Με σεβασμό στον εαυτό μας και στους γύρω μας, οφείλουμε να συμμορφωθούμε με τον νέο ΚΟΚ – όχι από φόβο για το πρόστιμο, αλλά επειδή η τήρηση των κανόνων είναι στάση ζωής και δείγμα σεβασμού προς την κοινωνία.
Το οικονομικό βάρος των παραβάσεων είναι σημαντικό, ιδίως όταν αφορά την πλειονότητα που δυσκολεύεται να ανταποκριθεί. Όμως, ο στόχος είναι πιο ουσιαστικός: να οδηγούμε υπεύθυνα, όπως συχνά το κάνουμε όταν βρισκόμαστε στο εξωτερικό.
Λιγότερες κλήσεις και μείωση των ατυχημάτων θα είναι η πιο ηχηρή απόδειξη ότι ο νόμος δεν χρειάζεται αυστηρές ποινές για να τηρείται – αρκεί η συνείδηση.
Το χρωστάμε στον πολιτισμό μας να υποστηρίξουμε το αυτονόητο: Να φοράμε ζώνη ασφαλείας από τον χώρο στάθμευσης μέχρι το περίπτερο της γειτονιάς. Να φροντίζουμε όχι μόνο για τον εαυτό μας, αλλά και για τους πίσω επιβάτες. Να οδηγούμε χωρίς να κρατάμε το κινητό, όσο κι αν το Bluetooth και τα άλλα «έξυπνα» συστήματα μας καθησυχάζουν ή μας φαίνονται απαραίτητα για επαγγελματικούς ή συναισθηματικούς λόγους. Η προσοχή αποσπάται εύκολα και η κατάληξη μπορεί να είναι μοιραία.
Δεν είμαστε πια παιδιά για να παίζουμε το «κλέφτες και αστυνόμοι», ούτε κυριολεκτικά ούτε αποφεύγοντας τις κάμερες. Να, λοιπόν, μια ευκαιρία, έστω και υπό πίεση, να αποδείξουμε ότι μπορούμε να σταθούμε στο ύψος μας και στον δρόμο. Χωρίς την κακή συνήθεια του «κατασκόπου» που παρανομεί, ενώ ταυτόχρονα τραβά βίντεο για να αναρτήσει την παρανομία του. Δεν μας ταιριάζει αυτή η πρακτική. Και με την ευκαιρία, αν με ακολουθείς, γνωρίζεις ήδη ότι δεν πίνω όταν πρόκειται να οδηγήσω. Όπως γνωρίζεις και ότι οφείλεις πάντα να έχεις στην άκρη 50 ευρώ για ταξί, αν χρειαστεί. Δεν χρειάζεται να περιμένουμε επιδοτήσεις για το αυτονόητο.
Η ατομική ευθύνη όταν γίνει συνείδηση μπορεί να αποτελέσει την υπεραξία του σύγχρονου Έλληνα. Ειδικά στην περίπτωση του νέου ΚΟΚ, δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να προσαρμοστούμε. Ακόμα κι αν διαφωνούμε.
Αρκετά με τις αναλύσεις και τις αμφισβητήσεις. Ήρθε η ώρα να γίνουμε οι «αστυνόμοι» του εαυτού μας. Όπως δεν περνάμε με κόκκινο, έτσι πρέπει να σταματάμε και στο STOP. Όχι σχεδόν, όχι «αν δεν έρχεται κανείς». Σταματάμε. Τελεία. Γιατί εκείνη η «κλεφτή ματιά» μπορεί να αποδειχθεί μοιραία. Δεν ξέρεις ποτέ τι θα κάνει ο οδηγός του delivery που πιέζεται να προλάβει – όχι το φαγητό, αλλά τον εαυτό του. Κι όταν μιλάμε για δίκυκλο, δεν αναρωτιόμαστε ποιο νοσοκομείο εφημερεύει. Αναρωτιόμαστε αν θα φτάσει ζωντανός.
Ασφαλώς και δεν έχει κανείς το δικαίωμα να κινείται ανάποδα ή να ανεβαίνει σε πεζοδρόμια. Όπως κι εμείς δεν έχουμε το άλλοθι να ξεγλιστράμε από τον λεωφορειόδρομο. «Σπεύδε βραδέως». Οδήγησε με 30 χλμ./ώρα στην πόλη – και σ’ το λέει κάποιος που έχει οδηγήσει πολύ πιο γρήγορα. Στην πίστα. Υπό ασφαλείς συνθήκες. Όχι στο κέντρο της Αθήνας.






