4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Pέα Bιτάλη

Kόκκινα φανάρια

«... Eίμαι στο ύψος της Γυμναστικής Ακαδημίας. Φανάρι. Με πλησιάζει ένας καλωδιωμένος
άνθρωπος· όλος ένα καλώδιο...»

EXΩ δουλειά στο κέντρο της Αθήνας και αναθεματίζω την ώρα και τη στιγμή. Με τόσο έργο,
σκάψιμο, χαρακώματα, νιώθω σαν το Νικόλα Βαφειάδη σε αποστολή στη Βαγδάτη. Μόνο το
μπουφάν με τις πολλές τσέπες μου λείπει... Τέλος πάντων.
Παίρνω την παραλιακή και σταματάω στα φανάρια στα Αστέρια. Με πλησιάζει ένας κύριος με
κολ-ρουλέ πουλόβερ, φίνο μπουφάν, καλοξυρισμένος, με... ταμπελάκι στο χέρι: «Είμαι
Γάλλος. Πεινάω. Merci». Μωρέ, άσε να περάσει η Ολυμπιάδα, και έχουμε να δούμε πολύ
μπλέιζερ και Prada σε φανάρι -ο Θεός να μας φυλάει- με ταμπέλα «Είμαι Έλληνας-Ελληνίδα,
πεινάω και αναθεματίζω τη σκεπή του Καλατράβα. Merci».
Στρίβω για Βουλιαγμένης. Φανάρι. Σταματάω. Εξωτικό το τοπίο! Δύο σκουρόχρωμοι με δόντι
φλας και μπανανιά ολόκληρη στα χέρια. Και καθότι είμαι της γενιάς που έζησε τη
μπανανοαπαγόρευση στην Ελλάδα (αλήθεια, θυμάστε που οι μπανάνες ήταν απαγορευμένο
είδος;), έχω μια σχετική ευαισθησία. Πιάσε, ρε φίλε, ένα... τσαμπί να πάνε κάτω τα
φαρμάκια!
Aνεβαίνω τη Βουλιαγμένης. Είμαι πια στο ύψος της Αλίμου. Φανάρι. Ανθοκήπιο ολόκληρο. Η
Ολλανδία στα πόδια μας. Τι τουλίπες, τι τριαντάφυλλα, τι ζουμπούλια με ζώνουν σε κάθε
παράθυρο! ¶νθρωπος με ευαισθησίες είμαι και «σπάω». Αγοράζω ζουμπούλια, μοσχομυρίζει το
αυτοκίνητο και η διάθεσή μου...
Φθάνω στο ύψος της στροφής του Παναγούλη, που λέμε κι οι παλιοί. Φανάρι. Σταματάω. Με
πλησιάζει άνθρωπος τύπου Αθίγγανος. Μου κλείνει το μάτι με νόημα. Να και τα τυχερά! Με
προτρέπει να κατεβάσω το τζάμι. «Σου πω!» μου ψιθυρίζει, καθώς το δάκτυλο από το χέρι με
τα δακτυλίδια ακουμπάει στο στόμα. Το κατεβάζω. «Είσαι για βαζερόν;» μου λέει. «Τι στάση
είναι; Θα πονέσω; Βοήθα με λίγο στην αρχή και μετά το πάω μόνη μου», του απαντάω. «Αν δε
θέλεις Βαζερόν, έχω Βούλγαρι». ¶ντε, γεια σου, φιλάρα! Τώρα το ?πιασα το... εμπόρευμα. Α
ρε, Vacheron Constantin, το κατάστημα στη Γενεύη σε μάρανε...
Πλέον, είμαι στο ύψος της Γυμναστικής Ακαδημίας. Φανάρι. Με πλησιάζει καλωδιωμένος
άνθρωπος· όλος ένα καλώδιο. Σαν να του την έπεσαν τα κανάλια για ανταπόκριση, ένα πράγμα.
«Θέλεις φορτιστή αυτοκινήτου για κινητό, τηλεκοντρόλ, ακουστικά για κινητό, καλάμι για
ψάρεμα, κινητά φθηνά;» «Μωρέ, μήπως έχεις και σερβιέτες να μην τρέχω στο σουπερμάρκετ;»
Φτάνω στη στροφή του A? Νεκροταφείου. Γαμώ το, εδώ αναπαύεται ο φίλος μου ο Γιωργάκης.
Καλή του ώρα. Τον φέρνω στη μνήμη μου. Ο Γιωργάκης μου. Με παίρνουν τα κλάματα. Μου
χτυπάει μια κυρία το τζάμι. «Χαρτομάντιλα θέλετε;» «Θέλω!»
Συνεχίζω. Οι δρόμοι, ανοιχτοί. Περίεργο φαινόμενο. Στρίβω στη Ρηγίλλης. Φανάρι. Με
πλησιάζει πολιτικός: «Ελπίδες θέτε;» «¶σε! Έχω στοκάρει για εκατό χρόνια! Πράξεις θέμε!»
Και μετά φτάνω στον προορισμό μου. Καλέ, ούτε που κατάλαβα πώς πέρασε η ώρα!_ P. B.