Το επιτυχημένο «ground effect» μονοθέσιο που στα τέλη της δεκαετίας του ’70 έφερε τις πρώτες νίκες και τους πρώτους παγκόσμιους τίτλους στην ομάδα του Frank Williams.
Στις αρχές του 1978 ήταν φανερό ότι η «ανυποληψία» του Frank Wiiliams στη Formula 1 είχε αποκτήσει ημερομηνία λήξης, αφού υπήρχε πλέον ένας πολύ δυνατός χορηγός από οικονομικής πλευράς, που δεν ήταν άλλος από τους βαθύπλουτους ιδιοκτήτες της σαουδαραβικής αεροπορικής εταιρείας «Saudia». «Ο Frank βρήκε πετρέλαιο!» έλεγαν γι αυτόν όσοι τον ήξεραν, πιστεύοντας ίσως πως ούτε αυτή τη φορά θα κατάφερνε να διακριθεί. Ο καταξιωμένος στις ημέρες μας ιδιοκτήτης της Williams είχε ξεκινήσει γεμάτος ελπίδες τη σταδιοδρομία του ως ιδιοκτήτης αγωνιστικής ομάδας της Formula 1 το 1969. Όμως, όλες οι προσδοκίες διαψεύστηκαν με τον πιο τραγικό τρόπο στο Zandvoort το 1970, όπου ο οδηγός του έχασε τη ζωή του παγιδευμένος στις φλόγες του μονοθεσίου του, ύστερα από μια καταστροφική έξοδο. Από τις ημέρες εκείνες και έως τις αρχές του 1978 οι αποτυχημένες προσπάθειες διαδέχονταν η μία την άλλη και είναι θαύμα το ότι ο Frank δεν τα παράτησε. Μεταξύ πολλών άλλων, μόνιμο πρόβλημά του ήταν το οικονομικό. Κάποτε, προσπαθώντας να αποφύγει ένα πιλότο στον οποίο χρωστούσε λεφτά, κρύφτηκε για ώρες πάνω σε ένα δένδρο. Μιαν άλλη φορά, αναγκάστηκε να πουλήσει το παντελόνι του, προκειμένου να ανεφοδιάσει με βενζίνη το αυτοκίνητό του και να φτάσει σε κάποιο αγώνα.
Για το πρωτάθλημα του 1978 η Williams ετοίμασε ένα μονοθέσιο, βαμμένο στο λευκό-πράσινο χρώμα του νέου οικονομικού υποστηρικτή της, το οποίο κλήθηκε να οδηγήσει ο έμπειρος Αυστραλός πιλότος Alan Jones. Μπορεί η στατιστική εκείνης της χρονιάς να μην ήταν εντυπωσιακή, καθώς η «FW06» αποκόμισε μόνο 11 βαθμούς με καλύτερο αποτέλεσμα τη δεύτερη θέση στο Watkins Glenn, ωστόσο η συνολική εικόνα της ομάδας στα αυτοκινητοδρόμια της Formula 1 δεν είχε καμιά σχέση με το αρνητικό σε όλα τα επίπεδα παρελθόν της. Το 1979 σχεδόν όλα τα αυτοκίνητα στις εκκινήσεις των Grand Prix είχαν υιοθετήσει το σχεδιασμό της παγκόσμιας πρωταθλήτριας Lotus, ακολουθώντας το παράδειγμά της με την εκμετάλλευση του φαινομένου «venturi» μέσω της προηγμένης αεροδυναμικής του «ground effect». To ίδιο έκανε και ο Frank Williams, διαθέτοντας πλέον και δεύτερο μονοθέσιο, το οποίο ανέλαβε να κυβερνήσει ο πολύπειρος Ελβετός Clay Regazzoni. Το νέο αυτοκίνητο, που σχεδίασε ο Πάτρικ Χεντ, παρουσιάστηκε στον πέμπτο αγώνα της χρονιάς στη Jarama της Ισπανίας. Η «FW07», όπως κωδικοποιήθηκε, δεν άργησε να δείξει με τη συμπεριφορά της στην πίστα ότι συνδύαζε τέλεια την «ground effect» αεροδυναμική με τον κινητήρα Cosworth V8.
Η πρώτη νίκη στην ιστορία της Williams ήρθε στην πέμπτη μόλις συμμετοχή της «FW07», στο Silverstone, δια χειρός Κλέι Ρεγκατσόνι. Ήταν μια μεγάλη ημέρα για τον σαστισμένο από τη χαρά του Φρανκ, καθώς με αυτήν τα «πέτρινα χρόνια» του στη Formula 1 είχαν τελειώσει με τον πιο επίσημο τρόπο. Την επιτυχία αυτή διαδέχθηκε ένα «σερί» τριών συνεχόμενων νικών του μονοθεσίου, τη φορά αυτή με οδηγό τον Alan Jones. Πολύ σύντομα έγινε φανερό ότι ο συνδυασμός θα μπορούσε ακόμη και να κατακτήσει το παγκόσμιο πρωτάθλημα, αν το τότε ισχύον βαθμολογικό σύστημα δεν ήταν τόσο περίεργο: Οι 16 αγώνες είχαν χωριστεί σε δύο περιόδους των οκτώ, για κάθε μία από τις οποίες «μετρούσαν» στην κατάταξη των οδηγών τα τέσσερα καλύτερα αποτελέσματα. Με αυτή τη μέθοδο και όπως είχαν έρθει τα πράγματα μέχρι τότε, οι πιλότοι της Ferrari είχαν το πλεονέκτημα, αφού ακόμη κι αν ο Τζόουνς κέρδιζε όλους τους αγώνες της δεύτερης περιόδου δε θα μπορούσε να τους ξεπεράσει σε βαθμούς.
Στο τέλος της χρονιάς ο Αυστραλός ήταν τρίτος στη τελική κατάταξη, ενώ η Williams δεύτερη στο πρωτάθλημα των κατασκευαστών. Η ομάδα είχε διαγράψει μια λαμπερή τροχιά και όλα τα στελέχη της, από τους οδηγούς έως τους σχεδιαστές και τους μηχανικούς της, πίστευαν ότι δεν ήταν πλέον μακριά η στιγμή που θα κυριαρχούσαν ολοκληρωτικά στη Formula 1. Όπως και συνέβη…
Το 1980 ο Κλέι Ρεγκατσόνι έφυγε για την Εnsign και τον Άλαν Τζόουνς ανέλαβε να πλαισιώσει ο Κάρλος Ρόιτμαν, που μετακινήθηκε στη Williams προερχόμενος από τη Lotus. Aυτή τη φορά η βρετανική ομάδα ήταν ξεκάθαρα το φαβορί, κάτι που ο Αυστραλός πιλότος φρόντισε να επιβεβαιώσει με τη νίκη του στον πρώτο αγώνα της χρονιάς. Οι συσχετισμοί είχαν αισθητά αλλάξει σε σύγκριση με το 1979, αφού η πρωταθλήτρια Ferrari δεν κατάφερε να αναπτύξει ένα ανταγωνιστικό μονοθέσιο, ικανό να υπερασπιστεί τον τίτλο της. Αντίθετα, η «312Τ5» ήταν ένα από τα χειρότερα αγωνιστικά της ιστορίας της και το μόνο που κατάφερε ήταν να εκθέσει το εκπληκτικό δίδυμο των οδηγών της. Στον αντίποδα, είχαν ισχυροποιηθεί ιδιαίτερα οι Renault Turbo και οι Ligier, ενώ πρωταγωνιστικό ρόλο είχε αναλάβει το δίδυμο Βrabham-Πικέ που προηγούμενα δεν το υπολόγιζε κανείς. Ουδείς όμως από τους προαναφερθέντες δε μπόρεσε να ανακόψει την πορεία της Williams προς την κορυφή, η οποία λόγω των πιστών στο Ισλάμ χορηγών της είχε αντικαταστήσει στο βάθρο των νικητών την παραδοσιακή σαμπάνια με την αφρώδη πορτοκαλάδα. Στις 5 Οκτωβρίου 1980 ο Φρανκ Γουίλιαμς αναδείχθηκε και τυπικά νικητής του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Κατασκευαστών, ενώ ο Άλαν Τζόουνς με μια άνευ βαθμολογικής σημασίας νίκη στον τελευταίο αγώνα ήταν και επίσημα ο πρώτος Αυστραλός παγκόσμιος πρωταθλητής από την εποχή του Τζακ Μπράμπαμ.
Η επόμενη χρονιά χαρακτηρίστηκε επίσης από την ανωτερότητα του μονοθεσίου της Williams, με τη Ferrari να έχει μπει σε φάση ανάκαμψης χωρίς ακόμη βλέψεις τίτλου και με τους υπόλοιπους πρωταγωνιστές να μη διαφοροποιούνται σε σχέση με το 1980. Ωστόσο, το πρωτάθλημα οδηγών χάθηκε, εξαιτίας της αντιπαλότητας του Άλαν Τζόουνς με τον Κάρλος Ρόιτμαν. Ο Αργεντινός, ξέροντας ότι βρίσκεται στη δύση της σταδιοδρομίας του και διαθέτοντας ένα εξαιρετικό μονοθέσιο αποφάσισε να αποποιηθεί το ρόλο του «άτυπου δεύτερου» και να διεκδικήσει τον τίτλο από τον Αυστραλό. Η αντιπαράθεσή τους μπορεί να μην έφτασε σε ένταση την αντίστοιχη των Σένα-Προστ των επόμενων ετών, όμως η ατμόσφαιρα δεν έπαυε να είναι ηλεκτρισμένη για πολλούς μήνες, με αποκορύφωμα το Grand Prix του Βελγίου στην πίστα του Ζolder. O Φρανκ Γουίλιαμς δεν πήρε ποτέ ξεκάθαρη θέση υπέρ του ενός ή του άλλου, ίσως και επειδή δε φοβόταν μήπως εξαιτίας αυτών όλων στερηθεί την κατάκτηση του δεύτερου συνεχόμενου παγκόσμιου τίτλου των κατασκευαστών. Κάτι τέτοιο βέβαια δε συνέβη, ωστόσο χάρις στη διένεξη των πιλότων της βρετανικής ομάδας ο Νέλσον Πικέ με την Βrabham-Cosworth βρήκε πρόσφορο έδαφος και κατέκτησε το πρωτάθλημα οδηγών στον τελευταίο αγώνα, με διαφορά μόλις ένα βαθμό από τον Κάρλος Ρόιτμαν.
Οι δύο πρωταγωνιστές στον «εμφύλιο» του 1981 έμελλε να μην οδηγήσουν άλλο τύπο μονοθεσίου της Williams, αφού ο Τζόουνς μετά τη νίκη του με την «FW07» στο Caesars Pallace αποσύρθηκε από τη Formula 1 για να επιστρέψει πρόσκαιρα ύστερα από λίγα χρόνια με άλλη ομάδα, ενώ ο Ρόιτμαν εγκατέλειψε αιφνιδιαστικά την ενεργό δράση μετά το Grand Prix Bραζιλίας του 1982 και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Στον επόμενο αγώνα, στο Long Beach, τον αντικατέστησε ο παγκόσμιος πρωταθλητής του 1978 Μάριο Αντρέτι. Αυτή ήταν και η τελευταία συμμετοχή της «FW07» στη Formula 1, καθώς από το Grand Prix του Βελγίου στο Zolder η Williams συνέχισε στην αγωνιστική της δράση με την «FW08». Όμως και αυτός ακόμη ο τελευταίος της αγώνας αποδείχθηκε καθοριστικός, αφού χωρίς τους έξι βαθμούς της δεύτερης θέσης που κατέκτησε με αυτήν ο Κέκε Ρόσμπεργκ σε εκείνο το Grand Prix δε θα είχε κερδίσει το Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Οδηγών του 1982. Το δίχως άλλο, το πρώτο επιτυχημένο μονοθέσιο της Williams ήταν ένα από τα σημαντικότερα στην ιστορία της Formula 1 με βάση τη σημειολογία των γεγονότων κι ας υπάρχουν πολλοί που διαφωνούν με αυτό…
Δείτε στο επισυναπτόμενο αρχείο pdf τους τίτλους και τη στατιστική του μονοθεσίου στους αγώνες που έλαβε μέρος, καθώς και τα βασικά τεχνικά χαρακτηριστικά του.