4 troxoi website home 4 troxoi forum

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΑΥΤΟΚΙΝΗΣΗΣ, ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΕΠΙΛΕΓΜΕΝΑ ΑΡΘΡΑ ΤΟΥ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟΥ 4ΤΡΟΧΟΙ

Στην Ελληνόφωνη Ιταλία με Volvo V40 D4

Ταξιδεύουμε στην Απουλία και στην Καλαβρία στο τιμόνι του Volvo V40 D4, αναζητώντας όσους ελληνόφωνους πληθυσμούς έχουν απομείνει. Μια άλλη Ιταλία ή μια άλλη Ελλάδα;

ΑΠΟ οκτώ ετών ταξιδεύω στην Ιταλία, όμως πιο κάτω από το Μπρίντιζι δεν είχα φτάσει ποτέ. Μέχρι τη στιγμή που το περιοδικό μού ανέθεσε το οδοιπορικό αυτό στη Μάγκνα Γκρέτσια, είχα πλήρη άγνοια επί του θέματος. Έπειτα από σχετική έρευνα, βρήκα ότι οι ελληνόφωνοι βρίσκονται σε μια χούφτα χωριών στην περιοχή του Σαλέντο -στο τακούνι της ιταλικής μπότας- και στην Καλαβρία, στη μύτη της. Βάζοντας στο Google όρους όπως «magna grecia», «ελληνόφωνοι Ιταλίας», «γκρίκο» και «grecano», διαπίστωσα ότι το ελληνικό ιστολόγιο είχε πλούσιο λαογραφικό υλικό, αλλά ελάχιστη πληροφορία για το ταξίδι. Δεκάδες ελληνικά blog με πατριωτικό, θρησκευτικό έως και εθνικιστικό περιεχόμενο, ένα ποιοτικό ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ και μερικές παρωχημένες ιστοσελίδες κρατικών φορέων με ώθησαν να ψάξω στα ιταλικά. Εκεί βρήκα χρήσιμη πληροφορία για το ποια χωριά να επισκεφθούμε, πού να κοιμηθούμε, τι να φάμε και πώς να... μάθουμε γκρεκάνικα.
Νά ’μαστε, λοιπόν, μεσάνυχτα στην Ηγουμενίτσα με το φουλ εξοπλισμένο Volvo V40 D4, να επιβιβαζόμαστε στο παλιό, καλό Superfast Ι. Πέφτουμε για ύπνο σε εξωτερική -παρακαλώ- καμπίνα, και στις οκτώ ώρα Ιταλίας ξυπνάμε στο Μπάρι, από όπου παίρνουμε τη δωρεάν σουπερστράντα για Μπρίντιζι και Λέτσε. Ο προορισμός μας είναι συγκεκριμένος: τα χωριά της Γκρετσία Σαλεντίνα, της «Ελλάδας του Σαλέντο», ανάμεσα ακριβώς στο Λέτσε και στο Ότραντο.

Καλημέρα Στερνατία!
Το τοπίο είναι επίπεδο, άνυδρο, 100% ελληνικό. Το συνθέτουν αμέτρητοι ελαιώνες με λιθόκτιστους φράκτες και κωνικούς πυργίσκους, πολλοί από τους οποίους διατηρούνται από το Μεσαίωνα. Νομίζεις ότι βρίσκεσαι στα πεδινά της Ρούμελης ή της Πελοποννήσου. Το πρώτο χωριό που επισκεπτόμαστε είναι το μοναδικό με ελληνικό όνομα: η Καλημέρα (Calimera). Όταν φτάνουμε εκεί, το αστικό τοπίο μας απογοητεύει: τα χαμηλά σπίτια -κουτιά δεκαετίας ’70-, η έλλειψη πράσινου και οι παρατημένοι δρόμοι σε κάνουν να λες «εδώ είναι Ελλάδα». Όσοι έχετε ταξιδέψει στην Ιταλία θα γνωρίζετε ότι δώδεκα με δύο το μεσημέρι η χώρα κλείνει τα ρολά. Όμως τέτοια ερημιά; Μισή ώρα τριγυρνάμε στα στενά του κέντρου, με τα χαμηλά σπιτάκια μπαρόκ αρχιτεκτονικής που κάπως σώζουν την εικόνα του, και δε συναντάμε ψυχή. Ακόμα και στην απρόσωπη κεντρική Πιάτσα ντελ Σόλε δε βρίσκουμε έναν άνθρωπο να ρωτήσουμε κάτι. Παραδόξως, είναι ανοιχτή η κοινότητα. Μια ευγενική Ιταλίδα μας καλωσορίζει, μας γεμίζει με τουριστικούς οδηγούς της περιοχής και μας λέει ότι πολύ λίγοι άνθρωποι μιλούν «γκρίκο» - έτσι λένε την ελληνική διάλεκτο εκεί. «Η Καλημέρα είναι το πιο νέο χωριό των ελληνόφωνων, γι’ αυτό και δεν έχει έντονο χαρακτήρα”, μας λέει. Κι όμως, εδώ -όπως διαβάσαμε- γεννήθηκαν επιφανείς ελληνιστές. Έτσι, αφήνουμε τους Ιταλούς της κοινότητας και αναχωρούμε, χωρίς να επισκεφθούμε το λαογραφικό μουσείο, που είναι βέβαια κλειστό τέτοια ώρα.
Πέντε λεπτά από την Καλημέρα είναι το Μαρτάνο, το μεγαλύτερο από τα εννέα ελληνόφωνα χωριά της περιοχής. Μεσημεριάτικα είναι κι αυτό έρημο, όμως το λιθόστρωτο κέντρο του με τα καλοδιατηρημένα αρχοντικά και τις μπαρόκ εκκλησίες μας προκαλεί να περπατήσουμε. Και, εκεί που λέγαμε να φύγουμε και από εδώ, φτάνουμε στην πόρτα μιας παραδοσιακής πανσιόν, της Borgoterra. Πρόκειται για αρχοντικό του 15ου-16ου αιώνα, αυθεντικά αναπαλαιωμένο από έναν ελληνόφωνο Ιταλό, τον Φραντσέσκο Πίντρι. Ο χαμογελαστός Φραντσέσκο, ενθουσιασμένος που είμαστε Έλληνες, προσπαθεί να μας μιλήσει στα «γκρίκο»: «co spiti emilusamen me to ciuri mu» μου λέει και τηλεφωνεί αμέσως τον ciuri (κύρη), τον πατέρα του. Ένας νεαρός πελάτης της πανσιόν από τη Ρώμη, που ήρθε στο Σαλέντο για να βρει και να καταγράψει τους ελληνόφωνους, δείχνει εκστασιασμένος με τη γεμάτη μελωδία προφορά των ελληνικών λέξεων. Σε λίγο έρχεται και ο πατέρας του Φραντσέσκο. Μετά τον πρώτο δισταγμό, αρχίζει να μας μιλάει στα «γκρίκο» με ασυνάρτητο τρόπο, αλλά με πάθος. Ομολογώ ότι καταλαβαίνω δύο στις δέκα ελληνικές λέξεις, και βγάζω νόημα μόνο χάρη στα ιταλικά που παρεμβάλλονται. «È glossa bastarda» μας λέει.
Από το τίποτα, έχουμε βρει παρέα. Ο Ιταλός φιλέλληνας ρίχνει την ιδέα να πάμε μαζί στη Στερνατία, όπου έχει κανονίσει να βρεθεί με άλλους γέροντες που κρατούν την «γκρίκο» ζωντανή. Στη Στερνατία, το όνομα της οποίας πιθανόν να προέρχεται από τη «στέρνα» και τη «Θεία» (¶για Στέρνα δηλαδή), παρκάρουμε το Volvo μπροστά στην εκκλησία των Δομινικανών, δίπλα στην κοινότητα του χωριού. Εκεί μας περιμένει η Ελεονόρα, που εργάζεται στην κοινότητα. Στον ελεύθερο χρόνο της ξεναγεί τουρίστες στο ελληνόφωνο χωριό της. Η ίδια μιλά ελάχιστα «γκρίκο». «Προσπαθώ τώρα να τα μάθω» μας λέει. Σε λίγο έρχεται ο πατέρας της, Κοσμάς Μαστρολία, κρατώντας το ογκώδες λεξικό ιταλικών -«γκρίκο»- ελληνικών της Γεωργίας Λαμπρογιώργου, στη συγγραφή του οποίου έχει συμβάλει και ο ίδιος. Ο Κοσμάς (Cosimo) μιλά άψογα το ιδίωμα. Είναι απόλαυση να ακούς τη μελωδική αυτή γλώσσα, ένα κράμα καθαρεύουσας, ιταλικών και νέων ελληνικών. Η άφιξή μας στη Στερνατία γίνεται η είδηση της ημέρας, και σε λίγη ώρα το πηγαδάκι μας γεμίζει από ελληνόφωνους. Ο Γκαετάνο Μαστρολία -που έχει εμφανιστεί σε ελληνικό ντοκιμαντέρ- έχει αποστηθίσει ερωτικά ποιήματα και μας τα απαγγέλλει με συγκίνηση:

Ti en glicea tusi nifta ti en oria
c’ evo’ e’ plonno penseonta ‘s esena
c’ettu-mpi ‘s ti fenestra su, agapi - mu
tis kardia mu su nifto ti pena

Κάτι καταλαβαίνετε, αλλά όχι όλα, σωστά; «Πόσο όμορφη και γλυκιά είναι αυτή η νύχτα/και εγώ δεν κοιμάμαι γιατί σκέφτομαι εσένα/εδώ πίσω από το παραθύρι σου, αγάπη μου/σου τραγουδώ τις στενοχώριες της καρδιάς μου»

Δυσκολευόμαστε κι εμείς να καταλάβουμε, αλλά επιμένουμε και ζητάμε από τους Στερναταίους να μας πουν τη στενοχώρια της καρδιάς τους στα γκρεκάνικα. Είναι Ιταλοί, φυσικά, όμως νιώθουν βαθιά ριζωμένη μέσα τους την ελληνική καταγωγή και αισθάνονται περήφανοι για αυτήν. Τα παλιά χρόνια ντρέπονταν να μιλούν «γκρίκο» δημόσια, για να μη στιγματίζονται από τους Ιταλούς. Κι όμως, μέσα στα σπίτια τους η μοναδική αυτή γλώσσα έμεινε ζωντανή. Αν τους ρωτήσεις από ποια μέρη της Ελλάδας κατάγονται οι πρόγονοί τους, δε γνωρίζουν. «Από την προφορά μας, πιστεύουμε ότι ίσως ήρθαν από την Κρήτη ή την Κύπρο» μας λέει ο κ. Μαστρολία. Τι σημασία έχει; Το αξιοθαύμαστο είναι ότι μέχρι σήμερα κράτησαν ζωντανή τη γλώσσα τους, αλλά οι ίδιοι φοβούνται ότι θα χαθεί πλέον. Η γενιά αυτή, των σημερινών συνταξιούχων, ίσως θα είναι η τελευταία που μιλά «γκρίκο», απλώς γιατί ήταν η τελευταία που γέρασε στον τόπο της. Οι επόμενες μετανάστευσαν για να βρουν την τύχη τους και, μαζί με το Σαλέντο, άφησαν πίσω και τα «κατωϊταλιώτικα», όπως λένε εδώ τη γλώσσα. Το θετικό είναι ότι σε κάθε χωριό της περιοχής υπάρχουν σχολεία ελληνικών και «γκρίκο» -που υποστηρίζονται από την Ελλάδα-, όμως το μάθημα δεν είναι ενταγμένο στη βασική εκπαίδευση. Μιλώντας με τους γέροντες της Στερνατίας, σκέφτομαι ότι οι ίδιοι είναι ζωντανά μνημεία μιας γλώσσας που θα υπάρχει μόνο στα βιβλία σε λίγο καιρό. Εκτός και αν, για οικονομικούς λόγους, οι νέοι άνθρωποι επιμένουν να τη μιλούν ώστε να προσελκύουν τουρίστες. Όπως μας είπε, πάντως, ο δήμαρχος της Στερνατίας, Πανταλέων Κόντε, που βρέθηκε στην παρέα μας, η γκρεκάνικη μειονότητα και η γλώσσα της είναι το βασικό -αν όχι το μοναδικό- εργαλείο τουριστικής ανάπτυξης της περιοχής του Σαλέντο.
Το ίδιο βράδυ μένουμε στο «spiti», την πανσιόν του Έντσο, ο οποίος μιλάει «γκρίκο». Όταν βγαίνω μια βόλτα στο χωριό το βράδυ, αισθάνομαι σαν να είμαι σε μια Ελλάδα παλιάς εποχής. Οι γριούλες όλες έχουν βγάλει τραπεζάκια έξω, οι άντρες στο καφενείο ή στα παγκάκια, οι νεαροί με τα μηχανάκια στη γύρα. Τι ζεστή, οικεία κοινωνία, αλήθεια...
Την επόμενη μέρα, αφού επισκεπτόμαστε το αρχαίο, υπόγειο ελαιοτριβείο και το «σπίτι της φιλίας» στην οδό «απάνω» (μπορείτε να το νοικιάσετε με τη βδομάδα!), αφήνουμε τη Στερνατία και μέχρι το μεσημέρι τριγυρνάμε στα υπόλοιπα χωριά της Ελλάδας του Σαλέντο: στο Τζολίνο, στο Σολέτο, στο Κοριλιάνο ντ’ Ότραντο και στο Καστρινιάνο ντέι Γκρέτσι. Το τελευταίο είναι το μοναδικό χωριό που αναφέρεται σε Έλληνες. Το Κοριλιάνο είναι ίσως το πιο όμορφο. Το όνομά του προέρχεται από την ελληνική «chora». Στο ιστορικό κέντρο δεσπόζει το άρτια αναπαλαιωμένο Castello, το μεσαιωνικό κάστρο που ανακατασκευάστηκε το 1519 από τον φεουδάρχη Τζοβάνι Μπατίστα ντε Μόντι. Και εδώ, οι ελληνικές ονομασίες δε λείπουν από μαγαζιά και εστιατόρια, και εδώ οι γέροντες στο κεντρικό πάρκο θα σου πουν δύο λέξεις στα γκρεκάνικα. Όμως, η κληρονομιά της γλώσσας δε διατηρείται πουθενά στην περιοχή όσο στη Στερνατία.

Στην καρδιά της Μάγκνα Γκρέτσια
Πλησιάζοντας στον Τάραντα, μία μεγάλη πινακίδα στον αυτοκινητόδρομο μας καλωσορίζει στη «Magna Grecia». Προσπερνάμε τη βιομηχανική πόλη και τα φουγάρα των εργοστασίων της και βάζουμε στο GPS του V40 τους προορισμούς της Μεγάλης Ελλάδας που έχουμε σημειώσει. Στο Μεταπόντιο («Metaponto») επισκεπτόμαστε το αρχαιολογικό μουσείο, που είναι γεμάτο αμφορείς και άλλα ευρήματα από τον 8ο αιώνα π.Χ. Τότε δημιουργήθηκε η Μεγάλη Ελλάδα. Η περιοχή εδώ δεν παρουσιάζει άλλο ενδιαφέρον. Το ίδιο το χωριό είναι αδιάφορο, όπως και ο παραλιακός οικισμός Μεταπόντιο Λίντο. Η παραλιακή εθνική SS106 στενεύει με το που αφήνουμε την επαρχία της Μπαζιλικάτα και μπαίνουμε στην Καλαβρία. Kατά τόπους μας προσφέρει εκπληκτική θέα στο Ιόνιο. Όμως τα παραθαλάσσια χωριά που συναντάς εδώ είναι όλα κακόγουστα, φτιαγμένα από τη δεκαετία του ’60 και ύστερα. Όλα μοιάζουν να είναι σε παρακμή πλέον. Δε θα προτείναμε σε Έλληνα να έρθει στο ιταλικό Ιόνιο για διακοπές - η Λούτσα είναι καλύτερη. Θα προτείναμε, όμως, στους φίλους μας Ιταλούς να κάνουν τον κόπο και να δουν πόσο αλλάζει η χώρα τους στο Νότο - πόσο πιο Ελλάδα μοιάζει...
Έτσι, αφού μπαίνουμε και βγαίνουμε απογοητευμένοι από το Πολύχωρο (Policoro) και το Τρεμπισάτσε, αφού ρίχνουμε μια ματιά στον αφημένο αρχαιολογικό χώρο της Σύβαρης (Sibari) -της πιο αρχαίας ελληνικής αποικίας στη νότια Ιταλία-, φτάνουμε λίγο πριν νυχτώσει στον Κρότωνα (Crotone), ένα λιμάνι που θυμίζει έντονα την Πάτρα. Kάτι που εξηγείται ιστορικά: οι Αχαιοί ίδρυσαν την πόλη αυτήν το 718 π.Χ. Σήμερα το Κροτόνε είναι η πιο ελληνική πόλη που μπορείς να βρεις στην Ιταλία: το κέντρο της είναι πυκνό, γεμάτο πολυκατοικίες, διπλοπαρκαρισμένα(!) αυτοκίνητα, αλλά μια πλούσια αγορά και μια πλατεία που φέρει το όνομα του Πυθαγόρα. Ο Έλληνας φιλόσοφος άφησε τη Σάμο και μετακόμισε εδώ το 530 π.Χ., ενώ άφησε την τελευταία του πνοή στο Μεταπόντιο. Η παλιά πόλη του Κρότωνα, που οδηγεί στο κάστρο του Ισπανού Καρόλου του 5ου, είναι ένα σύμπλεγμα στενών με χαμηλά σπιτάκια στολισμένα από την μπουγάδα που κρεμούν κάθε μέρα οι νοικοκυρές. Σαν την άνω πόλη της Θεσσαλονίκης ένα πράγμα...

Το Γκαλιτσιανό επιμένει ελληνικά
Τρίτη μέρα του οδοιπορικού μας, λίγο πριν από το μεσημέρι, αφήνουμε τον Κρότωνα και κατευθυνόμαστε προς το Ρέτζιο Καλάμπρια. Στα 110 χιλιόμετρα αφήνουμε την εθνική και σκαρφαλώνουμε στο Μοναστηράκι (Monasterace), ένα χωριό χτισμένο πάνω στο βράχο, με θέα το Ιόνιο. Δεν έχει ψυχή εδώ, ούτε καν έναν καφέ να πιούμε. Ρωτάω δύο κυρίες αν μιλούν κάποιοι γκρεκάνικα: «Nessuno» (κανένας), μου λέει. Συνεχίζουμε... Περνάμε και πάλι από χωριά γεμάτα άχαρες, γκρίζες κατοικίες. Ένα από αυτά είναι η Μπόβα Μαρίνα, ο παραθαλάσσιος οικισμός της ελληνόφωνης ορεινής Μπόβα. Την αφήνουμε πίσω μας και ανηφορίζουμε προς το όρος Ασπρομόντε, κρησφύγετο κάποτε των συμμοριών της «Ντραγκέτα», της καλαβρέζικης μαφίας. Ακριβώς εδώ είναι κρυμμένα τα τελευταία ελληνόφωνα χωριά της Καλαβρίας. Η Μπόβα, χτισμένη γύρω από ένα βράχο στα 915 μέτρα, είναι το πιο όμορφο. Με πλακόστρωτη πλατεία, αναπαλαιωμένα κτίρια, μαγαζιά, μία τεράστια μηχανή τρένου (πώς την ανέβασαν εκεί πάνω;) και με εκπληκτική θέα στο Ιόνιο. Αν είναι καθαρή η μέρα, διακρίνεις από εκεί τις νότιες ακτές της Σικελίας. Η Μπόβα οφείλει την ανάπτυξή της στον ελληνόφωνο χαρακτήρα της. Όλες οι πινακίδες στους δρόμους αλλά και στα μαγαζιά είναι και στα ελληνικά. Κάποιοι ντόπιοι εδώ θα σου πουν μία, δύο λέξεις στα γκρεκάνικα, όμως μην περιμένετε κάτι παραπάνω. Αν πάτε στην Μπόβα, αναζητήστε τον κ. Σιβίλια, που είναι οινοποιός και μιλά ελληνικά, για να σας καθοδηγήσει.
Έπειτα από μία νύχτα και ένα παραδοσιακό δείπνο με εκπληκτικούς μεζέδες στην αγροικία του «Πέτρου και του Αντώνη», την τέταρτη και τελευταία ημέρα του οδοιπορικού μας βάζουμε το Volvo βαθιά στο όρος Ασπρομόντε, αναζητώντας το Ρογκούντι (Roghudi), ένα ελληνόφωνο χωριό που εγκαταλείφθηκε το ’71 λόγω καταστροφικών βροχοπτώσεων. Ύστερα από μία ώρα πάνω κάτω στα βουνά από ένα στεναδούρι γεμάτο νεροφαγώματα, φτάνουμε εκεί και μας κόβεται η αναπνοή με την εικόνα της εγκατάλειψης. Ένα χωριό με θέα 360 μοιρών (χτισμένο σε λόφο γαρ) δεν είναι πλέον παρά ένα χωριό-φάντασμα. Γιατί δεν το αναπλάθουν οι Ιταλοί, άραγε; Οι κάτοικοί του μεταφέρθηκαν σε άλλον οικισμό, λίγα χιλιόμετρα πιο ψηλά, ενώ οι περισσότεροι τράβηξαν προς τις ακτές.
Θέλοντας να συνεχίσουμε προς το Γκαλιτσιανό, ο δρόμος είναι κλειστός λόγω έργων. Έτσι, κάνουμε ένα μεγάλο κύκλο πίσω στην παραθαλάσσια Μπόβα, παίρνουμε το δρόμο για Ρέτζιο και λίγο πιο κάτω στρίβουμε προς Κοντοφούρι. Ανηφορίζουμε προς το Γκαλιτσιανό, το οποίο πετυχαίνουμε και αυτό στη μεσημεριανή του ανάπαυλα. Το χωριό αυτό, περισσότερο από κάθε άλλο στο οδοιπορικό μας, μας κάνει να ξεχάσουμε ότι βρισκόμαστε στην Ιταλία. Το Γκαλιτσιανό είναι Ελλάδα. Όχι για τις σημαίες που είναι κρεμασμένες στα σπίτια (που τις έφερε ομάδα Ελλήνων...), αλλά επειδή όλοι οι κάτοικοί του κατάγονται από Έλληνες. Αυτοί που συναντάμε κάνουν γενναίες προσπάθειες να μας πουν δύο λέξεις στα γκρεκάνικα, που εδώ είναι λίγο διαφορετικά απ’ ό,τι στο Σαλέντο.
Ψυχή του χωριού είναι ο Μίμο Νουτσέρα, ο λεγόμενος «αρτίστας». Είναι ο δάσκαλος του επιδοτούμενου σχολείου, που διδάσκει τα ελληνικά σε παιδιά της περιοχής, κυρίως το καλοκαίρι, που οι οικογένειες έρχονται για διακοπές. Το Γκαλιτσιανό έχουν επισκεφθεί στο παρελθόν ο Πατριάρχης και ένας υφυπουργός Εξωτερικών, γι’ αυτό και το γνωρίζουν στην Ελλάδα. Μέχρι να ξεσπάσει η κρίση το επισκέπτονταν γκρουπ από τη χώρα μας, κυρίως από τη Θεσσαλονίκη. Τώρα είναι και αυτό σε ύφεση. Σαράντα ψυχές όλες κι όλες ξεχειμωνιάζουν εκεί, όμως οι πιο νέοι είναι ουσιαστικά άνεργοι. Όταν τους ρωτάμε γιατί δε φτιάχνουν μερικές πανσιόν, ένα εστιατόριο, κάτι, τέλος πάντων, που να κρατά τον επισκέπτη, αρχίζουν να λογομαχούν μεταξύ τους, ψάχνοντας δικαιολογίες. «Αυτοί κι αν είναι Έλληνες» σκέφτομαι, ενώ ο Μίμο με κοιτάζει με νόημα. Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει δωμάτιο για να μείνεις στο Γκαλιτσιανό, όμως σε κατάσταση που και οι ίδιοι ντρέπονται να το διαθέσουν.
Έτσι, έπειτα από έναν περίπατο στο θαυμάσιο λαογραφικό μουσείο και στην ορθόδοξη εκκλησία, την Παναγία της Ελλάδος, αργά το απόγευμα αποφασίζουμε να φύγουμε με βαριά καρδιά. Ρωτάμε τον Μίμο τι θα ήθελε να προσφέρουμε στο χωριό, και μας ζητά μία χάρη: να βρούμε έναν ιερέα να λειτουργεί την εκκλησία, τουλάχιστον το καλοκαίρι. Θα το προσπαθήσουμε. Αξίζει να βοηθήσουμε αυτόν τον τόπο, όχι με εθνικιστική διάθεση, αλλά γιατί έχει μια κληρονομιά μοναδική στην Ευρώπη, που δε θέλει και πολύ για να σβήσει._ Α. Τ.

ΞΕΡΕΤΕ ΑΠΟ ΓΚΡΙΚΟ;
Το ιδίωμα των «γκρίκο» δε διαμορφώθηκε από μεγάλους δασκάλους, αλλά από τους απλούς ανθρώπους, από τα χρόνια του Βυζαντίου μέχρι σήμερα, που οι Ελληνόφωνοι ζουν στη νότια Ιταλία. Η γραφή της είναι στα λατινικά με σημεία στίξης. Συνδυάζει όρους και ρήματα από τα αρχαία και την καθαρεύουσα, με διαφορετικά σύμφωνα (το «κ», για παράδειγμα, γίνεται «τσ»), με ιταλοποιημένες καταλήξεις λέξεων (τα τελικά «ς» και «ν» συνήθως δεν προφέρονται) και, βέβαια, χρησιμοποιεί πολλές ιταλικές λέξεις. Το αποτέλεσμα είναι μια χαριτωμένη γλώσσα γεμάτη μελωδία, που φέρνει πολύ στην κρητική αλλά και την κυπριακή διάλεκτο. Ορίστε ένα βασικό λεξικό για να εξασκηθείτε μέχρι να πάτε στη νότια Ιταλία...

γεια σου = stasu kalo
καλημέρα = kalimera
είμαι Έλληνας = ime griko
πού είμαι εδώ; = ipu ime ittu?
από πού είσαι; = apu ise?
από εκεί = apu ci
καλώς ήρθατε = kalos irtate
δεν καταλαβαίνω = en anoo’
μαθαίνω γκρεκάνικα = mato griko
ευχαριστώ = kali sorta
καλό βράδυ = kalovrati
καληνύχτα = kalinitta

ΧΡΗΣΙΜΕΣ ΔΙΕΥΘΥΝΣΕΙΣ
www.greciasalentina.org
Eleonora Mastrolia, Sternatia, e.mastrolia@liber o.it
Borgoterra, Martano, www.borgoterra.it
B&B Spiti, Sternatia, www.spiti.it
Agriturismo di Petru i ‘Ntoni, Bova Marina, www.dipetruintoniagriturismo.it
Mimo Nucera, Galliciano’, Καλαβρία

VOLVO V40 D4
Οδηγώντας στον αυτόματο...
Έπειτα από 4.500 χιλιόμετρα στο τιμόνι της κορυφαίας αυτής πετρελαιοκίνητης έκδοσης D4 με το 2λιτρο, 5κύλινδρο κινητήρα των 177 ίππων, μπορούμε να μιλάμε για το πιο εθιστικό Volvo που έχουμε οδηγήσει ποτέ. ¶ψογη θέση οδήγησης, τα καλύτερα όργανα της κατηγορίας (οθόνη TFT με τρία «θέματα»), σωστή εργονομία -παρά τα πολυάριθμα μενού-, εκρηκτικός (για ντίζελ) κινητήρας και σπορ ρύθμιση ανάρτησης συνθέτουν ένα «αντρικό» σύνολο με αξιοσημείωτη ποιότητα κύλισης. Η μοναδική κριτική αφορά την κατανάλωση του τουρμποντίζελ μέσα στην πόλη. Εύκολα θα φτάσει τα 11 λίτρα, ενώ δύσκολα πέφτει κάτω από τα 9. Με πολλή αυτοσυγκράτηση, πετύχαμε 8,2 λίτρα μέσα στην πόλη. Με συνεχή χρήση του cruise control στον αυτοκινητόδρομο και ταχύτητα 120 χλμ./ώρα, το D4 καταναλώνει 6-6,2 λίτρα/100 χλμ. Ο μέσος όρος του οδοιπορικού μας, που περιλάμβανε αρκετές ορεινές διαδρομές, ήταν 6,9 λίτρα.
Χάρη στο πλήρες πακέτο «υποστήριξης του οδηγού», που διέθετε το δικό μας V40, μπορείς να το οδηγείς για ώρες χωρίς να κουράζεσαι, «ακουμπώντας» στα ηλεκτρονικά του συστήματα. Στο οδοιπορικό αυτό οδηγούσαμε σαν να είχαμε μεταφερθεί στο έτος 2022. Τι εννοούμε;

ACC (Adaptive Cruise Control): Στη νότια Ιταλία το ACC μού έγινε συνήθεια σε τέτοιο βαθμό, ώστε να το χρησιμοποιώ όχι μόνο στην εθνική, αλλά και μέσα στις πόλεις - παρ’ ότι η Volvo δεν το συστήνει, για λόγους ασφαλείας. Προσπερνώντας την αρχική ανασφάλεια (αλλά έχοντας πάντα έτοιμο το πόδι δίπλα στο πεντάλ του φρένου), το σύστημα επιβραδύνει το αυτοκίνητο έγκαιρα πίσω από το προπορευόμενο, το ακινητοποιεί -παρακαλώ- και του επιτρέπει να ξεκινήσει χωρίς να αγγίξεις φρένο ή γκάζι, εφόσον η στάση δεν ξεπερνά τα 3 δευτερόλεπτα. Αποδείχθηκε αξιόπιστο, με εξαίρεση την περίπτωση που κάποιος μπει ξαφνικά μπροστά σου από τη διπλανή λωρίδα. Σημειωτέον, το ACC μπορεί να επιβραδύνει μόνο στο 40% της ισχύος των φρένων. Αξιοσημείωτο είναι ότι, όσο κι αν το συνηθίσεις, δε σε κάνει πιο απαθή, αλλά πιο συμμετοχικό στην οδήγηση - μιας και ενστικτωδώς αφουγκράζεσαι τις αντιδράσεις του όταν το χρησιμοποιείς.
Park Assist Pilot: Αν θέλεις να εντυπωσιάσεις τους φίλους σου ή να κάνεις γνωριμίες στο ταξίδι, το αυτόματο παρκάρισμα είναι το απόλυτο εργαλείο. Είναι ακριβές στο χειρισμό, όμως χρειάζεται προσοχή όταν υπάρχει κάποιο εμπόδιο στο πεζοδρόμιο (π.χ. κολονάκια). Ανιχνεύει θέσεις με μήκος τουλάχιστον 20% μεγαλύτερο του V40, μόνο όμως στη δεξιά πλευρά του δρόμου. Όταν βρει θέση, σου κάνει σήμα να σταματήσεις και να βάλεις όπισθεν. Στη συνέχεια ελέγχει 100% το τιμόνι και κάνει και διόρθωση στο παρκάρισμα προς τα εμπρός. Φυσικά, πρέπει να φροντίσεις να φρενάρεις πριν πέσεις στο πίσω αυτοκίνητο.
Lane Keeping Aid: Tο σύστημα διατήρησης λωρίδας της Volvo αντιδρά με δύο τρόπους, από τα 65 χλμ./ώρα: διορθώνει το τιμόνι όταν πατήσεις διαχωριστική γραμμή και παράλληλα σε ειδοποιεί με κραδασμούς στο τιμόνι. Αν αφήσεις τα χέρια από το τιμόνι στην αουτοστράντα, το σύστημα θα διορθώσει τρεις φορές και αυτόματα θα απενεργοποιηθεί, σαν να σου λέει ότι δεν είναι παιχνίδι. Αν επιμείνεις να μην ελέγχεις το τιμόνι, στα όργανα θα εμφανιστεί ένδειξη ότι χρειάζεσαι στάση για ξεκούραση. Αυτό λέγεται «Driver Alert Control»...
Road Sign Information: Σε Ελλάδα και Ιταλία δεν έχασε ούτε ένα σήμα ορίου ταχύτητας. Δε διαβάζει μόνο όσα είναι ξεβαμμένα ή μέσα σε τετράγωνο πλαίσιο (συμβουλευτικές πινακίδες). Η ένδειξη εμφανίζεται μέσα στο ταχύμετρο.
Active High Beam: Βάζεις τη μεγάλη σκάλα φώτων, αλλά αυτόματα επιλέγει τη μεσαία, σε περιβάλλον με φωτισμό, όταν ακολουθείς αυτοκίνητο ή όταν έρχεται όχημα από απέναντι. Στην πράξη, το σύστημα δεν προβλέπει, αλλά αντιδρά στο φως, με αποτέλεσμα κάποιες φορές να λειτουργεί με υστέρηση. Μιλάμε για δρόμο με στροφές -όπου επιλέγει μεσαία αφότου εμφανιστεί το άλλο αυτοκίνητο- αλλά και όταν ακολουθείς άλλο όχημα, όπου διατηρεί τη μεγάλη σκάλα σε σχετικά κοντινή απόσταση, πιθανόν τυφλώνοντας τον προπορευόμενο.