top icon
Συγκριτικές δοκιμές

Toyota Corolla 1.8 Hybrid – Ford Focus 1.5D A/T – VW Golf 1.5 TSI DSG

Με αφορμή την επανεκκίνηση που πραγματοποιεί η Corolla στην μικρομεσαία κατηγορία διερευνούμε τα συν και τα πλην των τριών βασικότερων τάσεων, καθώς η υβριδική Toyota αντιμετωπίζει το πετρελαιοκίνητο Ford Focus και το βενζινοκίνητο VW Golf, με κοινά σημεία επαφής έναν οικολογικό χαρακτήρα και μια αυτόματη μετάδοση.
 

H Corolla δε χρειάζεται φυσικά καμία σύσταση, αφού, παραφράζοντας το σλόγκαν μιας παλιάς διαφήμισης, έχει μεγαλώσει γενιές και γενιές οδηγών. Επίσης, αυτό που δε χρειαζόταν ήταν μαρκετινίστικα πειράματα τύπου Auris, καθώς οι στρατηγικές ακροβασίες την είχαν περιορίσει εδώ και δύο ολόκληρες γενιές σε ένα ρόλο κομπάρσου πίσω από το αυστηρό προσωπείο ενός σεντάν σχήματος, κάτι που αργά ή γρήγορα θα την ανάγκαζε να ακολουθήσει τη μοίρα του Avensis. Οι καιροί όμως αλλάζουν, και αυτό είναι κάτι που γνωρίζει πια καλά η κάποτε συντηρητική Toyota. Η ιαπωνική εταιρεία μάς είχε προϊδεάσει για το νέο άνεμο που φυσάει από την Ανατολή, με αυτοκίνητα όπως το Prius και το C-HR (και φυσικά τη Supra), ενώ, με μία ανατρεπτική κίνηση που μπορεί να συγκριθεί μόνο με εκείνη του Honda Civic, έφερε τα πάνω κάτω σε ό,τι αφορά την εικόνα της Corolla. Οι αλλαγές όμως δεν είναι μόνο σχεδιαστικές. Μπορεί η Corolla του χθες να βασιζόταν σε ατμοσφαιρικούς βενζινοκινητήρες και κάποιους ντίζελ, τώρα πια ωστόσο στο μενού της νέας πλατφόρμας υπάρχουν αποκλειστικά βενζινοκίνητες επιλογές, με ένα μικρό υπερτροφοδοτούμενο σύνολο στη βάση της γκάμας ή με μεγαλύτερες υβριδικές παραλλαγές. Η Toyota συνεχίζει να επενδύει στη λύση των αυτοφορτιζόμενων υβριδικών συστημάτων, όταν η πλειονότητα των κατασκευαστών δείχνει να προσπερνά τέτοιες λύσεις, πηγαίνοντας στο (πολύ) άμεσο μέλλον σε αμιγώς ηλεκτρικές υλοποιήσεις.

Ο οικολογικός χαρακτήρας της παρέας

Το υβριδικό σύστημα της Toyota που συνοδεύει την πλατφόρμα TNGA είναι παρόμοιο με αυτό των Prius και C-HR. Ένας ατμοσφαιρικός βενιζοκινητήρας κύκλου Άτκινσον (μια λύση που έχει αποδεχθεί ότι ταιριάζει αποτελεσματικότερα σε υβριδικά συστήματα) 98 ίππων συνεργάζεται με έναν ηλεκτροκινητήρα 71 ίππων, κάτι που μεταφράζεται σε 122 ίππους συνδυαστικά. Για την αποθήκευση της ενέργειας φροντίζει μία μπαταρία ιόντων λιθίου η οποία δε χρειάζεται κάποια εξωτερική παροχή (πρίζα), καθώς το σύστημα φροντίζει να διατηρεί ανά πάσα στιγμή τη φόρτισή της. Η Ford εξοπλίζει το Focus με τη νέα γενιά των EcoBlue πετρελαιοκινητήρων, όπου το 4κύλινδρο σύνολο 1.5 αποδίδει 120 ίππους και 300 Nm ροπής. H VW προσφέρει μία οικολογικότερη παραλλαγή του 1.500άρη TSI EVO κινητήρα, καθώς εδώ συνοδεύεται από τον κωδικό «Bluemotion», με 130 ίππους και 200 Nm ροπής. Στα βασικότερα χαρακτηριστικά του, πέρα από το σύστημα απενεργοποίησης των δύο κυλίνδρων σε χαμηλό φορτίο λειτουργίας, θα συμπεριλάβουμε το θερμοδυναμικό κύκλο λειτουργίας Μίλερ, τον άμεσο ψεκασμό, που λειτουργεί με πίεση 350 bar, την υψηλή σχέση συμπίεσης 12,5:1 και την τουρμπίνα με ηλεκτρονικά ελεγχόμενα πτερύγια μεταβλητής γεωμετρίας (κάτι που συναντάμε συνήθως σε πετρελαιοκινητήρες), με την απόδοση να φτάνει στους 130 ίππους και στα 200 Nm ροπής.

Οι διαφορές των τριών ανταγωνιστών συνεχίζονται και στο θέμα της αυτόματης μετάδοσης. Η VW βασίζεται όπως πάντα στη λύση του διπλού συμπλέκτη με 7 σχέσεις, η Ford προσφέρει το νέο αυτόματο κιβώτιο 8 σχέσεων με μετατροπέα ροπής, ενώ η πλέον ιδιαίτερη λύση παραμένει αυτή της Toyota, όπου, σε μια διάταξη που ενσωματώνει πλανητικά γρανάζια με δύο βοηθητικά ηλεκτρικά μοτέρ, το τελικό αποτέλεσμα είναι μια λειτουργία που παραπέμπει ξεκάθαρα σε ένα κιβώτιο τύπου συνεχώς μεταβαλλόμενων σχέσεων (CVT).

Στη θεωρία, λοιπόν, η λύση της Toyota έχει σαφώς καλύτερα αποτελέσματα σε ό,τι αφορά τις εργοστασιακές τιμές κατανάλωσης και εκπομπών CO2, μιας και οι τελευταίες βρίσκονται στα 83 γρ./χλμ., όταν οι δύο αντίπαλοι δεν καταφέρνουν να βρεθούν κάτω από τα 110 γρ./χλμ. Το μεγάλο πλεονέκτημα του υβριδικού συστήματος (συνεχίζει να) ξεδιπλώνεται σε αστική χρήση. Εκεί όπου οι συμβατικές υλοποιήσεις χρειάζεται να ξοδέψουν μεγάλη ενέργεια στις συνεχόμενες εκκινήσεις, το υβριδικό αξιοποιεί την αποθηκευμένη ηλεκτρική ενέργεια. Από την άλλη, όταν οι αντίπαλοι της Corolla αναπτύξουν μια ταχύτητα (που μπορεί να τη διατηρεί ευκολότερα ένας υπερτροφοδοτούμενος κινητήρας), τότε αναλαμβάνουν δευτερεύοντα συστήματα, όπως η απενεργοποίηση των κυλίνδρων στο Golf ή η λειτουργία coasting, που απεμπλέκει τη μετάδοση κατά το ρολάρισμα στα αυτόματα κιβώτια των Focus και Golf, προκειμένου να περιοριστεί η κατανάλωση. Αντίθετα, το υβριδικό σύστημα σε μεσαίες ταχύτητες και άνω χρειάζεται να καταναλώνει περισσότερη ενέργεια, με ολοένα και συχνότερη εμπλοκή του βενζινοκινητήρα.

Έτσι, μέσα στην πόλη βλέπει κανείς στο ταμπλό της Corolla να ανάβει συχνά πυκνά η ένδειξη «EV» (που παραπέμπει σε αποκλειστικά ηλεκτρική κίνηση), κάτι που πλέον αφορά ολοένα και μεγαλύτερα διαστήματα, αρκεί ο οδηγός πραγματικά να νομίζει ότι υπάρχει κάποιο εικονικό αυγό κάτω από το δεξί πόδι, το οποίο δεν πρέπει επ’ ουδενί να σπάσει. Μέσα στην πόλη, λοιπόν, όπου Focus και Golf δύσκολα μπορούν να κατέβουν κάτω από τα 7 και τα 7,5 λτ./100 χλμ., αντίστοιχα, ο οδηγός της Corolla βλέπει μέσες τιμές που έχουν το 5 εμπρός, ενώ με αυτοσυγκράτηση και το πρόγραμμα eco (υπάρχουν επίσης τα προγράμματα Normal και Sport, που προσφέρουν περισσότερη ζωντάνια στην απόκριση του γκαζιού), μπορούν να μειωθούν περαιτέρω ακόμα και κατά 1 λίτρο.

Στον ανοιχτό δρόμο, όμως, η καλύτερη απόδοση ενός υπερτροφοδοτούμενου κινητήρα (πάντοτε με τα εν γένει χαρακτηριστικά των συγκεκριμένων κινητήρων, όπως τη σχεδόν εκνευριστικά επίπεδη καμπύλη απόδοσης του TSI και το μικρό εύρος λειτουργίας ενός ντίζελ) με τη συμπαράσταση μιας πυκνής κλιμάκωσης από το κιβώτιο, περιορίζει το προβάδισμα του υβριδικού συστήματος, και οι τιμές της μέσης κατανάλωσης των Focus και Golf πλησιάζουν η μία στην άλλη. Από εκεί και πέρα, όσο οι συνθήκες γίνονται πιο απαιτητικές, είτε αυτό αφορά έναν πιο σβέλτο ρυθμό, μία ορεινή διαδρομή ή ένα ταξίδι στην εθνική με αρκετή κίνηση και συχνά προσπεράσματα, τότε είναι που Focus και Golf στέκονται απόλυτα στο ύψος των περιστάσεων. Την ίδια ώρα, η Corolla παύει να είναι πιο οικονομική, και σου δείχνει με τον τρόπο της ότι πρέπει να υιοθετήσεις τη φιλοσοφία της, κάτι που οφείλεται κατά κύριο λόγο στη λειτουργία του κιβωτίου της, το οποίο δεν μπορεί να ακολουθήσει το ρυθμό επιτάχυνσης των άλλων δύο.

Οι οδηγικές αποχρώσεις

Όλα τα παραπάνω έχουν τον ανάλογο «χρωματισμό» από την ανάρτηση και το μηχανολογικό υπόβαθρο του κάθε αυτοκινήτου. Η Corolla θα λέγαμε ότι είναι το ιδανικό όχημα για αστική χρήση. Ξεδιπλώνει μια μεταξένια αίσθηση, που δεν προκύπτει μόνο από τη γραμμικότητα του κιβωτίου στα ατελείωτα «σταμάτα-ξεκίνα» της κίνησης (όταν αυτά των Focus και Golf επιδεικνύουν συγκριτικά μια πιο απότομη και «σκαλωτή» συμπεριφορά σε χαμηλές αστικές ταχύτητες) και από την απαράμιλλη ησυχία που εξασφαλίζει η εμπλοκή της ηλεκτροκίνησης, αλλά και από την εξαιρετική ρύθμιση της νέας ανάρτησης (ακόμα ένας κατασκευαστής που αναγνωρίζει τα πλεονεκτήματα μιας διάταξης πολλαπλών συνδέσμων), που λες και εξελίχθηκε ειδικά για τους σπασμένους δρόμους των ελληνικών πόλεων. Μπορεί ένα C-HR να έχει ελαφρώς πιο σπορτίφ ρυθμίσεις, ουδέποτε όμως μας έλειψε κάτι τέτοιο στην Corolla.

Γραμμικότητα χαρακτηρίζει και το τιμόνι της, το οποίο έχει σαφώς καλύτερη αίσθηση από του απερχόμενου Auris, αλλά το Focus προσφέρει περισσότερη πληροφόρηση, ενώ εκείνο του Golf είναι ιδιαίτερα καλοζυγισμένο. Τα φρένα της Corolla διατηρούν αυτήν την περίεργη αίσθηση που συναντάμε συνήθως σε υβριδικά αυτοκίνητα (μια αρχική υστέρηση διαδέχεται μια απότομη αμεσότητα). Το Focus θα ικανοποιήσει και τον πλέον απαιτητικό με την αποτελεσματικότητα (σαφές προβάδισμα με 52,9 μ. για την ακινητοποίηση από τα 120 χλμ./ώρα, έναντι 56 μ. της Corolla και 57,1 μ. του Golf) και την εξαιρετική αμεσότητα του συστήματος πέδησης, το οποίο στις αυτόματες εκδόσεις διαθέτει έναν ηλεκτρικό ενισχυτή δύναμης πέδησης – αυτό σημαίνει ότι το μεσαίο πεντάλ δεν είναι άμεσα συνδεδεμένο με κάποιο υδραυλικό κύκλωμα, αλλά με ένα ποτενσιόμετρο, το οποίο μεταδίδει τις εντολές στο κύκλωμα των φρένων.

Αν χαρακτηρίσεις μεταξένια την ανάρτηση της Corolla, τότε το επίθετο που ταιριάζει στο Golf είναι «ισοπεδωτικό», μιας και στην προκειμένη περίπτωση διαθέτει πίσω τη διάταξη των τεσσάρων συνδέσμων. Διατηρώντας εξαιρετική κύλιση, εμπνέει μεγάλη σιγουριά στις παρατεταμένες γρήγορες καμπές και καταφέρνει να είναι αρκούντως ευέλικτο σε πιο σφιχτές διαδρομές.

Εκεί βέβαια αρχηγός παραμένει το Focus, όπου από την πρώτη στιγμή αντιλαμβάνεσαι (αλλά δεν ενοχλείσαι) τις σφιχτότερες ρυθμίσεις της έκδοσης ST Line. Είναι το πλέον πρόθυμο στις συνεχείς εναλλαγές πορείας, κάτι που διευκολύνεται από τη ζωντάνια της ουράς (μέχρις εκεί όμως, αφού το ESP δεν απενεργοποιείται πλήρως, κάτι που παραδόξως γίνεται στην Corolla). Εξαιρετικά καλοδουλεμένος ο ημιάκαμπτος άξονάς του, αλλά στο τέλος της ημέρας δεν μπορείς να μη βγάλεις το καπέλο στη σωστή υλοποίηση διατάξεων με πολλούς συνδέσμους.

Το υπόλοιπο πακέτο

Θέλοντας να δώσουμε περισσότερη βάση στις μηχανολογικές διαφορές και στο πώς αυτές μεταφράζονται στην καθημερινή χρήση, αφήσαμε για το τέλος τα πιο χειροπιαστά στοιχεία. Οι αυξημένες διαστάσεις της Corolla (σε σχέση με του Auris) έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στο μάτι, παρά στους προσφερόμενους χώρους για τους επιβάτες, οι οποίοι είναι αρκετά καλοί, αλλά υπολείπονται ελαφρώς σε σχέση με τις πιο ευρύχωρες καμπίνες των άλλων δύο. Το ίδιο ισχύει και για το σχετικά ακανόνιστου σχήματος πορτ μπαγκάζ, το οποίο διατηρήθηκε στα 361 λίτρα (η μπαταρία του υβριδικού συστήματος βρίσκεται κάτω από τα πίσω καθίσματα), ενώ αυτά των Focus και Golf βρίσκονται στα 375 (με κιτ επισκευής) και στα 380 λίτρα, αντίστοιχα. Ανάλογη είναι η κατάσταση σε ό,τι έχει να κάνει με τις θήκες για μικροαντικείμενα, ενώ σε κάθε περίπτωση το Golf διατηρεί αυτόν το σχεδόν μοναδικό χαρακτήρα φιλικότητας, αφού ακόμα και σε πρώτη επαφή νομίζεις ότι είναι το προσωπικό σου όχημα.

Σημεία των καιρών

Σε αυτήν την πολυσυλλεκτική παρέα δεν μπορείς να επιλέξεις με βάση την οδηγική πεπατημένη, η οποία πάντως για τους πιο σκληροπυρηνικούς παραμένει το Ford Focus, με το σπορτίφ χαρακτήρα της έκδοσης ST Line. Θα προσπεράσουμε τα αισθητικά κριτήρια, όπου το μάτι δεν έλκεται από την ήπια εικόνα του Golf και θέλοντας και μη μένει κολλημένο στην απροσδόκητα επιθετική Corolla, καθώς μεγαλύτερη σημασία θεωρούμε ότι έχει η αποστομωτική της αποτελεσματικότητα, αρκεί να υιοθετήσεις τους ρυθμούς της. Έτσι, είναι και ιδιαιτέρως οικονομική, αν και, σε ένα ευρύτερο πλαίσιο χρήσης με μεγάλες ετήσιες χιλιομετρικές αποστάσεις, το πετρελαιοκίνητο Focus έχει το αυτονόητο πλεονέκτημα, υπό κανονικές (νομοθετικές) συνθήκες. Αν όμως ζητάς μια χρυσή τομή χωρίς ενθουσιασμούς ή απογοητεύσεις, τότε το συγκεκριμένο Golf προσφέρει με λογικό κόστος ένα καλό μηχανολογικό πακέτο οικονομικού κινητήρα και αυτόματης μετάδοσης, εξαιρετική ποιότητα κύλισης και επαρκέστατους χώρους, διανθισμένους με άφθονες δόσεις χρηστικής φιλικότητας και ποιότητας._4T


TOYOTA COROLLA 1.8 HYBRID ΥΠΕΡ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΣΕ ΑΣΤΙΚΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ /ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ /ΑΝΕΣΗ ΚΑΤΑ ΚΙΒΩΤΙΟ


FORD FOCUS 1.5D 120 PS AUTO ΥΠΕΡ ΣΠΟΡΤΙΦ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ (ST LINE) /ΦΡΕΝΑ, ΤΙΜΟΝΙ /ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ ΚΙΒΩΤΙΟΥ /ΗΧΟΜΟΝΩΣΗ /ΧΩΡΟΙ ΚΑΤΑ TIMH


VW GOLF 1.5 TSI 130 PS DSG ΥΠΕΡ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΚΥΛΙΣΗΣ /ΤΙΜΗ /ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ /ΕΡΓΟΝΟΜΙΑ /ΧΩΡΟΙ ΚΑΤΑ «ΑΧΡΩΜΟΣ» ΚΙΝΗΤΗΡΑΣ


Infotainment wars Toyota Corolla Toyota Touch and Go 2

Ο πρωταγωνιστής της δοκιμής έρχεται με το γνωστό σύστημα Touch and Go της ιαπωνικής εταιρείας. H οθόνη αφής των 8 ιντσών βρίσκεται τοποθετημένη στο μέσο της κεντρικής κονσόλας και περιστοιχίζεται από πλήκτρα αφής και δύο περιστροφικούς διακόπτες, για τη γρήγορη μετακίνηση μεταξύ των μενού. Από πλευράς συνδεσιμότητας, το αυτοκίνητο είναι εφοδιασμένο με μία θύρα USB και μία AUX σε βύσμα mini-jack, ενώ υποστηρίζεται ασύρματη σύνδεση μέσω bluetooth και Wi-Fi. Δυστυχώς, η Toyota έχει αποφασίσει να ακολουθήσει το δικό της δρόμο σε ό,τι αφορά τη συνδεσιμότητα με τα smartphones, και δεν υπάρχει συμβατότητα ούτε με το CarPlay της Apple ούτε με το Android Auto. Οι μόνες επιλογές που παρέχονται είναι το MirrorLink ή το MiraCast, για όσες συσκευές το υποστηρίζουν. Η Toyota προσπαθεί να αντισταθμίσει αυτήν την επιλογή προσφέροντας δικές της εφαρμογές και ένα δικό της web browser -αν και εφόσον έχετε ενεργοποιήσει τη λειτουργία του Wi-Fi-, όμως η ποιότητα των εφαρμογών και η απόκρισή τους δεν μπορεί να συγκριθεί με εκείνη των αμιγών mobile εφαρμογών των smartphone. Σε ό,τι αφορά την αναπαραγωγή πολυμέσων, μπορείτε πολύ εύκολα να έχετε μουσική από το κινητό, τόσο ενσύρματα όσο και ασύρματα, μουσική από κάποιο USB flash drive και, όπως και στις άλλες δύο περιπτώσεις, είναι εφικτή και εδώ η αναπαραγωγή αρχείων flac υψηλής ανάλυσης για τους audiophile. Στο μεγάλο πακέτο το Touch and Go υποστηρίζει και πλοήγηση, η οποία δεν ήταν ενεργοποιημένη στο αυτοκίνητο της δοκιμής, οπότε δεν μπορέσαμε να την αξιολογήσουμε. Μικρές αλλά ευχάριστες πινελιές είναι η δυνατότητα αλλαγής της χρωματικής παλέτας του UI, το αναλυτικό trip computer με πλήρες ιστορικό κατανάλωσης, διάγραμμα ροής της ενέργειας στο υβριδικό σύστημα και η υποστήριξη ελληνικής φωνητικής αναγνώρισης. Η κάμερα οπισθοπορείας έχει καλή ανάλυση, αλλά στερείται ηχητικών ειδοποιήσεων. Η νέα Corolla προσφέρει και Head-Up Display, το οποίο μάλιστα προβάλλει τις πληροφορίες στο παρμπρίζ, αλλά είναι διαθέσιμο μόνο στην ακριβότερη έκδοση Sport του 2λιτρου μοντέλου. Συνολικά θα περιμέναμε έναν πιο high-tech χαρακτήρα από το σύστημα της Toyota, που δείχνει να μην ακολουθεί τις τάσεις της εποχής με τον ανάλογο ρυθμό που το κάνει στους άλλους τομείς του αυτοκινήτου.

Τεχνικά Χαρακτηριστικά Οθόνη: LCD αφής 8.0’’ Αριθμός ηχείων: Έως 9 με subwoofer Ισχύς: -Συνδεσιμότητα: 1xUSB, 1xAUX, Bluetooth, Wi-Fi Πλοηγός: Έξτρα Κόστος αναβάθμισης: Δωρεάν τα 3 πρώτα έτη


VW Golf Composition Media

Η VW μπορεί να πειραματίζεται με τις εκδόσεις του συστήματος ICE που ενσωματώνει στα διάφορα μοντέλα της, όμως σε κάθε περίπτωση φροντίζει ώστε η εμπειρία χρήσης να είναι ομοιογενής, κάτι που διευκολύνει τους πελάτες της που προέρχονται από διαφορετικά μοντέλα. Στην προκειμένη περίπτωση, το Golf της δοκιμής ήταν εξοπλισμένο με το σύστημα Composition Media. Καρδιά του συστήματος η οθόνη αφής διαγωνίου 8 ιντσών, που βρίσκεται ενσωματωμένη στο μέσο της κεντρικής κονσόλας. Από πλευράς user interface, το Composition Media είναι σαφώς το πιο μινιμαλιστικό και σύγχρονο, και ταυτόχρονα το πιο γρήγορο σε απόκριση. Σε αυτό βοηθάει πάρα πολύ και ο proximity sensor, που προετοιμάζει το UI για την επόμενη κίνηση του χρήστη μόλις το δάχτυλο πλησιάσει την οθόνη σε απόσταση μερικών χιλιοστών. Υπερπλήρης είναι και η υποστήριξη σε ό,τι αφορά τη συνδεσιμότητα με τα smartphone, καθώς υπάρχει συμβατότητα και με το CarPlay της Apple και με το Android Auto και με MirrorLink, επομένως θα βρείτε τρόπο να συνδέσετε το κινητό σας ενσύρματα με το αυτοκίνητο, όποια συσκευή και αν έχετε στην κατοχή σας, και να εκμεταλλευτείτε τις mobile εφαρμογές. Ο βασικός εξοπλισμός πάντως προσφέρει μία θύρα USB, μία θύρα AUX σε βύσμα mini-jack καθώς και μία θύρα SD – μέσω της οποίας μπορείτε να δείτε φωτογραφίες στην οθόνη. Πάνω από το μέσο όρο ήταν και η απόδοση του ηχοσυστήματος, το οποίο χρησιμοποιεί συνολικά 8 μονάδες ηχείων με ισχύ 80 Watt, ενώ και εδώ υπήρχε η δυνατότητα αναπαραγωγής αρχείων flac υψηλής ανάλυσης, με το καλύτερο και πιο γρήγορο file browser μεταξύ των τριών συστημάτων της δοκιμής. Τι μας έλειψε; Ο πλοηγός, που δεν υποστηρίζεται σε αυτήν την έκδοση, οι φωνητικές εντολές, που και αυτές απαιτούν ξεχωριστή ενεργοποίηση, καθώς και η κάμερα οπισθοπορείας, μιας και υπάρχουν μόνο σχηματικοί οδηγοί πορείας με ηχητικές ειδοποιήσεις.

Τεχνικά Χαρακτηριστικά Οθόνη: LCD 8’’ Αριθμός ηχείων: Έως 8 Ισχύς: 4×20 Watt Συνδεσιμότητα: 1xUSB, 1xAUX, 1xSD Card, Bluetooth Πλοηγός: Έξτρα Κόστος αναβάθμισης:


Ford Focus Ford SYNC 3

Παρόλο που η Ford έχει αποδείξει πολλές φορές ότι έχει καλή σχέση με την τεχνολογία και είναι ανάμεσα στις πρώτες εταιρείες που φέρνουν τις τεχνολογίες των premium μοντέλων ακόμα και στα πιο μικρά τους αυτοκίνητα, υπάρχουν κάποια πράγματα που δεν κινούνται με την ταχύτητα που θα θέλαμε. Και εξηγούμαστε: Κάνοντας την πρώτη βόλτα με το Ford Focus, στην οποία θα ενεργοποιήσετε τον πλοηγό, μια πρώτη διευκόλυνση προσφέρει το Head-Up Display, που προβάλλει (σε μια πλαστική οθόνη που αναδύεται από την καλύπτρα των οργάνων) μια γκάμα πληροφοριών. Ιδιαίτερα ευκρινής είναι και η κάμερα οπισθοπορείας, με τρεις επιλογές οπτικού εύρους, ηχητικά σήματα και οδηγούς κατεύθυνσης. Ταυτόχρονα έκπληξη προξενεί η απόδοση του στάνταρντ ηχοσυστήματος με τα 6 ηχεία (έξτρα προσφέρεται το μεγαλύτερο σύστημα της B&O με 10 ηχεία), τα οποία θα σας κάνουν να γνωριστείτε ξανά με αγαπημένες σας μελωδίες. Ειδικά αν επιλέξετε να παίξετε αρχεία flac υψηλής ανάλυσης από κάποιο USB stick ή εξωτερικό σκληρό δίσκο, θα αποδράσετε από τις έγνοιες σας, ακόμα και στις βαρετές καθημερινές διαδρομές εντός της πόλης. Στον αντίποδα, το interface του Ford SYNC 3 θα σας προσγειώσει κάπως απότομα στην πραγματικότητα, καθώς η σχεδίασή του είναι εντελώς βαρετή και ανέμπνευστη, βγαλμένη θαρρείς από λειτουργικό σύστημα της δεκαετίας του ‘90, ενώ η απόκριση της οθόνης αφής θα σας θυμίσει smartphone πενταετίας. Παράλληλα, εξακολουθούμε να απορούμε με την απουσία υποστήριξης της ελληνικής γλώσσας από τα μενού. Τουλάχιστον η υποστήριξη CarPlay και Android Auto σημαίνει ότι μπορείτε να γλιτώσετε από το UI της Ford, αρκεί να συνδέσετε το κινητό σας ενσύρματα, χρησιμοποιώντας μία από τις δύο παρεχόμενες θύρες USB.

Τεχνικά Χαρακτηριστικά Οθόνη: LDC αφής 8.0’’ Αριθμός ηχείων: Έως 10 με subwoofer Ισχύς: Έως 675 Watt Συνδεσιμότητα: 2xUSB, Bluetooth Πλοηγός: Χάρτες της Ευρώπης με δυνατότητα αναβάθμισης Κόστος αναβάθμισης: Δωρεάν από τον πελάτη, επί πληρωμή στο συνεργείο


ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΘΑΝΟΣ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ


ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ

Ακολουθήστε το 4troxoi στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

ΤΙΜΕΣ - ΤΕΧΝΙΚΑ