top icon
Δοκιμές

Jeep Compass 2.0 MJT 140 PS ATX AWD: Σε νέα ρότα

Η πυξίδα (compass) της Jeep αλλάζει προσανατολισμό, δείχνοντας το δρόμο που θα ακολουθήσει η αμερικανική φίρμα στα επόμενα χρόνια.

Βρεθήκαμε πριν από ακριβώς έντεκα χρόνια στο Πόρτλαντ των ΗΠΑ, προκειμένου να πάρουμε την πρώτη γεύση από το Jeep Compass, ένα αυτοκίνητο που τότε κρίθηκε απαραίτητο να εμπλουτίσει την γκάμα της αμερικανικής εταιρείας, δίπλα στα πιο σκληροπυρηνικά της μοντέλα. Δεν ήταν μόνο η ευρωπαϊκή αγορά, όπου μειωνόταν το μερίδιο της Jeep, υποχωρώντας μπροστά στη λαίλαπα των ιαπωνικών RAV4, CR-V και Forester, που επέβαλε την είσοδό της στη λεγόμενη κατηγορία των compact SUV, αλλά και οι υψηλές τιμές του πετρελαίου εκείνη την εποχή, που οδήγησαν και τους Αμερικανούς καταναλωτές στην αναζήτηση οικονομικότερων αυτοκινήτων. Η εμφάνιση του Compass ξάφνιασε τότε, καθώς, εκτός των άλλων, υιοθετούσε σχεδιαστικές επιλογές ξένες προς την εταιρεία, όπως το έντονα κεκλιμένο παρμπρίζ, τις ενσωματωμένες χειρολαβές στις κολόνες για τις πίσω πόρτες, αλλά και το βαθύ πίνακα οργάνων. Τα στρογγυλά φωτιστικά εμπρός σώματα και οι γρίλιες της μάσκας αποτελούσαν το μόνο συνδετικό κρίκο με τη σχεδιαστική ταυτότητα της εταιρείας, εντούτοις δίπλα στο Compass η Jeep φρόντισε στη συνέχεια να τοποθετήσει ένα πιο κλασικό σε εμφάνιση αδελφάκι του, το Patriot, με το τετραγωνισμένο αμάξωμά του να παραπέμπει ευθέως στα μεγαλύτερα μοντέλα της. To πρώτο εκείνο Compass εν μέρει παρεξηγήθηκε, καθώς η όποια κριτική, για παράδειγμα για την ποιότητα του εσωτερικού του, δε λάμβανε υπόψη ότι επρόκειτο για ένα μοντέλο με τιμή που στην Αμερική για τη δικίνητη εκδοχή του (η οποία όμως δεν εξήχθη στην Ευρώπη) ξεκινούσε κάτω από τα 16.000 δολάρια! Στα χρόνια που μεσολάβησαν το τοπίο άλλαξε δραστικά, τόσο όσον αφορά τις ανάγκες της κατηγορίας όσο και για την αμερικανική εταιρεία, που το 2013 περιήλθε στα χέρια της Fiat. Οι επιλογές του επικεφαλής της, Σέρτζιο Μαρκιόνε, αποδείχθηκαν σωτήριες, καθώς με το λανσάρισμα του Renegade κατάφερε να της εξασφαλίσει τον επιθυμητό όγκο πωλήσεων, με τις δικίνητες εκδόσεις -καθεστώς πλέον στα σημερινά SUV- να μην αποδεικνύονται βλαπτικές για την εικόνα της φίρμας και του μοντέλου, του οποίου η πιο σκληροπυρηνική εκδοχή (Trailhawk) αποδεικνύεται επαρκής για να υπερασπιστεί τη διαφορετικότητα και την κληρονομιά της Jeep. Αξιοποιώντας την επιτυχημένη συνταγή του Renegade, η Jeep έρχεται τώρα με το Compass να διεκδικήσει το μερίδιό της στην αμέσως μεγαλύτερη κατηγορία, και δη στο premium κομμάτι της, που σήμερα νέμονται BMW X1 και Mercedes GLA, ενώ λίαν συντόμως θα προστεθεί το νέο Audi Q3.

Ίδιο μόνο στο όνομα

Με μήκος 4.394 χλστ., το νέο Compass είναι μόλις 10 χλστ. πιο κοντό από τον προκάτοχό του, εντούτοις οι όποιες ομοιότητες από εκεί και πέρα περιορίζονται στο segment όπου συνεχίζει να κατηγοριοποιείται από πλευράς διαστάσεων. Οι πειραματισμοί στον τομέα της εμφάνισης δεν επαναλήφθηκαν, και η όποια πρωτοτυπία στη διαμόρφωση του πίσω μέρους αντισταθμίζεται από τον αλά Grand Cherokee σχεδιασμό του ρύγχους, με αποτέλεσμα το Compass -και να ήθελε- να μην μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Το δικό μας, που παραλάβαμε εν μέσω Δεκαπενταύγουστου, αν και σκουρόχρωμο, αποτελούσε μαγνήτη από όπου κι αν περνούσαμε, με τα κινητά να επιστρατεύονται στη στιγμή προκειμένου να αποτυπώσουν το μοντέλο. Στο σαλόνι εντυπωσιάζουν κατ’ αρχάς οι χώροι, με αυτούς που θα καθίσουν πίσω να απολαμβάνουν άφθονο αέρα για τα γόνατα και το κεφάλι τους, και το σχετικά μικρό κεντρικό τούνελ με την επίπεδη διαμόρφωση να μην περιορίζει τον μεσαίο επιβάτη, ενώ απλώς ικανοποιεί η χωρητικότητα του πορτ μπαγκάζ, με μεταφορική ικανότητα 438 λίτρων στο δικό μας αυτοκίνητο, που αντί ρεζέρβας διέθετε κιτ επισκευής ελαστικού (388 λίτρα με την έξτρα ρεζέρβα ανάγκης). Σε κάθε περίπτωση, η φόρτωση διευκολύνεται από το ιδιαίτερα χαμηλό κατώφλι.

Το ταμπλό είναι καλοσχεδιασμένο, χωρίς όμως κάποιο στοιχείο αναγνωρισιμότητας που συναντάμε σε άλλα μοντέλα της εταιρείας. Τα γυαλιστερά πλαστικά είναι μαλακά, χωρίς να κερδίζουν τις εντυπώσεις, και είναι περισσότερο οι (έξτρα) δερμάτινες επενδύσεις του αυτοκινήτου μας στα καθίσματα, στις πόρτες και στο τιμόνι, όπως και η μεγάλη οθόνη των 8,4 ιντσών (επίσης έξτρα), που έρχονται να υποστηρίξουν τον premium προσανατολισμό του μοντέλου. Στον τομέα της εργονομίας, πολύ εξυπηρετικοί αποδεικνύονται στην πράξη οι ξεχωριστοί διακόπτες για το χειρισμό του ηχοσυστήματος και του κλιματιστικού, αν και το σύνολο οθόνης και διακοπτών θα το θέλαμε τοποθετημένο σε μεγαλύτερο ύψος, ενώ και οι διακόπτες των ηλεκτρικών παραθύρων στην πόρτα του οδηγού είναι πιο προωθημένοι σε σχέση με την αναμενόμενη θέση. Το interface του infotainment είναι εύληπτο και άμεσο στην απόκρισή του, ενώ απόλυτα ικανοποιητικές είναι και οι εντυπώσεις από τη λειτουργία του συστήματος πλοήγησης, που συνοδεύει τη μεγαλύτερη οθόνη των 8,4 ιντσών. Τέλος, θα επιθυμούσαμε μεγαλύτερους χώρους αποθήκευσης στην κεντρική κονσόλα, αλλά και στις πόρτες, που μπορούν να δεχθούν μόνο μικρά μπουκάλια νερού.

Περισσότερες επιλογές

Αν το προηγούμενο μοντέλο ήταν διαθέσιμο μόνο με ένα κινητήριο σύνολο βενζίνης, ο υποψήφιος αγοραστής του νέου Compass έχει να επιλέξει από ένα πλήθος συνδυασμών κινητήρων και συστημάτων μετάδοσης, με τις βασικές εκδόσεις βενζίνης (1.4 140 PS) και πετρελαίου (1.6 120 PS) να είναι αποκλειστικά δικίνητες και με χειροκίνητο κιβώτιο ταχυτήτων. Από εκεί και πέρα, τόσο η ισχυρότερη έκδοση βενζίνης (1.4 170 PS) όσο και οι 2λιτρες πετρελαίου (140 και 170 ίππων) συνδυάζονται μόνο με σύστημα τετρακίνησης. Το γνώριμο αυτόματο κιβώτιο των 9 σχέσεων αποτελεί κοινή επιλογή σε όλες αυτές τις περιπτώσεις, και μόνο το 2λιτρο ντίζελ των 140 ίππων διατίθεται εναλλακτικά και με χειροκίνητο κιβώτιο. Το αυτοκίνητο της δοκιμής μας διέθετε τον 2λιτρο ντίζελ των 140 ίππων, σε συνδυασμό με το αυτόματο κιβώτιο των 9 σχέσεων, με το οποίο οργώσαμε ένα μεγάλο κομμάτι της Βόρειας Ελλάδας. Ο οδηγός θα βρει εύκολα την ιδανική θέση οδήγησης, έχοντας πολύ καλή εποπτεία στο δρόμο, αν και οι μεγάλες πίσω πλευρικές κολόνες και το μικρό παράθυρο της πέμπτης πόρτας περιορίζουν έως ένα βαθμό την περιφερειακή ορατότητα. Σε κάθε περίπτωση, όμως, το Compass από την πρώτη στιγμή σε κερδίζει με τον τρόπο που ταξιδεύει. Η τραχιά λειτουργία του κινητήρα δεν καταφέρνει να περάσει μέσα στην καμπίνα, εκτός από τη φάση της έντονης επιτάχυνσης, και το μόνο που γίνεται κάπως αισθητό στον αυτοκινητόδρομο, κυρίως στους πίσω επιβάτες, είναι ο θόρυβος κύλισης. Ακόμα και οι ισχυροί άνεμοι δε στέκονται ικανοί να εισβάλουν ακουστικά στο εσωτερικό, αλλά ούτε να επηρεάσουν την ευθυβολία του αυτοκινήτου στις υψηλές ταχύτητες.

Στη διαδικασία των μετρήσεων, τα 9,9 δλ. για το «0-100» δεν επιβεβαιώθηκαν, καθώς το αμάξωμα των 1.615 κιλών χρειάστηκε στην περίπτωσή μας 11,2 δλ. Η πυκνή διάταξη των 9 σχέσεων του αυτόματου κιβωτίου φιλτράρει αποτελεσματικά την έλλειψη νεύρου του κινητήρα κάτω από τις 2000 σ.α.λ., με τις αλλαγές να πραγματοποιούνται ιδιαίτερα ομαλά, αν και όχι εξίσου άμεσα εν συγκρίσει με αντίστοιχα πολυτάχυτα συστήματα του ανταγωνισμού. Ο μέτριος σε αίσθηση επιλογέας του κιβωτίου διαθέτει φυσικά και θέση για χειροκίνητες επιλογές, κάτι στο οποίο σπάνια θα χρειαστεί να καταφύγει ο οδηγός. Τα φρένα έχουν καλή αίσθηση και απόκριση, όμως στο φρενάρισμα πανικού ο πίσω άξονας ελαφραίνει, με αποτέλεσμα να χρειάζονται διορθώσεις με το τιμόνι για να διατηρηθείς στην ευθεία. Όσον αφορά τον οδηγικό χαρακτήρα του Compass, το τιμόνι του διαθέτει σωστή υποβοήθηση, αλλά περιορισμένη πληροφόρηση από το δρόμο. Στις στροφές το αυτοκίνητο έχει μια κάπως βαριά αίσθηση, όμως δεν πρόκειται να προβληματίσει τον οδηγό, ενώ οι κλίσεις του υψηλού αμαξώματος διατηρούνται σε λογικό επίπεδο. Τα εμπρός καθίσματα αποδεικνύονται κάπως κουραστικά στο πολύωρο ταξίδι, καθώς δε συγκρατούν καλά στις στροφές το πάνω μέρος του κορμού, ούτε στηρίζουν αποτελεσματικά τη μέση των επιβατών, ενώ το ίδιο ισχύει σε μεγαλύτερο βαθμό για το πρακτικά επίπεδο πίσω κάθισμα.

Η ακαμψία του πλαισίου (βασισμένο στο δάπεδο small wide architecture της Fiat) συγκαταλέγεται στα προσόντα της κατασκευής, πόσω μάλλον αν αποφασίσεις να κινηθείς σε κακοτράχαλο έδαφος. Εκεί η μικρή ασάφεια του τιμονιού γύρω από τη θέση της ευθείας αποδεικνύεται ευεργετική, η ανάρτηση καταπίνει με ιδιαίτερη ευκολία τις ανωμαλίες, ενώ ο περιστροφικός διακόπτης του συστήματος τετρακίνησης συνδέεται με τέσσερα προγράμματα (Auto, Snow, Sand, Mud), που μπορούν να αξιοποιηθούν αναλόγως των συνθηκών για μια λελογισμένη κίνηση εκτός δρόμου, σε συνδυασμό με τα Bridgestone Dueler Sport (225/55 στο αυτοκίνητο της δοκιμής μας, που φορούσε τους έξτρα τροχούς των 18 ιντσών). Το σύστημα τετρακίνησης Active Drive μπορεί ανάλογα με τις συνθήκες να κατανείμει την κίνηση και στους τέσσερις τροχούς, ενώ υπάρχει η δυνατότητα κλειδώματος ανάμεσα στους δύο άξονες. Για το κάτι παραπάνω θα ακολουθήσει η έκδοση Trailhawk, που προσφέρεται με την ισχυρότερη εκδοχή του 2λιτρου πετρελαιοκινητήρα και διαθέτει σχέσεις υποπολλαπλασιασμού. Τέλος, η μέση κατανάλωση στη διάρκεια της δοκιμής μας κυμάνθηκε στα 8,8 λίτρα/100 χλμ., τιμή που χαρακτηρίζει την κίνηση τόσο στην πόλη όσο και στον αυτοκινητόδρομο, και είναι εν μέρει αναμενόμενη, δεδομένου και του βάρους της κατασκευής.

Πόσο Jeep;

Το νέο Compass αποτελεί αναμφίβολα μια ολοκληρωμένη πρόταση, καθώς το άκαμπτο αμάξωμα, ο τρόπος που αντιμετωπίζει τις ανωμαλίες του δρόμου αλλά και η προσφορά πιο σκληροπυρηνικών εκδοχών το καθιστούν μοναδικό στην κατηγορία, φέροντας επάξια το όνομα της Jeep. Από εκεί και πέρα, οι πιο ασφάλτινες εκδοχές του μοντέλου έχουν να αντιμετωπίσουν έναν πολύ ισχυρό ανταγωνισμό σε όλους τους τομείς, έτσι που στην τελική επιλογή μεγάλο ρόλο θα παίξει ο απροβλημάτιστος χαρακτήρας του Compass, σε συνδυασμό με την ξεχωριστή του παρουσία στο δρόμο._ 4Τ


ΥΠΕΡ/ΑΚΑΜΨΙΑ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ/ΧΩΡΟΙ ΕΠΙΒΑΤΩΝ

ΚΑΤΑ/ΕΠΙΔΟΣΕΙΣ/ΣΤΗΡΙΞΗ ΚΑΘΙΣΜΑΤΩΝ


ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΧΡΗΜΑΤΟΣ

Η τιμή εκκίνησης των 25.900 ευρώ για την προσθιοκίνητη έκδοση του Compass με το 1.400άρη βενζινοκινητήρα των 140 ίππων (επίπεδο εξοπλισμού Sport) είναι χαμηλότερη και από αυτήν που είχε ανακοινωθεί στο λανσάρισμα του μοντέλου στο εξωτερικό. Από εκεί και πέρα, οι τιμές κλιμακώνονται ανάλογα με την έκδοση, έτσι που η 2λιτρη ντίζελ των 140 ίππων της δοκιμής μας, η οποία προς το παρόν διατίθεται μόνο με το πλουσιότερο επίπεδο εξοπλισμού Limited, κοστίζει 37.100 ευρώ. Σε αυτό το επίπεδο εξοπλισμού περιλαμβάνονται αυτόματο σύστημα κλιματισμού, έγχρωμη οθόνη 7 ιντσών στον πίνακα οργάνων, cruise control, έξι αερόσακοι, σύστημα υποβοήθησης διατήρησης λωρίδας κυκλοφορίας, ελέγχου ταλαντώσεων ρυμουλκούμενου και προειδοποίησης πρόσθιας σύγκρουσης, ενώ ξενίζει το γεγονός ότι δε διατίθενται φωτιστικά σώματα LED, που συναντάμε πλέον σε πιο προσιτά μοντέλα. Το συγκεκριμένο αυτοκίνητο, που μας παραχωρήθηκε με δερμάτινα καθίσματα, τροχούς 18 ιντσών, οθόνη 8,4 ιντσών στο σύστημα infotainment και ηχοσύστημα Beats, τιμάται κοντά στα 42.000 ευρώ. Να σημειώσουμε πως η ισχυρότερη εκδοχή με τους 170 ίππους κοστίζει 41.400 ευρώ (Limited), ενώ για την Trailhawk δεν υπάρχει προς το παρόν τιμή, καθώς αναμένεται αργότερα.


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ


ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

Ακολουθήστε το 4troxoi στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

ΤΙΜΕΣ - ΤΕΧΝΙΚΑ