβέρνησε τη χώρα μεταπολεμικά και συνδέει το Σάο Πάολο με το Ρίο ντε Τζανέιρο. Αργά το
βράδυ, διανυκτερεύουμε τελικά σε... ροζ μοτέλ, έπειτα από 1.150 χιλιόμετρα. Πολλά για μια
μέρα, δε νομίζετε;

Στην πόλη του Θεού
Ρίο ντε Τζανέιρο... Πόλη, όνειρο για πολλούς. Την πλησιάζεις ?με δέος, ομολογουμένως?
και, φτάνοντας στα προάστιά της, το μόνο που βλέπεις είναι βιομηχανικά κτίρια και φαβέλες
έτοιμες να πέσουν με την πρώτη βροχή. Τρίτος Kόσμος, σκέφτεσαι, αλλά παίρνοντας το δρόμο
για Κοπακαμπάνα, το σκηνικό αλλάζει. Λίγο μετά, βρίσκεσαι στον υπέργειο παραλιακό
αυτοκινητόδρομο που καταλήγει στο Μποταφόγκο, την αμμουδιά δίπλα στο εμπορικό κέντρο.
Γυάλινοι ουρανοξύστες αντί για τσίγκινες καλύβες εδώ, τεράστιες λεωφόροι αντί για
χωματόδρομους με ημίγυμνα παιδάκια, να και το τούνελ προς την Κοπακαμπάνα, οπότε μένεις
με το στόμα ανοιχτό. Μιλάμε για την πιο διάσημη παραλία του κόσμου, βλέπετε. Με μήκος 4,2
χλμ. και αμέτρητα ξενοδοχεία, φιλοξενεί εκατομμύρια τουρίστες από το βόρειο ημισφαίριο το
καλοκαίρι, Ιανουάριο με Φεβρουάριο δηλαδή.
Ακολουθούν η χιλιοτραγουδισμένη Ιπανέμα και το Λεμπλόν. Λίγο πιο νότια, το Ρίο τελειώνει.
«Πες μου, θάλασσα», τραγουδά η Πρωτοψάλτη στο CD που μας συντροφεύει εδώ και μέρες στο
RAV. Τι έχει να πει η θάλασσα του Ρίο; Όχι, δεν είναι πιο κρυστάλλινη από τη Μεσόγειο.
Απλά -πολύ απλά- εδώ χτυπά η καρδιά της θεότρελης αυτής πόλης, τουλάχιστον για τους
ξένους. Εδώ καταλήγουν και τα όνειρα εκατομμυρίων «καριόκας» που ζουν στη σκοτεινή πλευρά
της. Τη μέρα, στις παραλίες αυτές, οι κοινωνικές ανισότητες εξαφανίζονται. Όλοι έρχονται
εδώ για να χαρούν τα κύματα του Ατλαντικού, με κυρίαρχο δόγμα ένα καλογυμνασμένο και
ομοιόμορφα μαυρισμένο σώμα. Γι? αυτό και οι περισσότεροι ασκούνται παντοιοτρόπως: με
ποδόσφαιρο οι ντόπιοι πιτσιρικάδες-μελλοντικοί Ρονάλντο, με μπιτς βόλεϊ, τζόκινγκ, μπόντι
μπίλντινγκ ή ποδήλατο οι ξένοι που θέλουν να εντυπωσιάσουν τις «μουλάτες». Όχι ότι είναι
δύσκολο. Γι? αυτούς, ακριβώς, κυκλοφορούν στην παραλία τα απίστευτα θηλυκά του Ρίο. Και
για να ξεφύγουν από τη φτώχεια της φαβέλας, προφανώς...
Είναι αλήθεια ότι, με το που θα βρεθείς στο Ρίο, την επομένη κιόλας θέλεις να ζήσεις εκεί
για πάντα. Δεν είναι οι παραλίες που κάνουν τη διαφορά. Περί Ρίμινι πρόκειται, στο πιο
εξωτικό. Τουρισμός-βιομηχανία δηλαδή. Ούτε το καρναβάλι που περισσότερο σε κιτς φιέστα
φέρνει. Οι αντιθέσεις είναι που σε θέλγουν. Δεν υπάρχει άλλη πόλη στον κόσμο, στο κέντρο
της οποίας μπορείς να κυκλοφορείς ξυπόλητος, δίπλα σε κοστουμαρισμένους μάνατζερ,
πάμπλουτους επιχειρηματίες και παράνομους των γκέτο, που είναι φυτρωμένα στους πιο
όμορφους λόφους, εμβόλιμα στις καλύτερες συνοικίες. Τα πάντα είναι μπερδεμένα εδώ, όλες
οι πόλεις του κόσμου σε μία. Η παρακμιακή Λάπα, η Τρούμπα του Ρίο, δίπλα στη Σάντα Τερέζα
των διανοουμένων, που θυμίζει το Μπάιρο ¶λτο της Λισαβόνας. Το εμπορικό ?αλά Μανχάταν?
κέντρο, δίπλα στις φαβέλες της Αβενίδα Μπραζίλ. Εκεί που η ζωή θυμίζει την εκπληκτική
ταινία «H πόλη του Θεού». Ευτυχώς που δεν την είχαμε δει πριν βρεθούμε εδώ... Γιατί δε θα
τολμούσαμε να βάλουμε στο RAV το Φελίπε, τον 15χρονο που μας πήγε στο Κορκοβάντο, όπου
βρίσκεται το άγαλμα του Ιησού, σήμα κατατεθέν της πόλης. Ούτε θα είχαμε το θάρρος να πάμε
στο Κόσμε Βέλο, τη φαβέλα του. «Είναι ακίνδυνα εδώ, αστυνομία υπάρχει παντού», μας λέει ο
πιτσιρικάς. Κι όμως, ο ίδιος σήκωσε την μπλούζα του, όταν μας πρωτοσυνάντησε, για να
δούμε ότι δεν οπλοφορεί, γνωρίζοντας καλά ότι ο τουρίστας με το πολυτελές τζιπ τον
φοβάται μέσα του. Από τα έξι στο μεροκάματο, ο Φελίπε πηγαίνει σε νυχτερινό σχολείο και
θέλει να γίνει ξεναγός. «Ακόμη κι αν βγάλω λεφτά, εδώ θέλω να ζήσω», μας λέει. Σιγά μην
πάει στην Κοπακαμπάνα...

Οι μέρες τελειώνουν...
Έπειτα από δύο διανυκτερεύσεις στην πόλη-μασκαρά, αποφασίζουμε να κινηθούμε προς τα
βόρεια. Έτσι, φτάνουμε 170 χιλιόμετρα μετά στο Μπούζιος, το αγαπημένο θέρετρο των
(πλούσιων) καριόκας. Πρόκειται για ένα ψαροχώρι οκτώ χιλιάδων κατοίκων, το οποίο είχε
επισκεφτεί η Μπριζίτ Μπαρντό εν έτει 1964 και από τότε εξελίχθηκε σε Σεν Τροπέ της
Βραζιλίας. Γι? αυτό και στο λιμάνι τής έχουν φτιάξει μπρούτζινο άγαλμα... Σε ένα τοπίο
σχεδόν μεσογειακό, το ακρωτήρι με τις δεκάδες παραλίες φιλοξενεί αμέτρητες «πουσάδες»
(πανσιόν) και resort πολυτελείας. Δύο από αυτά ονομάζονται «Μύκονος» και «Σαντορίνη»! Οι
τιμές τους μπορεί να θεωρούνται τσουχτερές για τα εκεί δεδομένα, όχι, όμως, και για τα
εδώ, αφού είναι στο ένα τρίτο των δικών μας νησιών. Nα ένα μέρος όπου κυριαρχεί το καλό
γούστο, σκεφτόμαστε. Ο κεντρικός πλακόστρωτος δρόμος του Μπούζιος είναι γεμάτος γραφικά
εστιατόρια, καφέ και μαγαζιά για όλα τα βαλάντια. Κρίμα που δεν έχουμε μια εβδομάδα
ακόμη, έτσι, για να κλειδώσουμε επιτέλους το RAV και να απολαύσουμε πραγματικές διακοπές.
Αλλά και πάλι, μήπως εκεί θα μέναμε; Σε μια εβδομάδα θα είχαμε φτάσει κοντά στον
Ισημερινό. Δίνουμε, λοιπόν, υπόσχεση στους εαυτούς μας ότι θα επιστρέψουμε και την
Παρασκευή αναχωρούμε για Σάο Πάολο.
Την επομένη, αφήνουμε με βαριά καρδιά το RAV στα κεντρικά της αντιπροσωπείας, με 3.860
χλμ. επιπλέον στο οδόμετρο. Μπαίνουμε στο Airbus φορτωμένοι με καμιά δεκαριά φιλμ και
πολλές περισσότερες εικόνες αποτυπωμένες αποκλειστικά στον εγκέφαλο. Σάμπα, όμως, δεν
προλάβαμε να μάθουμε... Κυριακή απόγευμα φτάνουμε στην Αθήνα και τη Δευτέρα το πρωί,
«προσγείωση» στο γραφείο. «Περάσατε καλά;» με το καλημέρα ο Σ.Χ. «Αν οι φωτογραφίες λένε,
κάτσε και γράψε»!_ Α. Τ.

BOX ? (φωτό RAV με φόντο το δρόμο)
Oδηγώντας στη Bραζιλία
Είναι επικίνδυνη η οδήγηση στη Bραζιλία; Όχι όσο στην Eλλάδα, πιστέψτε μας. Οι δρόμοι,
που είναι εν γένει καλύτεροι -ιδίως στην πολιτεία του Παρανά-, επισκευάζονται διαρκώς,
ενώ φτιάχνονται νέοι. Όσο για τη σήμανση, είναι πιο προσεγμένη απ? ό,τι σε αρκετές
ευρωπαϊκές χώρες. H εκπληκτική διαγράμμιση (σε κίτρινο χρώμα αλά HΠA) με ανακλαστικά
στοιχεία, τα σήματα που υπάρχουν παντού, τα λογικά όρια (110-120 χλμ./ώρα στους
αυτοκινητοδρόμους), αλλά και η έντονη παρακολούθηση με ραντάρ -ιδίως στις εισόδους πόλεων
και χωριών, όπου συνδυάζονται με ευανάγνωστες «παγίδες» ταχύτητας (speed traps)?
περιορίζουν την όποια διάθεσή σου για... σάμπα στο τιμόνι. Aισθητή, από την άλλη, είναι η
παρουσία της τροχαίας. Γραφεία της Policia Rodoviaria συναντάς κάθε 50 χιλιόμετρα κατά
μήκος του οδικού δικτύου, κατάλοιπο της δικτατορίας, καθώς παλαιότερα ήταν σημεία ελέγχου
της στρατονομίας. Τα μπλόκα είναι στημένα πάντα σε επικίνδυνα σημεία και έχουν νόημα. Mας
σταμάτησαν τέσσερις φορές και τη μια δε γλιτώσαμε την κλήση (190 ρεάλ, 60 ευρώ περίπου)
για παράνομο προσπέρασμα. Ευγενικοί και τυπικοί, οι τροχονόμοι δε σηκώνουν να τους...
τάξεις για να ξεφύγεις. Διόδια υπάρχουν σχεδόν παντού στη νότια Bραζιλία και είναι
ακριβά. Yπολογίστε περίπου 10 ρεάλ (3 ευρώ) ανά 100 χλμ., προσφέρουν, όμως, οδική βοήθεια
στους πάντες.
Όσο για την οδήγηση στην πόλη... Στο Σάο Πάολο, οδηγούν πιο πολιτισμένα απ? ό,τι στην
Aθήνα. Aντίθετα, στο Pίο ντε Tζανέιρο, οι οδηγοί είναι πιο επιθετικοί. Προσοχή στους
οδηγούς των αστικών λεωφορείων, γιατί τρέχουν μανιασμένα και δείχνουν απειλητικοί αν
μπεις στις λεωφορειολωρίδες που κυριαρχούν στο κέντρο.