4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Burger Project

Ο Bo Diddley στα βουνά της Κορυτσάς

Οι Burger Project είναι εδώ για να μετατρέψουν τα αγαπημένα σας τραγούδια σε... υβριδικά. Με ανατρεπτικό χιούμορ, χωρίς την έπαρση του «Καλλιτέχνη», αλλά με τη γνώση, το μεράκι και το ταλέντο του.

ΚΕΙΜΕΝΟ: ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΠΑΠΑΧΑΤΖΗΣ

ΕINAI μια μπάντα που παίζει διασκευές. Το είδος ευδοκιμεί στην Ελλάδα και σε ολόκληρο τον κόσμο από τη δεκαετία του ’50 (οι ίδιοι οι Beatles ξεκίνησαν ως διασκευαστές-entertainers από τα κλαμπ του Λίβερπουλ). Τίποτα καινοφανές, λοιπόν, ούτε θα υπήρχε λόγος να ασχοληθούμε, αν δεν υπήρχε μια μικρή λεπτομέρεια: Οι Burger Project έχουν βρει τη μαγική συνταγή που συνδυάζει κέφι και αμεσότητα, τα βασικά ζητούμενα του live, με μια εφευρετικότητα που ξεπερνά κατά πολύ αυτό που περιμένει να ακούσει κανείς, βγαίνοντας να διασκεδάσει. Εφευρετικότητα που εκπλήσσει ευχάριστα και συχνά συναρπάζει.
Η σουρεαλιστική για τα ελληνικά «καθωσπρέπει» δεδομένα εμφάνισή τους ξενίζει καταρχήν και προκαλεί. Αυτό, μέχρι τη στιγμή που θα ξεκινήσουν να παίζουν. Κάπου εκεί συνειδητοποιείς ότι η εκκεντρικότητα δεν είναι παρά το οπτικό αντίστοιχο μιας μουσικής που στέλνει μηνύματα ανατροπής προς όλες τις κατευθύνσεις. Συνειδητοποιείς ταυτόχρονα ότι για αυτούς το να διαλέξουν τι θα φορέσουν είναι μια διαδικασία το ίδιο φυσική με το να δώσουν ζωή σ’ ένα παρωχημένο χιτ των ’80s (Take My Breath Away), στέλνοντάς το στην... Τζαμάικα, ή με το να εναρμονίσουν και να μετατρέψουν σε σφαιράτο swing το Another One Bites The Dust. Το δελτίο Τύπου (ο δίσκος τους, We Live in Athens, κυκλοφορεί από τη Sony Music) μιλάει για ένα γκρουπ που «ανακατεύει με αχαλίνωτο ρυθμό μουσικές αναμνήσεις μιας ολόκληρης γενιάς, ανασύρει και διασκευάζει διαμάντια - από το swing έως το punk και από την disco έως την country: Clash, Alice Cooper, Queen, Ramones, Thin Lizzy, Godfathers, White Stripes, Prince, Fats Domino, Johnny Cash, Sonics, Undertones, Τσιτσάνη και πάει λέγοντας...». Αυτό που παραλείπει είναι ότι μπορείς κάλλιστα να αγαπήσεις ένα τραγούδι που μισούσες κάποτε, αν το ακούσεις από τους Burger Project.
Η θητεία του κοντραμπασίστα-ιδρυτή του γκρουπ, General ConΖοu, στην jazz δεν είναι άσχετη με το βαθμό παρεμβατικότητας του γκρουπ. Είναι στιγμές που τα ορίτζιναλ κομμάτια φαντάζουν απλές αφορμές, καθώς η δημιουργικότητα που πυροδοτούν κάνει ασαφή τα όρια ανάμεσα σε έννοιες όπως «σύνθεση» και «ενορχήστρωση». Χαρακτηριστικό παράδειγμα το... λεβεντο-Bo Diddley beat και η ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα που οικοδομείται στη διάρκεια ενός αυτοσχεδιαστικού jam στο στούντιο, πάνω στο παραδοσιακό Εσείς Βουνά της Κορυτσάς.
Στο ερώτημα του Frank Zappa, «Does humor belong to music?», οι BP δίνουν τη δική τους απάντηση. Και, όπως στο λεκτικό χιούμορ η ουσία βρίσκεται σε έννοιες και σε λεπτές αποχρώσεις, έτσι και στο αντίστοιχό του μουσικό η ουσία βρίσκεται όχι στα αβανταδόρικα εφέ, αλλά σε ήχους και νότες. Πιο σημαντικό, και ταυτόχρονα πιο δύσκολο: Και στις δύο περιπτώσεις, δεν είναι το βροντερό γέλιο που αποσπάς, αλλά το χαμόγελο του συνομιλητή-ακροατή σου...
Αυτόπτες/αυτήκοοι μάρτυρες περιγράφουν τα live τους ως όαση δροσιάς και καλού γούστου - είναι άλλωστε περιζήτητοι, βρίσκονται σε διαρκή μετακίνηση σε όλη την Ελλάδα. Κάπου μεταξύ επιστροφής από Καβάλα και αναχώρησής τους για Χίο, είχαμε μια ενδιαφέρουσα και κατατοπιστική συζήτηση. Υποδεχθείτε, αν δεν το έχετε κάνει ήδη, τους: General ConZou (κοντραμπάσο, φωνητικά), Al the X-King (κιθάρα, πρώτη φωνή), Cosmic Communist (όργανο, φωνητικά) και Mosch Holiday (ντραμς, φωνητικά).

Γιατί μόνο διασκευές; Η φαντασία με την οποία προσεγγίζετε «γνωστές επιτυχίες» θα έκανε κάποιον να στοιχηματίσει ότι έχετε δικό σας υλικό. Πρόκειται για τρικ προσέλκυσης του ενδιαφέροντος του κοινού, επίδειξη του «τι μπορείτε να κάνετε» πάνω σε γνωστά κομμάτια;

Al the X-King: Ακριβώς, πρόκειται για ένα ταχυδακτυλουργικό τρικ εξαπάτησης μεγάλου μέρους της μάζας, με σκοπό τον προσηλυτισμό τους στο κόμμα. Πρόκειται για καλά μελετημένο πλάνο. Όταν πια θα βγάλουμε τα δικά μας κομμάτια, θα είναι αργά για τον κόσμο να αντισταθεί.

Ακούσματα, καταβολές (και πρότυπα, αν υπάρχουν).

A.: Αρεσκόμαστε σε όλες εκείνες τις μουσικές που δίνουν το στίγμα μιας εποχής, ενός τόπου ή κινήματος. Από το calypso μέχρι το punk, τα gospel και τα ρεμπέτικα. Παντού βρίσκονται αξιόλογα ακούσματα, και όλοι συμφωνούμε σε αυτό. Νομίζω, όμως, ότι το δυνατό σημείο του γκρουπ είναι οι διαφορετικές καταβολές, των οποίων ο συνδυασμός βγάζει και τον πυρήνα του ήχου μας. Τα καλύτερα σκυλιά, άλλωστε, είναι τα ημίαιμα.

Ταξιδεύοντας σε όλη την Ελλάδα, εισπράττετε κάποια αίσθηση για την κατάσταση που επικρατεί; Κάποιο μούδιασμα; Πώς επιδρά η κρίση στον τρόπο που διασκεδάζει ο κόσμος;

General ConZou: H κατάσταση που επικρατεί θυμίζει την ηρεμία που επικρατεί λίγο πριν από τη μεγάλη έκρηξη. Όσο για το μούδιασμα, ισχύει. Οι φάπες έπεσαν για άλλη μία φορά σε λάθος σβέρκους. Φυσικά, αυτό αποτελεί μια άτυπη παράδοση όσον αφορά την αφρικανικού τύπου κοινοβουλευτική δημοκρατία μας, η οποία πολύ δύσκολα θα ανατραπεί. Η ανθεκτικότητα που επιδεικνύει ο Έλληνας χρήζει επιστημονικής παρακολούθησης, και αυτήν τη δύσκολη αποστολή έχουμε αναλάβει εμείς.

Γιατί έρχεται κάποιος σε μια συναυλία των BP;

Mosch Holiday: Επειδή δεν έχω πάει ακροατής σε συναυλία Burger Project, θα βάλω τον εαυτό μου στη θέση του Βαγγέλη, που πάει να τους ακούσει για πρώτη φορά. Ο Βαγγέλης είναι 26 και μόλις τελείωσε κοινωνιολογία στη Θεσσαλονίκη. ¶κουσε για τους BP από τον κολλητό του, το Θανάση, που σπουδάζει στην Ξάνθη. Γράφει ο Βαγγέλης στο ημερολόγιό του:

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου.
Κατά τις 11 έφτασα στο κλαμπάκι, πήρα μία μπίρα και περίμενα να ξεκινήσουν. Είχα αγωνία να τους ακούσω επειδή με είχε φάει ο Θανάσης, αν και δεν τον εμπιστεύομαι και πολύ. Τα ακούει κάτι κουλά αυτός. Με το που τους είδα να βγαίνουν στη σκηνή ντυμένοι σαν καρικατούρες, ο καθένας στο δικό του στιλ, αναρωτήθηκα «τι είναι τούτοι;» και ταυτόχρονα μου φούντωσε η περιέργεια να ξεκινήσουν. «Σιγά μην παίζουν καλά αυτοί οι καραγκιόζηδες» ξαναξύπνησε η δυσπιστία μέσα μου, «θα είναι κανένα από τα “ψαγμένα” του Θανάση...» σκέφτηκα. Ξεκίνησαν, μπερδεύτηκα, αποπροσανατολίστηκα. Ήθελα λίγο χρόνο για να τους κατατάξω σε κάποια κατηγορία στο σκληρό του εγκεφάλου μου, αλλά το άφησα προς το παρόν, και αφέθηκα στη μουσική. Πέρασε η ώρα, και πριν ακόμη το καταλάβω, με έπιασα να σιγοτραγουδάω και να κουνιέμαι στο ρυθμό του Strychnine. Η αυτοσαρκαστική τους διάθεση και η ζωντάνια τους με είχε χαλαρώσει και το «τι είναι τούτοι» και η ανάγκη μου για έλεγχο, ασφάλεια και κατηγοριοποιήσεις είχε μεταμορφωθεί σε ένα αίσθημα δυνατοτήτων και δίψας για ζωή. «Όλα είναι πιθανά» συνειδητοποίησα, «και όλα αβέβαια». Εκείνο το βράδυ έφυγα ευτυχισμένος. Έπαιξαν το ρολάκο τους και οι BP σ’ αυτό.

Γιατί Burger Project;

Cosmic Communist: Η λέξη «Project» θελήσαμε να μπει στο όνομα, για να τονίσουμε ότι η συγκεκριμένη μπάντα ιδρύθηκε με μια αποστολή, ένα συγκεκριμένο σχέδιο που στόχο έχει να κάνει τα όμορφα κορίτσια που έρχονται στις συναυλίες μας να λικνίζουν τα λυγερά κορμιά τους και να μας γδύνουν με τα μάτια. Αυτό το επιτύχαμε με το να διασκευάζουμε γνωστά και λιγότερο γνωστά κομμάτια της τελευταίας πεντηκονταετίας, πάντα βέβαια με το δικό μας τρόπο. Όσο για το «Burger» αυτό είναι μια μεγάλη-μεγάλη ιστορία...

Πώς προκύπτει το υλικό σας; Μέσα από μαραθώνια jams ή ξεκινώντας από κάποιες «κατευθυντήριες γραμμές»;

Α.: Όλα μες στο κόλπο είναι. Προσωπικά προτιμώ τα μαραθώνια jams, αλλά κάποιος πρέπει να μαζέψει την κατάσταση, για να κάνουμε και καμιά δουλειά.
C.C.: Ακριβώς! Μπορεί σε μια πρόβα κάποιος να παίξει τρία ακόρντα, εκείνη τη στιγμή ένας άλλος να κοτσάρει τους στίχους ενός ήδη υπάρχοντος κομματιού, κι έτσι να προκύψει κάτι καινούργιο. Και άλλες φορές ένας από εμάς έρχεται στην πρόβα με ένα δουλεμένο κομμάτι, το οποίο προσαρμόζεται στον ήχο μας σύμφωνα με τα παιξίματα του καθενός.

Πόσο εύκολο είναι οι φυλές που κατακλύζουν την Αθήνα να συμβιώσουν αρμονικά, όπως τα μουσικά είδη στον ήχο σας;

M.H.: Είναι πρωτόγνωρη αυτή η φυλετική μείξη για την Αθήνα και τους πολίτες της. Για να καταφέρουν άνθρωποι από το Πακιστάν, τη Σομαλία, την Κίνα και την Ελλάδα να συνυπάρξουν αρμονικά, χρειάζονται μέτρα στήριξης και αυστηρό πλαίσιο από το κράτος. Είναι μια δύσκολη διαδικασία που θέλει χρόνο - οι επόμενες γενιές θα γευτούν τους καρπούς των προσπαθειών μας. Αυτό που για μένα προέχει είναι η συνειδητοποίηση της αναρχίας στο κέντρο της πόλης από την πολιτική ηγεσία. Προς το παρόν, δε μου φαίνεται ότι η κατάσταση θεωρείται κρίσιμη ή άξια επέμβασης. Εμένα μου βρομάει αυτός ο στρουθοκαμηλισμός, και είμαι σίγουρος ότι κρύβονται συμφέροντα πίσω απ’ αυτήν τη στάση. Δεν μπορώ να πιστέψω ότι το κράτος δεν μπορεί να επέμβει στην περιοχή της Σοφοκλέους και Μενάνδρου. Η κατάσταση εκεί είναι τελείως τριτοκοσμική. Αν η ηγεσία δεν αντιμετωπίσει σύντομα την κρίση δημιουργώντας ένα πλαίσιο αφομοίωσης αυτών των μειονοτήτων και παράλληλα εξαρθρώνοντας το εμπόριο ναρκωτικών, την πορνεία και το έγκλημα, τα πράγματα θα είναι όλο και πιο δύσκολα. Είναι η πρώτη φορά στη ζωή μου που κινούμαι μέρα μεσημέρι στην περιοχή γύρω από τη πλατεία Θεάτρου, έχοντας τα μάτια μου δεκατέσσερα. Το βράδυ, σταματώντας στο φανάρι της Ευριπίδου και της Αθηνάς, κλείνω τις ασφάλειες του αμαξιού.

Στρατηγέ ConZou, με αφορμή την ιδιότητα του ιδιοκτήτη του Guru Bar, γνωστού και αγαπητού εστιατόριου (-συναυλιακού χώρου), θα θέλατε να μας μιλήσετε για τη σχέση της γευσιγνωστικής πλευράς σας με τη μουσική;

G.C.: Νομίζω ότι αυτό που έχει περισσότερη σημασία δεν είναι το τι κάνεις κάποια δεδομένη στιγμή, αλλά το πώς το κάνεις. Στο μυαλό μου δεν υπάρχει καμιά διαφορά επί της ουσίας ανάμεσα στο να είμαι ιδιοκτήτης ενός εστιατορίου-συναυλιακού χώρου και το να κάνω μουσική. Και στις δύο περιπτώσεις το μόνο που βλέπω είναι ένα πεδίο έκφρασης. Ίσως ο χώρος του εστιατορίου να μου είναι πιο οικείος λόγω της οικογένειάς μου, που πάντα είχε σχέση με αυτό το επάγγελμα, από την άλλη νιώθω ότι η πραγματική ενηλικίωση έρχεται όταν ξεφεύγεις από τον ασφαλή δρόμο. Εν ολίγοις, ήμουν πάντα πολύ καλλιτέχνης για τους υπόλοιπους εστιάτορες και πολύ λογικός για τους λοιπούς μουσικούς. Για αρκετά χρόνια πίστευα ότι αυτό ήταν ένα πρόβλημα, σήμερα απλώς το αποδέχομαι και κατατάσσω τον εαυτό μου στις ευτυχισμένες διπολικές προσωπικότητες.

Κύριε Holiday, είστε γιος του Παύλου Μοσχούτη, ενός από τους πιο διακεκριμένους οδηγούς αγώνων στη Ελλάδα. Υποθέτω πως όλο κάποια τρέλα θα κουβαλάτε κι εσείς με τα αυτοκίνητα... Πώς τη συνδυάζετε με τη μουσική;

M.H.: Ιδιαίτερη τρέλα με τα αυτοκίνητα δεν κουβαλάω, δεν είμαι από αυτούς που κάνουν χειρόφρενα στις πλατείες και κόντρες στα φανάρια. Παρ’ όλα αυτά, αν ο πατέρας μου με είχε σπρώξει προς τα εκεί, το πιο πιθανό είναι τώρα να έτρεχα. Εκτός του γονιδίου με το οποίο με προίκισε, έχω ολοζώντανες αναμνήσεις από τον κύκλο των αγωνιζομένων. Πόσο έριξε ο Μοσχούς στον «Στρατισίνο», τι καπέλο έφαγε ο Κοκκίνης, πώς μπήκε στη φουρκέτα ο «Ιαβέρης», κουβέντες του σιναφιού τους, που έχουν κοινά και με αυτές του δικού μας, πόσο γκρουβάρει στα τύμπανα ο Καπηλίδης, πώς κεντάει στο κανόνι ο Δημητρακόπουλος, πώς σε συγκινεί με το τραγούδι της η Ζαμάνη. Σε μένα δεν υπάρχει αντιστοιχία τρέλας αμαξιού-μουσικής, υπάρχει μόνο η τρέλα, που εγώ μετονομάζω σε «αναζήτηση νοήματος στη ζωή». Αυτήν την αναζήτηση είδα στο οδήγημα του πατέρα μου, και αυτή βρίσκω εγώ στη μουσική.

ΥΓ: Δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό και να μη θυμηθώ τις ενθουσιώδεις κραυγές των θεατών στα ανάποδα τιμόνια του Αγγελίδη και τους διθυράμβους στον Βάτανεν...