4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Γιώργος Λυμπεράκης

Διευθύνων Σύμβουλος της Trident Cars

Η αγάπη του για το αυτοκίνητο του άνοιξε το δρόμο για την αντιπροσώπευση στη χώρα μας των Maserati, Lotus και Lamborghini. Πώς, όμως, θα διαμορφωθεί η επόμενη ημέρα για ένα προϊόν που, όπως ο ίδιος λέει, η πολιτεία αντιμετωπίζει σαν την... κοκαΐνη;

Από πού ξεκίνησε η αγάπη σας για το αυτοκίνητο;
Η αγάπη μου για το αυτοκίνητο ξεκίνησε από το φόβο για το αεροπλάνο! Στην πραγματικότητα, πάντα αγαπούσα το αυτοκίνητο, αλλά η ανάγκη να πηγαινοέρχομαι επί αρκετά χρόνια δύο φορές το μήνα στο Λονδίνο με έκανε να ανακαλύψω αυτοκίνητα που ταξίδευαν γρήγορα και άνετα. Στην αρχή πίστευα ότι καλύτερα ήταν τα BMW και Mercedes, όμως τα μοντέλα εκείνης της εποχής ήταν επιεικώς επικίνδυνα - είχα και σοβαρά ατυχήματα με αυτά. Μετά απέκτησα μια αυτόματη Porsche 928 S2, καλό αυτοκίνητο, μετά μια Maserati Merak SS. Κάποια στιγμή ανακάλυψα τη Lancia Thema Turbo... άλλο πράγμα. Εκεί που τα άλλα σταματούσαν, στον πάγο και στη βροχή ήθελαν προσοχή, αυτή συνέχιζε... άτρωτη! Μετά η Maserati έβγαλε τη «224», την «430»: εκεί έμεινα.

Η Trident πώς γεννήθηκε;
H Trident ήταν ένα φοβερό καπέλο που μου φόρεσαν οι φίλοι μου στη Maserati. Με έβαλαν να ψάξω αντιπρόσωπο στην Ελλάδα, καθώς ήμουν ο μόνος Έλληνας πελάτης τους, βρισκόμουν στη Μόντενα κάθε τρεις και λίγο, βγαίναμε για φαγητό, είχα γνωρίσει όλους τους ανθρώπους που διοικούσαν την εταιρεία. Έκανα μια σχετική έρευνα και τους πρότεινα τρεις πιθανούς αντιπροσώπους, τους οποίους όμως απέρριψαν για διαφορετικούς λόγους. Τότε μου πρότειναν να την αναλάβω. Ξεκινήσαμε το 1990. Στη συνέχεια η ίδια η Maserati μας έφερε τη Lotus, που τότε είχε την Elan, ένα πολύ καλό και πολύ όμορφο -ακόμα και σήμερα- αυτοκίνητο, το οποίο σημείωσε εμπορική επιτυχία στην Ελλάδα. Ύστερα γνωρίστηκα με τον Ρομάνο Αρτιόλι, ιδιοκτήτη της Bugatti, ενώ ο Μάικ Κίμπερλι, έως τότε CEO της Lotus, ανέλαβε Πρόεδρος στη Lamborghini. «Την επόμενη φορά που θα έρθεις στη Μόντενα φέρε το στιλό και την εταιρική σου σφραγίδα...» ήταν το τηλεφώνημα.
Έτσι έγινε η Trident, μια εταιρεία σεμνή, χωρίς αποστάσεις από τους ανθρώπους της, που δεν απέκτησε εχθρούς, ταπεινή στην εξυπηρέτηση των πελατών μας - και κάθετα αντίθετη στα φρου φρου, τα αρώματα και στις νεοπλουτίστικες επάρσεις που είχαν μεγάλη πέραση παγκοσμίως σε κάποιους μανατζερίσκους την τελευταία δεκαετία.

Ποιοι είναι οι πελάτες της Trident;
Αυτήν τη στιγμή κανείς! Τα αυτοκίνητά μας μέχρι τώρα τα αγόραζαν οι... μεταπτυχιακοί. Σε ένα μεταπτυχιακό πανεπιστημίου από τους 1.000 αποφοίτους συνεχίζουν τις σπουδές τους 30-50. Είμαστε το μεταπτυχιακό της Mercedes, της Jaguar, της BMW και της Porsche.

Ισχύει αυτό και για τους αγοραστές της Lotus;
Αυτοί αποτελούν μια διαφορετική περίπτωση. Είναι τρελαμένοι με την τεχνολογία. Δεν αποκτούν ένα αυτοκίνητο για να το δείξουν. Το ίδιο ισχύει για τους αγοραστές της Maserati, που διέπονται από μια έντονη αντισνόμπ νοοτροπία. Δε θέλουν να συγκαταλέγονται σε αυτούς που κυκλοφορούν με μαύρα αυτοκίνητα με μαύρα τζάμια και με μαυροντυμένους σωματοφύλακες. Σκεφθείτε, με τόση θωράκιση και τόση μαυρίλα, πόση θα έχουν στην ψυχή τους. Οι δικοί μας πελάτες έχουν λογαριασμούς μόνο με την... Τροχαία, γιατί τους αρέσει πολύ η ταχύτητα.

Η αγάπη σας για το αυτοκίνητο, πέρα από την οδήγηση, συνδυάστηκε και με βαθιά τεχνική γνώση. Πώς προέκυψε αυτό;
Την είχα από μικρό παιδί. Θα με βρεις Σάββατο με τα μανίκια μέχρι πάνω να παίζω με αυτοκίνητα, ιδίως με παλαιότερα, αλλά και με τα πιο σύγχρονα. Λατρεύω τα εργαλεία, τα διαγνωστικά και παρακολουθώ με μανία τα τεχνικά σεμινάρια. Δεν πιστεύω, όπως οι περισσότεροι στον κλάδο μας, στην κυριαρχία του Μάρκετινγκ, τη βασιλεία των πωλήσεων. Είναι λάθος να θεωρούν τους τεχνικούς παρακατιανούς. Μπορεί να πωλούν το πρώτο αυτοκίνητο επειδή είναι, για παράδειγμα, γρήγορο, όμορφο κτλ., όμως το δεύτερο, το τρίτο ή το τέταρτο το πουλάει το σέρβις. Μόνο.

Τι ήταν το πρώτο σας αυτοκίνητο;
Ήταν ένα Fiat 1500 την περίοδο των σπουδών μου. Μετά απέκτησα ένα καταπληκτικό αυτοκίνητο, μια Lancia Flavia Coupe. Ύστερα έμεινα χωρίς, στη συνέχεια απέκτησα εταιρικά αλλά και δικά μου αυτοκίνητα, με πρώτο μια BMW 3.0 CSL: η προσωποποίηση της αστάθειας - έχανε το δρόμο απροειδοποίητα και τόσο απότομα.

Κοιτώντας πίσω στο χρόνο, πώς κρίνετε τα σημερινά αυτοκίνητα;
Τα σημερινά αυτοκίνητα έχουν κάποια πράγματα που οι μεγάλες εταιρείες επέβαλαν νομοθετικά για να βγάλουν από τη μέση τις μικρότερες. Όλες αυτές οι εγκρίσεις τύπου που σήμερα κοστίζουν 100 εκατ. δολάρια, ενώ κάποτε στοίχιζαν 500.000, έχουν ως αποτέλεσμα μια μικρή εταιρεία να μην μπορεί να επιβιώσει. Υπάρχουν, βέβαια, κάποιες χώρες, όπως η Αγγλία, που με τα λεγόμενα «limited series» βοηθούν τη βιομηχανία και τη βιοτεχνία τους να συνεχίσουν να λειτουργούν. Τα σημερινά αυτοκίνητα, από την άλλη, είναι πιο αξιόπιστα, διαθέτουν καλύτερα ηλεκτρολογικά και υιοθετούν πιο οικονομικές λύσεις. Τώρα, αντί να διαθέτουν... 585 αερόσακους, θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή τους αλουμίνιο, να είναι ελαφρύτερα και να χρειάζονται μόνο 4 αερόσακους. Έχουμε θεοποιήσει κάποια πράγματα, ενώ στην πραγματικότητα είναι δευτερεύοντα. Για να μην πούμε ότι κάποιοι κατασκευαστές χρησιμοποιούν ακόμη πρωτόγονους κινητήρες και τους συνδυάζουν με ένα σωρό καταλύτες για να μη βγάζουν καυσαέρια. Δε λένε, όμως, ότι, αν ένας από αυτούς τους καταλύτες δε δουλέψει, θα εκπέμπει 100 φορές πιο δηλητηριώδη αέρια. Δεν ξέρουμε πλέον ποια είναι η αλήθεια. Έχουμε φτάσει να πιστεύουμε ότι αληθές είναι αυτό που ταΐζουν συστηματικά την κοινή γνώμη. Δεν είναι, όμως, πάντα έτσι...

Πώς κρίνετε τον τρόπο που η πολιτεία αντιμετωπίζει το αυτοκίνητο;
Αντίθετα με όλες τις άλλες χώρες, στην Ελλάδα επανέκαμψε η εξής διαστροφή στην αγορά: μπορεί να πετάξεις τα λεφτά σου σε μπουζούκια, ποτά, διακοπές, να αγοράσεις ρούχα, κοσμήματα, ό,τι θέλεις, αλλά, αν αποκτήσεις ένα καλό αυτοκίνητο, πρέπει να σε κρεμάσουμε στο Σύνταγμα. Δεν καταλαβαίνω γιατί. Μάλιστα, έτσι όπως έχουν εξελιχθεί τα πράγματα με τον πρόσφατο φόρο πολυτελείας, το αυτοκίνητο δεν είναι πλέον πηγή εσόδων για το κράτος. Στο εξωτερικό η αγορά του αυτοκινήτου ανακάμπτει, η κρίση τελειώνει. Στην Ελλάδα, αντί να περιορίσουμε το κράτος, ψάχνουμε να βρούμε ποιον να ξεζουμίσουμε, και πρώτα από όλα στοχοποιείται ο συνήθης ύποπτος: το αυτοκίνητο.

Ποιο είναι το μέλλον της Trident;
Έχουμε μείνει να κρατάμε τη σημαία ψηλά, διατηρούμε κάποια αυτοκίνητα να δείχνουμε στον κόσμο και μπορεί να πουλήσουμε κάποιο, ιδίως σε όσους δικαιούνται να το αποκτήσουν, με ξένα νούμερα. Νιώθουμε, όμως, ότι διαθέτουμε ένα προϊόν που είναι πιο παράνομο από την κοκαΐνη! Η κοκαΐνη λένε ότι είναι παράνομη, αλλά κυκλοφορεί, ενώ εμάς μας κυνηγούν για να μην κυκλοφορούμε... Έχουμε μετριάσει τα πάντα, ο ιδιοκτήτης του κτιρίου της έκθεσης -προς τιμήν του- έχει περιορίσει σημαντικά το ενοίκιο και όσο μπορούν μας στηρίζουν οι εταιρείες από το εξωτερικό, για να παραμείνουν οι σημαίες τους ψηλά. Όταν ύστερα από μερικά χρόνια τελειώσει αυτό το μακελειό, πιστεύουμε ότι θα βρεθούν πάλι κάποιοι που θα θέλουν να κάνουν ένα δώρο γιατί δούλεψαν, πέτυχαν, κουράστηκαν. Όλοι θέλουν να πάρουν ένα δώρο στον εαυτό τους. Ένας άνδρας χωρίς παιχνίδι είναι υπέργηρος..._ Μ. Σ.

«... στην Ελλάδα επανέκαμψε η εξής διαστροφή στην αγορά: μπορεί να πετάξεις τα λεφτά σου σε μπουζούκια, ποτά, διακοπές, να αγοράσεις ρούχα, κοσμήματα, ό,τι θέλεις, αλλά, αν αποκτήσεις ένα καλό αυτοκίνητο, πρέπει να σε κρεμάσουμε στο Σύνταγμα.»

Ποιος είναι
Ο Γιώργος Λυμπεράκης γεννήθηκε στο Λονδίνο. Σπούδασε Πολιτική Ψυχολογία στη Ρώμη, Πολιτικές Επιστήμες στην Αθήνα και πήρε Μ.Sc. in Business Administration στο Λονδίνο. Έχει τρία παιδιά, μιλάει αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά, κάτι που θεωρεί το μεγαλύτερο προσόν - «σε νιώθουν οι άλλοι δικό τους» μας είπε.
Στην Αγγλία δημιούργησε την Corrosion Engineering, που εμπορευόταν ναυτιλιακά και βιομηχανικά χημικά και χρώματα και απέφερε τα κεφάλαια που επενδύθηκαν στην Trident και τώρα πάνε υπέρ της κυβέρνησης και των μέτρων της... «Δεν είμαι άνθρωπος που πέρασε εύκολα. Αντιμετώπισα νεότερος δύσκολα χρόνια, προσπαθώντας να βγω στην επιφάνεια. Δεν έχασα ποτέ μου την επαφή με τον πραγματικό κόσμο, την προσπάθεια και την απόγνωση τού να βρίσκεσαι αντιμέτωπος με τοίχους και κλειστές πόρτες. Αυτήν την ανάμνηση την έχω πολύ δυνατή, και γι’ αυτό τα γραφεία μας δεν έχουν κλειστές πόρτες, γραμματείς, φαρισαίους, μπράβους, ούτε την έπαρση που έγινε το σήμα κατατεθέν της χώρας μας και μας καταδίκασε στον τάφο τον οικονομικό, τον πολιτικό και σε λίγο και τον εθνικό. Δε λέω ότι δε μας την έστησαν. Μας την έχουν στημένη από το 1974, αλλά και εμείς παίξαμε το παιχνίδι τους. Κάποιοι ωφελήθηκαν πολύ, άλλοι λιγότερο, άλλοι έχασαν, αλλά τώρα θα πληρώσουμε όλοι. Δε βλέπω κανένα σημάδι αισιοδοξίας. Δεν έχει κανείς το θάρρος να πει την πραγματικότητα, ότι το Δημόσιο πρέπει να μικρύνει κατά 50%, να σταματήσουν οι εξοπλισμοί. Χρήματα υπάρχουν για να έχουμε μυριάδες αστυνόμους στο δρόμο (σωστά), αλλά δεν υπάρχουν για φάρμακα στα νοσοκομεία...»