4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Κώστας Καββαθάς (Εν λευκώ & Αντίλογος)

ΑΛΛΟΤΕ...

Στο κοιμητήριο του Χέμερσμπαχ
Η ΜΥΡΟΥΔΙΑ του καμένου συμπλέκτη απλώθηκε στην ατμόσφαιρα στο κοιμητήριο που βρίσκεται κοντά στον πύργο Χέμερσμπαχ. Η κόκκινη Ferrari 250 GTO που μετέφερε το φέρετρο με τη σορό του κόμη Wolfgang Alexander Reichsgraf Berghe von Trips δεν ήταν συνηθισμένη να κινείται με 4 χλμ./ώρα. Ο 12κύλινδρος κινητήρας πλησίαζε στα όριά του, καθώς το αυτοκίνητο προχωρούσε προς την τελευταία κατοικία ενός από τους καλύτερους μεταπολεμικούς οδηγούς της Γερμανίας. Οι λιγοστοί φίλοι και συγγενείς σκέπτονταν αν η Ferrari θα κατάφερνε να φτάσει στον τάφο ή αν θα μετέφεραν το φέρετρο στα χέρια. Η αβεβαιότητα δεν κράτησε πολύ. Η GTO «έμεινε» δίπλα στο μνήμα. Οι Γκίνθερ, Μπονιέ, Μπαρθ, Χιλ και Χανστάιν μετέφεραν το φέρετρο. Ένα σιωπηλό χειροκρότημα και τα δάκρυα των συγγενών και των φίλων συνόδευσαν τον οδηγό στην τελευταία του κατοικία. Ένα ελαφρό αεράκι έδιωξε την οσμή του καμένου συμπλέκτη. Το χώμα σκέπασε το φέρετρο. Έφυγαν και η γαλήνη επέστρεψε στο νεκροταφείο κοντά στον πύργο, που είναι το σπίτι της οικογένειας τα τελευταία 700 χρόνια.
Ήταν το 1961, όταν ο Τριπς έχασε τη ζωή του σε αγώνα, από λάθος άλλου οδηγού. Οι λίγες γραμμές δίνουν μια αμυδρή εικόνα μιας εποχής που, όπως συχνά αναφέρω, πολύ αγαπάω και σέβομαι και την οποία έχω στην καρδιά μου από την ημέρα που αποφάσισα να «γράψω γι’ αυτοκίνητα» και θα την έχω μέχρι να πεθάνω.

Στη «μεγάλη» Πάρνηθα
Πέντε φίλοι, οι δύο με φωτογραφικές μηχανές (Voigtlander Vito B και Leica M2), κάθονται στο πλάι του δρόμου στη θέση Μετόχι της Πάρνηθας. Ο αέρας του αττικού καλοκαιριού μεταφέρει μυρουδιές απ’ το δάσος και την πεδιάδα όπου βρίσκεται το αεροδρόμιο Τατοΐου. Ο ένας ακουμπά σε ένα από τα πολλά εικονοστάσια, πειστήρια τροχαίων με κακή κατάληξη. Κοιτώ τη μαυρόασπρη φωτογραφία ενός νέου και διαβάζω το όνομα «Δημήτρης Καρα...ης 1948-1964». Πίσω απ’ το τζάμι ανάβει καντήλι, απόδειξη πως κάποιος δεν ξέχασε. Χιλιάδες θεατές περιμένουν ν’ αρχίσει η ανάβαση της «μεγάλης» Πάρνηθας. Έχουν πάρει θέση απ’ τα ξημερώματα στις ευθείες και τις φουρκέτες, ενώ πολλοί έχουν κατασκηνώσει απ’ την προηγουμένη. Η ατμόσφαιρα είναι ζεστή, γιορταστική, γεμάτη αγωνία και προσμονή και οι συζητήσεις για τους χρόνους που θα κάνουν οι οδηγοί των Porsche Carrera RS, Φον Tριπς και Χέρμαν, δίνουν και παίρνουν. Σε ένα, δύο σημεία της ανάβασης, η μυρουδιά του πεύκου και του θυμαριού καλύπτεται από εκείνη του... σουβλακιού.
Ξαφνικά, απόλυτη ησυχία. «Ξεκίνησε» φωνάζει κάποιος και ο ήχος από την εξάτμιση του αερόψυκτου κινητήρα της Carrera του Τριπς αντηχεί στις πλαγιές του βουνού. Η RS σκάει μύτη στην ανοιχτή αριστερή, ο οδηγός αλλάζει από 2η σε 3η, μετά σε 4η και πάλι σε 3η. Το ασημί αυτοκίνητο περνά εμπρός μας, το βλέπω απ’ το σκόπευτρο της μηχανής, πατάω το κλείστρο, αναπνέω καμένο φυτικό Castrol, τα μάγουλα κοκκινίζουν. Με διαφορά ενός λεπτού, ακολουθούν τα άλλα αυτοκίνητα. Ο Σπύρος Τσινιβίδης με BMW Electronica, ο Γιώργος Μοσχούς με Alfa GTA, ο «Αστερίξ» με Porsche, ο Γιώργος Ραπτόπουλος με DKW F12, αλλά και άλλοι, που τα ονόματά τους έσβησαν με το χρόνο. Για να τους φέρω στο νου, πρέπει ν’ ανοίξω παλιά περιοδικά. Το «Βολάν», το «Νέο Αυτοκίνητο», το «Auto Εξπρές» και τους «4Τροχούς».Τα συρτάρια της μνήμης έκλεισαν στραβά και δύσκολα ανοίγουν ύστερα από τόσα χρόνια. Θυμάρι, ρίγανη, πεύκο, φυτικό λιπαντικό! Ο τέλειος συνδυασμός. Σήμα κατατεθέν μιας εποχής που είχε ακόμα μύθους και ήρωες. Από μακριά ακούγεται ο καθαρός, χωρίς περιστροφές και κομπιάσματα ήχος κινητήρα. Είναι η BMW του Σπύρου; Του ΕΙΠΩΡΧ; Το «600αράκι» του Κανελλάκη, η Porsche του Χέρμαν, το DKW του Ραπτόπουλου, το TTS του «Λεωνίδα», η GTA του «Μαύρου»; Ακόμα και... εγώ λάμβανα μέρος στη «μεγάλη» Πάρνηθα. Είχα κερδίσει και την κλάση μου. Στην αριστερή σκάει μύτη μια BMW, πηγαίνοντας με τις «μπάντες». Οι θεατές ενθουσιάζονται, χειροκροτούν. Οι μηχανές τραβάνε ασταμάτητα, τα χρονόμετρα μετρούν ένα συγκεκριμένο κομμάτι της διαδρομής. Αγωνία, ευτυχία, οσμή καμένου λιπαντικού. Πάνω από 20.000 άνθρωποι γεμίζουν κάθε μέτρο του βουνού.
Όταν ο αγώνας τελειώνει και τ’ αυτοκίνητα κατεβαίνουν αργά στην αφετηρία, πίσω ακολουθούν παρέες χαρούμενων ανθρώπων κάθε ηλικίας που είδαν, χάρηκαν, μύρισαν, χειροκρότησαν τους οδηγούς και πάνε σπίτι για να μιλήσουν μ’ εκείνους που δεν ήταν εκεί, να περιγράψουν, να μεταφέρουν το κλίμα των αγώνων σε μια άλλη Ελλάδα που όχι μόνο πέθανε, αλλά θάφτηκε στον ¶δη.

Στα Λαγκάδια
Με το ένα χέρι κρατιέμαι απ’ το ρολ μπαρ. Στο άλλο κρατάω τις σημειώσεις και «διαβάζω» φωναχτά στον οδηγό. Κατηφορική δεξιά, και κλειστή αριστερά, που οδηγεί σε ανοιχτή δεξιά, και ευθεία 100, και κλειστή δεξιά. Γεφυράκι, και ανοιχτή αριστερά, και 3η, και 200, και 4η (πού 5η εκείνα τα χρόνια!), και κρατήσου αριστερά για γεφυράκι, και κλειστή δεξιά...
Δύο το πρωί. Βρέχει. Το Renault Gordini 8 με το Γιώργο Κρητικό δεν «ισιώνει» πουθενά. Πώς να «ισιώσει», με τον κινητήρα να κρέμεται πίσω απ’ τον άξονα των πίσω τροχών, με 7 μοίρες (αρνητικό) κάμπερ και λάστιχα Kleber Colombe ράντιαλ που μας είχε χαρίσει ο εισαγωγέας - καλή του ώρα, όπου κι αν βρίσκεται. Ειδική διαδρομή σε βρεγμένο δρόμο, γεμάτο ομίχλες, σκιές και πλατάνια. Με γεφυράκια, νεροφαγώματα και νεροσυρμές δίπλα στο Λάδωνα. Νέοι, ευτυχισμένοι, με πλήρη άγνοια κινδύνου, κουτρουβαλάμε στους κάμπους και στα βουνά της Ελλάδας, στα πιο ωραία, άγρια, απαιτητικά ράλλυ του κόσμου. Και αυτό όχι σε έναν, αλλά σε διακόσιους αγώνες όπου λαμβάναμε μέρος με τα δικά μας αυτοκίνητα. Οι καλοί ή όσοι είχαν «μπάρμπα στην Κορώνη» έτρεχαν με αυτοκίνητο της αντιπροσωπείας, εμείς με δύο ρεζέρβες στο πίσω κάθισμα και φίλους να κάνουν «σέρβις». Τι ομορφιά!
Λαγκάδια, Πολύγυρο, Πήλιο, Χαλκιδική, Σκρα-Κιλκίς-Λαχανά, πίσω στην Πελοπόννησο για τη Φτέρη, τη Στυμφαλία και άλλους τόπους, μαγικούς, που κούρνιασαν στα σκοτεινά σημεία του νου και της ψυχής.
Τα ράλλυ του ’60 και του ’70, η Ελλάδα πριν καεί, βιαστεί, διακορευτεί, βρομιστεί, δηλητηριαστεί από τα υβρίδια που την κατοικούν, αυτόν το λαό που κύρια αποστολή έχει να κάνει τα πάντα σαν τα μούτρα του.

Στο Τατόι
Σαράντα πέντε χρόνια μετά και η ευγένεια, το ήθος, η παράδοση και η ομορφιά της εποχής δε λέει να μ’ αφήσει. Το αποτέλεσμα είναι ότι κρίνω, συγκρίνω, ζυγίζω και βρίσκω λειψά τα όσα ακολούθησαν και ανάπηρα τα όσα συμβαίνουν τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια.
Η ιστορία στο κοιμητήριο του Χέμερσμπαχ δεν είναι μοναδική. Όταν το βράδυ πέφτω «νεκρός» από την κούραση και τις έγνοιες (που προφανώς τραβάω σαν μαγνήτης) και λίγα λεπτά πριν ο ύπνος, που μοιάζει με διήγημα του Φίλιπ Κ. Ντικ, με μεταφέρει σε κόσμους που δεν ξέρω αν έχω δει ή φανταστεί, στο μυαλό μου έρχονται παρόμοιες εικόνες. Μαγικές, μοναδικές, που είχα την τύχη να ζήσω στα 40+ χρόνια που κάνω αυτήν τη δουλειά. Αυτό το κομμάτι δεν είναι παρά πρόσκληση σε έναν κόσμο που θα ήθελα να μοιραστώ με τους νέους (στην ηλικία) αναγνώστες. Μόνο έτσι θα καταλάβουν ότι η πικρία και η απογοήτευση που πολλές φορές «βγαίνει» απ’ τα κείμενά μου έχει αρχή, μέση και τέλος. Τα όσα συνέβησαν τις τρεις «χρυσές» δεκαετίες (’60, ’70 και ’80) στο χώρο των αγώνων και της αυτοκίνησης δεν πρόκειται να επαναληφθούν. Οι αναμνήσεις είναι πολλές και δε χωράνε ούτε στη νέα μορφή του «Εν Λευκώ». Ίσως, σε μια άλλη ζωή, τις γράψω σε ένα βιβλίο 1.000 σελίδων.
Πολλές τις έζησα στους αγώνες ταχύτητας στο αεροδρόμιο Τατοΐου. Σήμερα υπάρχει και λειτουργεί, αλλά σύντομα θα ακολουθήσει την τύχη του Ελληνικού, αφού οι ορδές που θα κερδίσουν (με λάδωμα και δόντι) σπίτι, χώρους αθλοπαιδιών και mall στο «Ολυμπιακό Xωριό» θα λυσσάξουν, επειδή θα «ενοχλούνται από τα αεροπλάνα». Ακολουθώντας το δρόμο που χάραξε το Ελληνικό και ο Δήμος Αμαρουσίου, υπουργοί, πρωθυπουργοί και λοιποί υπάλληλοι των ισχυρών οικογενειών που κυβερνούν την Ελλάδα, το Τατόι θα «αναβαθμιστεί» κι ένα τμήμα του θα αποδοθεί στη Lamda, Kappa, Epsilon Development για άγρια κονόμα (δείτε σχετικό δημοσίευμα από το «Πρώτο Θέμα», που επαναλαμβάνει παλαιότερα δικά μου).
Όσοι είχαν την τύχη να ζήσουν την εποχή θα θυμούνται τους 20.000-25.000 θεατές που παρακολουθούσαν τις μάχες ανάμεσα στην GTAm του Μοσχού και του «Μαύρου», την Porsche του «Αστερίξ», την BMW του Σπύρου Τσινιβίδη και τη «Στρίγγλα» του Τζόνι Πεσμαζόγλου.

Στη Ρόδο και την Kέρκυρα
Φανταστείτε πώς είναι να στέκεστε 5 μέτρα από το δρόμο και δίπλα να περνούν τα αυτοκίνητα που έτρεχαν στο Πανελλήνιο Πρωτάθλημα Ταχύτητας. Κλείστε τα μάτια και ακούστε τον ήχο από τις εξατμίσεις να αντηχεί στα μεσαιωνικά τείχη της πόλης της Ρόδου και στις στοές της Σπιανάδας στην Kέρκυρα. Απίθανες μάχες ανάμεσα στο Γιώργο Ραπτόπουλο και τους οδηγούς των «φτιαγμένων» BMW, των Alfa Romeo και των Ford Escort. Δείτε τους αναβάτες των αγώνων ταχύτητας μοτοσικλέτας, το Νίκο Γκουντούφα, τον Αντώνη Χατζιμιχάλη και τους λοιπούς «Iνδιάνους», να τρέχουν με Honda, Kawasaki, Suzuki, αλλά και με άλλες μηχανές που κάθε άλλο παρά κατάλληλες για σιρκουί ήταν. Ατμόσφαιρα γιορτής στα νησιά, με χιλιάδες (πάλι) θεατές κι εκείνη τη γλυκιά θαλπωρή που έβγαινε από τον ενθουσιασμό του κόσμου και από το γεγονός ότι όλοι ήταν γνωστοί με όλους!
Ύστερα από τόσα χρόνια, ακόμα κι εγώ, που, με τα κείμενα και τις φωτογραφίες που τραβούσα, βοήθησα να χτιστεί η εποχή και η ατμόσφαιρα, αισθάνομαι άβολα. Ο λόγος είναι ότι ήταν τόσο όμορφη, ώστε αμφιβάλλω αν υπήρξε! Γι’ αυτό, ο κίνδυνος να γίνει μελό της κακιάς ώρας είναι μεγάλος.
Πώς, όμως, ξεχνιούνται οι στιγμές όταν, με τις αισθήσεις στο 100% και το στόμα στεγνό απ’ την ένταση, περίμενα να πέσει η σημαία για να ξεκινήσω μια ανάβαση ή έναν αγώνα ταχύτητας; Μπορεί να ήμουν στην 5η σειρά της εκκίνησης στο Τατόι, στις Σέρρες ή στη Νέα Σμύρνη (κι εκεί έγινε αγώνας και, αν θέλετε, το πιστεύετε) και 15ος στην αφετηρία της Πάρνηθας ή της Ριτσώνας, αλλά η αίσθηση ήταν ίδια. Μούδιασμα, έντονη τάση για... κατούρημα και η καρδιά να χτυπάει - αυτά μέχρι να πέσει η σημαία. Μετά, συγκέντρωση, γραμμές στις στροφές, κυνήγι του χρόνου ή του αντιπάλου στην κατηγορία, συμφιλίωση με το βουνό, το σιρκουί ή την ειδική διαδρομή και τερματισμός ή εγκατάλειψη από μηχανική βλάβη ή και έξοδο απ’ το δρόμο.

Και τώρα...
Από την Παταγονία ως την Ελλάδα και από την Αμερική ως την Kίνα, το δεύτερο μισό της ζωής των ανθρώπων αφιερώνεται στην ανασκόπηση του πρώτου. Τυχεροί (και δυνατοί) όσοι φεύγουν στη μέση της ειδικής τους διαδρομής, που μπορεί να είναι η συγγραφή ενός βιβλίου ή ενός ταξιδιού στα άστρα. Ζηλεύω εκείνους που, έχοντας τα πάντα, θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή τους και μου τη σπάνε οι αιχμάλωτοι του σαρκίου τους. Στο προηγούμενο «Εν Λευκώ» αναφέρθηκα στο ξεκίνημα της δικής μου διαδρομής και σε ό,τι πίστευα ότι θα φέρει το μέλλον. Και λέω «πίστευα», γιατί έχω την εντύπωση ότι δεν υπάρχει πια μέλλον, αλλά μόνο παρόν. Έγραψα κι ένα χρονογράφημα στο «Πρώτο Θέμα» με τίτλο «Το Μέλλον του Μέλλοντος», αλλά κάποιος άλλαξε τον τίτλο, αλλάζοντάς του και το νόημα.
Είναι, όμως, δυνατό να χαθεί το μέλλον; Είναι και θα το αποδείξω χρησιμοποιώντας τα εργαλεία του πρώτου μέρους του κομματιού. Τι μέλλον μπορεί να υπάρχει, όταν οι άνθρωποι δε ζουν στιγμές σαν αυτές στο Χέμερσμπαχ, στην Kέρκυρα και στη Ρόδο; Τι μέλλον υπάρχει, όταν έναν αγώνα παρακολουθούν... 37 θεατές και 200 παρατρεχάμενοι και φίλοι των οδηγών; Τι μέλλον έχουν τα ράλλυ, όταν λαμβάνουν μέρος 2 εργοστασιακές ομάδες και 30-40 πλούσιοι ερασιτέχνες; Τι μέλλον έχουν οι αναβάσεις, όταν την Kυριακή στη Ριτσώνα πάνε 20.000 και τη Δευτέρα το βουνό θυμίζει χωματερή από τα σκουπίδια που αφήνει ο ευγενικός μας λαός! Πέρα και πάνω απ’ όλα, όμως, και, αν εξαιρέσω τα δικά μου «ψώνια», τι μέλλον έχει μια Ευρώπη (για να μην πω η ανθρωπότητα) που ζει στην αφασία; Τι περιμένουμε ως πολίτες; Την επανάσταση ή το νέο μοντέλο της BMW; Το σοσιαλισμό ή το νέο άλμπουμ της Μαντόνα; Την κατάρρευση του Τείχους ή την ανόρθωση της μαλακίας; Έχω την αίσθηση ότι, τα τελευταία χρόνια και για λόγους που έχουν να κάνουν με την εφαρμογή μιας συγκεκριμένης πολιτικής, ο ένας μετά τον άλλο οι λαοί της Ευρώπης σπάνε τους δεσμούς με την ιστορία και τις παραδόσεις και υποτάσσονται στις επιταγές ενός Θαυμαστού Νέου Κόσμου, όπου όλα μπορούν να συμβούν και τίποτα δεν είναι δεδομένο ή προγραμματισμένο. Υπάρχουν καλύτερα παραδείγματα από τις νίκες των Μπερλουσκόνι, Μπλερ, Σημίτη, Καραμανλή και άλλων πολιτικών που, άλλος λίγο άλλος πολύ, εκφράζουν ακριβώς αυτήν τη ρήξη με το παρελθόν, επειδή οι ίδιοι δεν είχαν και δεν έχουν καμία σχέση μ’ αυτό;
Τι είναι τα εκατομμύρια κάμερες που τοποθετούν οι «σοσιαλιστές» για να παρακολουθούν την κίνηση των 35 εκατομμυρίων οχημάτων που κινούνται στο Ηνωμένο Βασίλειο; Τι σημαίνει το «ευχαριστώ» στους Αμερικανούς, η έγκριση νόμων για την καταπολέμηση της «τρομοκρατίας» από τους βουλευτές της ΝΔ και των άλλων δημοκρατικών δυνάμεων; Τι σημαίνει ότι έννοιες όπως «πατρίδα» και «έθνος» ευτελίζονται; Είναι, άραγε, τυχαίο ότι ούτε ένα στα χίλια παιδιά δεν ξέρει την ιστορία της πατρίδας του; Τι είναι η (συνειδητή) προσπάθεια να υποβαθμίσουν, αλλοιώσουν, αλλάξουν καθετί που παραπέμπει στα (καλά) παραδείγματα της ιστορίας των ευρωπαϊκών χωρών και η (λυσσασμένη) προσπάθεια να ακυρώσουν ή και να γελοιοποιήσουν κάθε αναφορά στην αρχαία ιστορία; Τα τελευταία χρόνια και μέσα από την πιο μαύρη προπαγάνδα από τη γέννηση του κόσμου, οι λαοί της Ευρώπης εκπαιδεύονται στην ιδέα ότι το μόνο που αξίζει είναι η αγορά και το τώρα (άντε, και η επόμενη εβδομάδα ή μήνας).
Ελάχιστοι γονείς σκέπτονται και ανησυχούν και, όσο πιο νέα τα ζευγάρια, τόσο πιο σκοτεινό το μέλλον των παιδιών. Οι παλιοί -και οι όχι τόσο- μεγάλωναν με ελπίδες, σχέδια και οράματα. Μπορεί να ήταν χριστιανοί, κομμουνιστές, αναρχικοί, βουδιστές ή δωδεκαθεϊστές, αλλά κάτι ήταν. Τα σημερινά παιδιά μεγαλώνουν με multiplex, McDonald’s και mall. Ποιος θα πολεμήσει για να υπερασπίσει τα σύνορα της πατρίδας, όταν οι πολιτικοί δηλώνουν ότι δεν είναι και τόσο δεδομένα και μπορεί να αλλάζουν ανάλογα με το ποιος βομβαρδίζει ποιον; Πράγματα σαν τη (σκανδιναβικού τύπου, για να μην παρεξηγούμαι!) κοινωνική δικαιοσύνη, την ελευθερία του λόγου και, τελικά, την ίδια τη δημοκρατία έγιναν κλισέ που εξαπολύονται για να περάσουν (ομόφωνα) οι πιο άγριοι, αντιδημοκρατικοί, φασιστικοί νόμοι στην ιστορία της Ευρώπης. Τύποι σαν τον Στάλιν, τον Χότζα, τον Τσαουσέσκου, τον Πινοσέτ και άλλα λουλούδια της άκρας αριστεράς και της πιο μαύρης δεξιάς ωχριούν εμπρός στη λογική των Eυρωπαίων «σοσιαλδημοκρατών» και των Aμερικανών νεοχριστιανών. Τα (ταριχευμένα) κουστούμια που παριστάνουν τους ευρωβουλευτές ψήφισαν, υποκύπτοντας στις πιέσεις του poodle, το νόμο που επιτρέπει στις αρχές να παρακολουθούν τις κινήσεις (ηλεκτρονικές, τηλεφωνικές, με αυτοκίνητα και δίκυκλα, με φαξ, sms κ.ά.) των 500 εκατομμυρίων Eυρωπαίων πολιτών και ούτε ένας (εκτός από τον Πίντερ) δεν τόλμησε να εκφράσει αντίρρηση. Ποιο είναι το μέλλον μιας ανθρωπότητας, όταν όλες της οι κινήσεις, πράξεις, ακόμα και σκέψεις καταγράφονται 24 ώρες το 24ωρο, 365 ημέρες το χρόνο; Σε ποιο μέλλον θα ελπίσει ένας νέος, όταν σειρά στην αποδόμηση θα έχουν τα βιβλία, που θα χωριστούν (όπως επί Χίτλερ) σε εγκεκριμένα και απαγορευμένα και το ίδιο θα συμβεί για τις μουσικές, τις θρησκείες, τα πολιτικά κόμματα, τις εφημερίδες, τα περιοδικά, τις συναθροίσεις;
Το μόνο που θα απομείνει θα είναι το «τώρα», αυτό που είδαμε στα κανάλια τις μέρες των εορτών, όπου πλήθη τρομοκρατημένων αισιόδοξων και λοιπών ηλιθίων τσιφτετελιάζονταν και ξεφάντωναν από το πρωί μέχρι τα μαύρα χαράματα.

Και τα αυτοκίνητα; Τι είναι αυτά; Μια ματιά στους νέους αριθμούς κυκλοφορίας είναι αρκετή για να δείξει το μέλλον. Υπερμεγέθη ταψιά που βιδώνονται στον κώλο ενός Jog ή μιας μοτοσικλέτας για να μπορούν να διαβάζονται από τα ηλεκτρονικά μάτια των εκατομμυρίων ευρωκαμερών. Για ποια ειδική διαδρομή, ποιον αγώνα ταχύτητας, κάτω από ποια μεσαιωνικά τείχη και για ποια ράλλυ σε ποια βουνά και πεδιάδες θα μιλάμε, όταν θα είναι γεμάτα ηλεκτρονικούς σπιούνους;
Αν το μάτι του Μεγάλου Αδελφού παρακολουθεί τα 35 εκατομμύρια οχήματα στη Βρετανία, σε πόσο καιρό ο τριτοκοσμικός, κομπλεξικός μικρός αδελφός θα αναλάβει καθήκοντα στην Ελλάδα; Σε δύο, τρία, το πολύ τέσσερα χρόνια; Χιλιάδες κάμερες θα καταγράφουν κάθε κίνηση «για την ασφάλειά μας» κι εμείς θα «γράφουμε γι’ αυτοκίνητα». Οι δημοσιογράφοι θα κοροϊδεύουν τους αναγνώστες και οι τελευταίοι θα κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν. Ποιος θα μπορεί να οδηγήσει με τον παλιό τρόπο, χωρίς να προκαλέσει την προσοχή των μπάτσων, που θα αλωνίζουν στο σκορποχώρι; Oι ζωντανοί νεκροί της Νέας Τάξης δε λένε όλη την αλήθεια. Δεν είναι η τρομοκρατία και η ασφάλεια των πολιτών που τους ενδιαφέρει, αλλά η ανάγκη να ελέγξουν την ανθρωπότητα. Στόχος είναι να πουλάνε τα προϊόντα που παράγουν (από κινητά τηλέφωνα μέχρι παραλλαγμένα τρόφιμα) στα δισεκατομμύρια του πλανήτη και να μαζεύουν το χρήμα που επιτρέπει να επεκτείνουν τον έλεγχο. Μέχρι πού; Μέχρι τον εγκέφαλο! Είδατε το πείραμα που έγινε σε αμερικανικό ερευνητικό ίδρυμα; Ένας 100% παραπληγικός, που δεν ήταν σε θέση να κινήσει ούτε τα βλέφαρά του, ήλεγξε με τη σκέψη του τον κέρσορα στην οθόνη ενός υπολογιστή που βρισκόταν 4 μέτρα μακριά! Αν το μυαλό μπορεί να «διατάξει» τη συσκευή, τι εμποδίζει την αντίστροφη εφαρμογή; Τι θα τους σταματήσει να ελέγξουν τη σκέψη, επομένως τις πράξεις, τις επιθυμίες, τους φόβους, τις ελπίδες, τη χαρά και τη λύπη, την ίδια τη ζωή μας; Πού θα εμφυτεύσουν το microchip οι χειρουργοί του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης & Ασφάλειας; Στον εγκέφαλο; Στην καρδιά; Στο δάχτυλο; Στον κώλο;
Όποιος έχει την καλύτερη απάντηση κερδίζει μια θέση στα δεξιά του Μεγάλου Αδελφού.

Και ο μήνας που πέρασε...
Να ’μαι, λοιπόν, καθισμένος μπροστά στο φορητό υπολογιστή, έτοιμος να γράψω τις εντυπώσεις μου από την οδήγηση του Nissan Pathfinder, του νέου Toyota Yaris, του (εξαιρετικού) Lexus 2.5, του εξωπραγματικού EVO IX ή όποιου καλού, γρήγορου, οικονομικού, αποδοτικού οχήματος ιδιωτικής μετακίνησης παρουσιάζουν τα εργοστάσια. Τι λέω; Τι είναι αυτό που συγκινεί, προκαλεί, ανεβάζει αδρεναλίνη, σε κάνει να αισθάνεσαι «ελεύθερος κι ωραίος»; Η οδήγηση στην πόλη; Ξεχάστε την. Είδαμε τι συμβαίνει όταν... βρέχει και όλοι ξέρουμε τι θα γίνει, αν στα επόμενα δύο χρόνια δε ληφθούν αυστηρά μέτρα. Η οδήγηση στον ανοιχτό δρόμο; Αυτή ίσως, αλλά το ερώτημα είναι σε ποιον. Όσοι έχουν το «ψώνιο» θα πρέπει να φεύγουν μακριά, να βρίσκουν διαδρομές χωρίς κάμερες και καρούμπαλα, ραντάρ και speed traps. Και πόσοι έχουν την (οικονομική) δυνατότητα ή το χρόνο να κάνουν αυτές τις... μαλακίες; Με ποια όρεξη, ποια «ψυχολογία» ο σύγχρονος -καταπιεσμένος από την αβεβαιότητα και τα προβλήματα επιβίωσης που αντιμετωπίζει- άνθρωπος θα πάρει τα βουνά με το «γρήγορο» αυτοκίνητο; Πριν από τριάντα χρόνια, ίσως υπήρχαν εκατό. Σήμερα, δεν πιστεύω ότι υπάρχει ούτε ένας και, αν υπάρχει, μάλλον θα πρόκειται για ανεπάγγελτο ψώνιο που ζει πουλώντας ουσίες ή προστασία σε σκυλάδικα.
Και το Pathfinder; Ποιος αγοράζει σήμερα ένα 7θέσιο «τζιπ» που ζυγίζει 2,7 τόνους, με κινητήρα 4,0 λίτρων και 270 ίππων, είναι φτιαγμένο σαν Abrahams tank, αλλά καταναλώνει (επίσημα) 16 λίτρα/100 χλμ. στην πόλη και δε χωράει με τίποτα στους περί το Λυκαβηττό δρόμους; Ακόμα κι εγώ, που παλιά είχα όνειρο να κάνω τη διαδρομή από τη Γη του Πυρός στην Αλάσκα με Patrol diesel, δεν κατάφερα να το δω... αγαπησιάρικα. Ο λόγος είναι ότι, έτσι που έχω κάνει τη ζωή μου, τα μεγαλύτερα ταξίδια (με αυτοκίνητο) τα τελευταία τέσσερα χρόνια είναι από την Αθήνα στο Λευκαντί (στο σπίτι του Ρουμελιώτη) και στην Πάτρα. Αν είχα χρόνο, χρήμα και, πάνω απ’ όλα, κατάλληλη «ψυχολογία», θα έπαιρνα το diesel, έστω κι αν... απαγορεύεται από τους χαρτοκράτες. Έπειτα από χρόνια προσεκτικής αξιολόγησης, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι δύο είναι τα «τζιπ» που θα ήθελα: το Toyota Land Cruiser και το επίσης 7θέσιο, αλλά περισσότερο «ανθρώπινο», Nissan Patrol 2.7 turbo diesel.
Απ’ τα ψηλά στα χαμηλά (κυριολεκτικά), μια και πέρασα τις γιορτές με ένα Lexus 2.5, που μου άφησε άριστες εντυπώσεις, ιδιαίτερα λόγω της (μεταξένιας) λειτουργίας του κινητήρα, της ποιότητας κατασκευής και της οδικής συμπεριφοράς. Εντύπωση μου έκανε το ερώτημα που διατυπώθηκε αρκετές φορές από φίλους και γνωστούς των οποίων οι προτιμήσεις «κινούνται» σε αυτήν την κλάση: BMW, Lexus ή Mercedes; Θα πρότεινα και τα... τρία, γιατί τι αξία έχει η ζωή για έναν επιτυχημένο Έλληνα entrepreneur, αν δε διαθέτει μια πλήρη γκάμα;
Όταν πρωτοπαρουσιάστηκε το Yaris, είχα γράψει ότι η Τoyota είχε (ξανα)ανακαλύψει το μικρό αυτοκίνητο (η πρώτη ήταν η Fiat με το Topolino και το «500αράκι»). Δεν έπεσα έξω, αφού όποιος ψάχνει για «μικρό» δε χρειάζεται να κουραστεί. Οι επιλογές είναι πολλές, η εξής μία: Yaris. Με ισχυρή δόση υπερβολής, βέβαια, μια και ο ανταγωνισμός είναι τόσο καλός, ώστε ο καταναλωτής έχει μια μεγάλη γκάμα για να επιλέξει. Απλώς, ο κάτοχος Toyota είναι βέβαιος ότι, λόγω της ποιότητας που προσφέρει η συγκεκριμένη εταιρεία, θα επιτύχει καλή τιμή μεταπώλησης, όταν έλθει η στιγμή της αλλαγής.
Εκεί που θυμήθηκα τα νιάτα μου, όμως, ήταν όταν οδήγησα, για αρκετές μέρες, το «Gti του πτωχού», το 2λιτρο 20βάλβιδο Seat Leon των 180 ίππων. Πάει «αέρα» και είναι και σχετικά οικονομικό στην κατανάλωση (και στην τιμή αγοράς, βέβαια), όπως, άλλωστε, όλα τα όμοια προϊόντα της VAG, άσχετα από το σήμα που φέρουν (VW, Audi, Seat ή Skoda). Αυτό, άλλωστε, προωθεί και η διαφήμιση στην τηλεόραση, που παρουσιάζει τους κατοίκους ενός (βαλκανικού) χωριού να υποδέχονται τον τύπο που πέτυχε στη ζωή του, γι’ αυτό και οδηγεί Skoda Octavia. Μου έφερε στο νου επίσκεψη (το 1982) στο εργοστάσιο του Μλάντα Μπόλεσλαβ, όταν ο γενικός διευθυντής ξέσπασε σε λυγμούς για την κατάντια της χώρας του (και του ιδίου) στο καθεστώς του «υπαρχτού» και αναγκάστηκα να του κάνω pampering. Βέβαια, με την πτώση του Τείχους, η σοσιαλιστική Skoda έδωσε τη θέση της στην καπιταλιστική VW, εξ ου και ο τύπος με το Octavia που «αφήνει ξερούς» τους χωριάτες, και... ζήσαμε εμείς καλά και αυτοί καλύτερα. Τρόπος του λέγειν, δηλαδή, γιατί, αν δεν υπήρχε η επιστολή του αναγνώστη (δείτε στις σελίδες της Aλληλογραφίας) που τοποθετεί το περιοδικό, τους συνεργάτες, εμένα και τη ζωή μου σε κάποια βάση, δε θα ήξερα αν αυτό που έζησα ήταν αληθινό.
«Αέρα» πάει και το Mini Cooper που οδήγησα για τρεις μέρες, σε βαθμό που λέω να πάρω ένα για την ταπεινότητά μου. Χωράει παντού, θυμίζει χρηματοκιβώτιο, έχει 6τάχυτο κιβώτιο που το κάνει πολύ οικονομικό, κρατάει καλά και, όπως και να το κάνουμε, είναι πολύ όμορφο στο δρόμο. Το μόνο πρόβλημα είναι ότι δεν μπορώ να μπω εύκολα («πιάνουν» τα πόδια μου στα πεντάλ).
Και μετά; Και μετά τίποτα, εκτός από το νέο λογότυπο για τους 4Τ που προτείνει ο Ηλίας Ταμπακέας, το οποίο και σας θέτω υπόψη για να ακούσω τη γνώμη σας. Δείχνει τον τίτλο της νέας περιόδου των 4Τ (είδατε αισιοδοξία;) και την επίσης νέα σελιδοποίηση για το «Εν Λευκώ».
Τρόπος του λέγειν «τίποτα», γιατί οι τελευταίοι μήνες του ’05 ήταν οι χειρότεροι της ζωής μου. Γι’ αυτό και, όπως πολλοί διακρίνατε, τα άρθρα μου έβγαζαν τόση θλίψη. Θα είναι καλύτερα το ’06; Ναι, θα είναι, γιατί, όσο ζω, είμαι υποχρεωμένος να εργάζομαι και να υπηρετώ με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτά που γράφει ο αναγνώστης στο γράμμα που ανέφερα πριν. Διαβάστε το. Θα καταλάβετε τι θέλω να πω._ Κ. Κ.

Λέων Β. Καραπαναγιώτης (1932–2006)
Δάσκαλος, έστω και αν βρέθηκα κοντά του μόνο για ενάμιση χρόνο (όταν οι Τεχνικές Εκδόσεις έβγαζαν το RAM με το ΔΟΛ). Φάρος για την παλιά και τη νέα Δημοσιογραφία (αν ακόμα υπάρχει τέτοια δραστηριότητα στην Ελλάδα).
Γιoς του Βύρωνα Καραπαναγιώτη, βουλευτή Λέσβου του κόμματος των Φιλελευθέρων και αργότερα υπουργού, τις δεκαετίες του ’30 και του ’40. Έλαβε γυμνασιακή μόρφωση στο Κάιρο, κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Το 1956, ύστερα από σπουδές στην Ελβετία και τη Γαλλία, εντάχθηκε στο δυναμικό της εφημερίδας «Το Βήμα». Πολύ γρήγορα αναδείχθηκε στον κόσμο της δημοσιογραφίας, μέσω του διπλωματικού και του πολιτικού ρεπορτάζ, του οποίου στην ουσία ήταν ο ιδρυτής στην Ελλάδα. Από το Σεπτέμβριο του 1963 ως το Φεβρουάριο του 1973 ήταν διευθυντής σύνταξης της εφημερίδας, ενώ αργότερα διατέλεσε διευθυντής των «Νέων» για 20 ολόκληρα χρόνια (1982-2002). Ευγενικά μορφωμένος και καταξιωμένος, μέχρι πριν από λίγα χρόνια δίδασκε στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, ενώ έδινε διαλέξεις σε επιστημονικά κέντρα ερευνών και σε στρατιωτικές σχολές. Υπήρξε, επίσης, μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Τηλεόρασης της Βουλής. Το κενό που αφήνει στην ελληνική δημοσιογραφική κοινότητα δεν αναπληρώνεται..._ Κ. Κ.


Αντιλογισμοί

• Ξέρουν αυτοί: δε βαρεθήκατε, 36 χρόνια τώρα, να μας «πουλάτε» σε κάποιον; Το 1975 μας «αγόρασε» η Fiat, το 1982 «πουληθήκαμε» στην Audi, μετά στη Renault, ύστερα στο ΔΟΛ, μετά στον Αλαφούζο, καπάκι στον Μπόμπολα. Τους τελευταίους μήνες μας «αγοράζουν» οι Αττικές, οι Κορινθιακές και οι... Μυκηναϊκές Εκδόσεις. Ακόμα και η εφημερίδα όπου γράφω (το «Πρώτο Θέμα») μας «αγόρασε». Ασχοληθείτε με τους πραγματικούς πουλημένους και αφήστε ήσυχες τις Τεχνικές Εκδόσεις.
• Η μια πλευρά... Η άλλη είναι ότι λες και η εταιρεία που γέννησε τον ειδικό Τύπο στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ! Μάταια προσπαθώ να βρω κάποια αναφορά στα περιοδικά που, στην ουσία, ξεκίνησαν το σύγχρονο περιοδικό Τύπο. Ούτε λέξη, ρε παιδάκι μου. Πουθενά και κανείς! Αν δεν είχαμε τους 350.000 Έλληνες που διαβάζουν μόνο τους 4Τ κάθε μήνα, θα νομίζαμε ότι ζούμε και δουλεύουμε σε άλλον πλανήτη.
• Ζητάω από τους αναγνώστες μας να μου πουν γιατί νομίζουν ότι οι Τεχνικές Εκδόσεις (και ο γράφων;) είναι... αόρατοι για τους «ειδικούς» που γράφουν για ΜΜΕ. Πλάκα θα έχει να διαβάσουμε τι πιστεύετε...
• Πόσο καιρό ακόμα; Δεν είπαμε; Έχουμε καιρό μέχρι την τρίτη Ταφή (του Κώστα Καββαθά).


Kαληνύχτα και καλή τύχη...
Το κείμενο που ακολουθεί είναι μέρος του λόγου που απεύθυνε ο δημοσιογράφος του CBS Έντουαρντ Μάροου το 1957 στην τελετή της βράβευσής του. Ακούστηκε στη θαυμάσια ταινία του Τζορτζ Κλούνι «Καλυνύχτα και Καλή Τύχη», που δείχνει τον αγώνα της παλιάς γενιάς των Aμερικανών δημοσιογράφων ενάντια στη μισαλλοδοξία και το μακαρθισμό. Το αναδημοσιεύω, μαζί με το σχόλιο της Μαρίας Κατσουνάκη, γιατί αυτό είναι και το δικό μου «πιστεύω»._ Κ. Κ.

«... ο Mάροου», γράφει η δημσιογράφος της «Κ», «δε ζούσε με την τρομοκρατία της AGB· είχε την υποστήριξη και την κάλυψη των διευθυντικών στελεχών του καναλιού του· συνεργαζόταν ισότιμα και αξιοκρατικά με ομάδα δημοσιογράφων· ήταν ευθύς, σοβαρός, κοφτός, αγέλαστος στις τηλεοπτικές εμφανίσεις του· τον απασχολούσε το κείμενο που διάβαζε (και ελάχιστα “απήγγελλε”)· τον οδηγούσε το θέμα του και όχι η κολακεία του τηλεθεατή· κάπνιζε, μιλούσε άχρωμα χωρίς ακκισμούς, χωρίς ναρκισσιστική προπέτεια, αγένεια ή θράσος. Ήταν, εν ολίγοις, η επιτομή της “αντιτηλεοπτικής” παρουσίας, βάσει του τρέχοντος τηλεοπτικού κώδικα. Kι όμως· ό,τι έλεγε σήμαινε. Aνέδιδε ειλικρίνεια, ακεραιότητα και οραματική σχέση με την πραγματικότητα. Όπως ο λόγος που εκφώνησε το 1957 σε τελετή βράβευσής του.
Eίπε, λοιπόν, μεταξύ άλλων, τότε:

“... Iστορία μας είναι αυτό που κάνουμε. Aν συνεχίσουμε όπως είμαστε, η ιστορία θα εκδικηθεί και η τιμωρία δε θ’ αργήσει να πέσει επάνω μας. Aς μην ξεχνάμε την αξία των ιδεών και της πληροφόρησης. Aς πούμε ότι ένα βράδυ μιας δεδομένης Kυριακής η ώρα του Eντ Σάλιβαν θα δοθεί σε μιαν επισκόπηση της αμερικανικής παιδείας. Kαι μιαν άλλη Kυριακή η ώρα του Στιβ ¶λεν να δοθεί σε μελέτη της πολιτικής μας στη M. Aνατολή. Θα ζημιωθούν τα δίκτυα και οι αντίστοιχοι χορηγοί τους; Oι μέτοχοι θα ξεσηκωθούν γεμάτοι οργή; Aπλώς, μερικά εκατομμύρια άνθρωποι θα ενημερωθούν για θέματα που ίσως καθορίσουν το μέλλον της χώρας και, ως εκ τούτου, το μέλλον των εταιρειών. Σε όσους λένε “Δε θα το δουν οι άνθρωποι, γιατί είναι αδιάφοροι και απομονωμένοι” απαντώ, και αυτή είναι η γνώμη ενός ρεπόρτερ, ότι υπάρχουν στοιχεία που αντικρούουν αυτήν τη δήλωση. Aλλά, κι αν έχουν δίκιο, τι έχουν να χάσουν; Γιατί, αν έχουν δίκιο και αυτό το εργαλείο είναι μόνο για να ψυχαγωγεί και ν’ απομονώνει, τότε η τηλεόραση θα σβήσει και όλη η πάλη θα πάει χαμένη. Tο εργαλείο αυτό μπορεί να διδάξει, έως και να εμπνεύσει. Aλλά αυτό θα γίνει, μόνον όταν ο άνθρωπος το χρησιμοποιήσει προς αυτόν το σκοπό.
Aλλιώς, είναι απλώς σύρματα και φώτα μέσα σ’ ένα κουτί...
Kαληνύχτα και καλή τύχη...”
«H Kαθημερινή», Mαρία Kατσουνάκη


― Kαι γιατί θα πρέπει να γράψω γράμμα;
Tόλμησα να ρωτήσω...
― Mα, τους διαβάζεις τριάντα χρόνια. Στο κάτω κάτω, γιορτές είναι - πες μια καλή κουβέντα, ευχήσου τους, έτσι απλά!
Tσίριξαν σχεδόν η κόρη κι ο γιος μου (13 και 11 χρονών...).
• Δεν ήμουν βέβαιος ότι θα έγραφα αυτό το γράμμα, αλλά, ύστερα από ένα λεπτό ησυχίας μετά τον παραπάνω διάλογο, ήρθε η... κεραμίδα.
― Eδώ εσύ έχεις γεράσει μαζί τους (!). Mας λες ότι ήσουν 60 κιλά και 15 χρόνων όταν ξεκίνησες το «ταξίδι σου» και τώρα έχεις τα κιλά του Kαββαθά!
• Eίναι πράγματι παράξενο να βλέπεις εκείνα τα «παραθυράκια» 10, 20, 30 χρόνων πριν και να σου ξυπνούν θύμησες εκείνα τα τεύχη και τα εξώφυλλα, να σου ’ρχονται στο μυαλό στιγμές οικογενειακές, μαθητικές, φοιτητικές, αναμνήσεις που είχαν κλειδωθεί μ’ εκείνα τα τεύχη μαζί μ’ εκείνες τις φωτογραφίες...
• H γυναίκα μου -ακόμη χωρίς παιδιά τότε- μ’ έβλεπε να σας διαβάζω και όλο χαρά με «κάρφωνε»: «¶ντε, καλά όνειρα!», «Mε γεια η Porsche» και άλλα τέτοια... Δεν πίστευε ποτέ -όπως μου εξομολογήθηκε!- πως η κόρη της θα αποκτούσε οικολογική συνείδηση διαβάζοντας άρθρα του N. Mάργαρη και δε θα πετούσε ποτέ χαρτιά ή σκουπίδια στο δρόμο επηρεασμένη από τα «Eν Λευκώ», διαμορφώνοντας χαρακτήρα ανθρώπου και όχι διπόδου μέσα από τις παροτρύνσεις του κ. Kαββαθά. Προχθές -κι αυτό κυρίως ήθελα να σας γράψω- κοιτούσα ένα περιοδικό με «βελτιωμένα». Δίπλα από ένα λαχανί τετράτροχο τέρας με 450 άλογα, νίτρο και ζάντες από τρακτέρ (!), πόζαρε ο ευτυχής ιδιοκτήτης μαζί με ξανθό κλώνο - όλο χαρά. H λεζάντα; «Oδηγός-πρότυπο: ηλικία 35, επάγγελμα: APΣENIKOΣ!!!» (Nέο επάγγελμα;)
Πριν η αηδία για τη «φιλοσοφία» του εντύπου καταλαγιάσει, ακούω τον πιτσιρικά: «Tι είναι αυτά που μας φέρνεις, ρε πατέρα; Σταματήσαμε τους 4Tροχούς;»
Kύριοι,
Δεν ξέρω αν θα με επηρεάσετε στην επόμενη εκλογή αυτοκινήτου μου.
Δεν ξέρω αν μ’ έχουν διαφωτίσει τα τεχνικά σας άρθρα.
Δεν ξέρω αν μ’ έχουν αλλάξει οι συμβουλές οδήγησης.
Όμως ξέρω πολύ καλά πως στον αγώνα που κάνω να μεγαλώσω με αρχές τα παιδιά μου, να εξηγήσω για το ήθος, το νόημα του να ζεις με αξιοπρέπεια και όλα αυτά που τα «λαμόγια» ακούν να λες και σε θεωρούν γραφικό (ή ηλίθιο), στον αγώνα αυτόν λοιπόν, είστε μαζί μου, ένα στήριγμα κάθε μήνα μέσα στο σπίτι μου, η φωνή ότι υπάρχει η «παράλληλη Eλλάδα» της εργασίας, της τιμιότητας και του έντιμου αγώνα.
ΓI’ AYTON το λόγο, σας ευχαριστώ. Kαι φωνάζω με όση δύναμη βγάζει αυτό το γράμμα, γι’ αυτό και ο άσχημος γραφικός χαρακτήρας - λόγω συγκίνησης!
ΣYNEXIΣTE να είστε το στήριγμά μου. Όπως κάνατε χρόνια για μένα, στα προσωπικά «πιστεύω» και στη θεώρηση για τη ζωή και τις αξίες της που τόσο εύστοχα EΣEIΣ θέτετε σε κάθε τεύχος, σε κάθε άρθρο.
Nα ’στε καλά να συνεχίσετε, γιατί και οι γενιές που έρχονται σας έχουν ανάγκη. Yπάρχει η «παράλληλη Eλλάδα» και να ’στε σίγουροι πως επηρεάζετε τα νέα παιδιά, όπως -ευτυχώς- κάνατε και μ’ εμάς, τους παλαιότερους...
Xίλια ευχαριστώ για το ταξίδι ως τώρα.
Kαλή χρονιά!

Aλέξανδρος Mπάτσιος
Θεσσαλονίκη