top icon
Επικαιρότητα

Συνέντευξη: Γιάννης Πετρίδης

Μια ζωή «από τις 4 στις 5»: Η ζεστή φωνή του Γιάννη Πετρίδη συντροφεύει εδώ και σαράντα χρόνια τα απογεύματά μας με τις ραδιοφωνικές του εκπομπές, έχοντας μυήσει ολόκληρες γενιές στην ποιοτική ξένη μουσική, και συνεχίζει σήμερα με το ίδιο πάθος.

Μια ζωή «από τις 4 στις 5»: Η ζεστή φωνή του Γιάννη Πετρίδη συντροφεύει εδώ και σαράντα χρόνια τα απογεύματά μας με τις ραδιοφωνικές του εκπομπές, έχοντας μυήσει ολόκληρες γενιές στην ποιοτική ξένη μουσική, και συνεχίζει σήμερα με το ίδιο πάθος.

 

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: ΜΙΧΑΛΗΣ ΣΤΑΥΡΟΠΟΥΛΟΣ

 

Πώς ξεκίνησε η σχέση σας με τη μουσική;

Μεγάλωσα σε μια οικογένεια τη δεκαετία του 50, στην οδό Ζήνωνος, στο κέντρο της Αθήνας. Κάποιες θείες από την πλευρά της μητέρας μου, η οποία είχε καταγωγή από την Ιταλία, παρέδιδαν μαθήματα πιάνου. Έτσι, κάθε μέρα άκουγα τα μαθήματα που έκαναν τα άλλα παιδιά. Παρ ότι δεν προχώρησα ο ίδιος να μάθω πιάνο ή κάποιο άλλο όργανο, αγάπησα τη μουσική με ένα διαφορετικό τρόπο, γνωρίζοντας την ιστορία της και τους δημιουργούς της.

 

Με ποιον τρόπο έφτανε τότε η πληροφορία για τις μουσικές εξελίξεις από το εξωτερικό;

Κατ αρχάς, είχα κάποια μεγαλύτερα ξαδέλφια που άκουγαν ξένη μουσική (ροκ εντ ρολ κτλ.), εκεί, στα τέλη της δεκαετίας του 50. Ήταν μια εποχή που εγώ δε συνειδητοποιούσα τι συνέβαινε με τον τρόπο που συνέβαινε. Κάποια στιγμή μου έκαναν δώρο ένα ραδιόφωνο και, πέρα από το Δεύτερο Πρόγραμμα που άκουγα, άρχισα να ψάχνω ξένους σταθμούς. Έτσι, είχα βρει το Radio Luxembourg, το Radio Caroline, το BBC, τους αμερικάνικους σταθμούς, και άρχισα να παρακολουθώ τις εξελίξεις μέσω του ραδιοφώνου. Τότε έμενα στην Κυψέλη. Κατέβαινα στην Ομόνοια και ψαχνόμουν σε κάτι περίπτερα με ξένο Τύπο, να διαβάσω για τα ονόματα που άκουγα. Υπήρχε τότε ένα αμερικάνικο περιοδικό που λεγόταν «Hit Parader», το οποίο ήταν πολύ νεανικό, ποπ. Δε με πείραζε αυτό, καθώς ήταν πολύ νωρίς για να ξεχωρίσω τα διάφορα είδη της μουσικής. Ήμουν τυχερός, καθώς τα άκουγα όλα χωρίς να έχω κάποιον να με καθοδηγεί, που να μου λέει ότι δεν πρέπει να ακούω το ένα ή το άλλο. Απέκτησα, λοιπόν, σιγά σιγά το δικό μου κριτήριο. Τότε υπήρχαν δυοτρία καταστήματα δίσκων. Πηγαίναμε εκεί με δυοτρεις άλλους συμμαθητές, και ακούγαμε τους νέους δίσκους.

 
Με τον Peter Hammill

Ποιος ήταν ο πρώτος δίσκος που αποκτήσατε;

Ο πρώτος μου δίσκος ήταν εκεί, στα τέλη της δεκαετίας του 50, και είναι ένα τραγούδι που έχει χαρακτηρίσει τη ζωή μου, είναι το τραγούδι μου. Πρόκειται για το Nature Boy στην εκτέλεση του Bobby Darin.

 

 

Πώς προέκυψε η ανάγκη να συλλέγετε δίσκους, κάτι που οδήγησε σε μία από τις μεγαλύτερες ιδιωτικές δισκοθήκες στον κόσμο;

Η πρώτη μου συλλογή ξεκίνησε από την ανάγκη να ακούω τα τραγούδια. Αρχικά αγόρασα ένα μπομπινόφωνο της Grundig και έγραφα μουσική από τον αμερικάνικο σταθμό της στρατιωτικής βάσης. Όταν τον ανακάλυψα, ήταν σαν να μπήκα στο χώρο των θαυμάτων, γιατί εκεί μπορούσες να ακούσεις τα hit parade, και έπαιζε όλα τα πράγματα που ακούγονταν στην Αμερική. Μετά το στρατό άρχισα να αγοράζω κάποιους δίσκους, αλλά όχι στη συχνότητα και στον αριθμό που θα αγόραζα αργότερα. Όταν έπιασα δουλειά στη Music Box, όπου έβγαζα κάποια ικανοποιητικά χρήματα, ξεκίνησα πιο εντατικά τη συλλογή, αρχικά από το Μοναστηράκι, όπου έβρισκα πάμφθηνους δίσκους από δεύτερο χέρι. Το μεγάλο όμως μέρος της δισκοθήκης μου δημιουργήθηκε τότε από αγγελίες Αμερικανών της στρατιωτικής βάσης, οι οποίοι, φεύγοντας από τη χώρα μας, πουλούσαν μεταξύ άλλων πραγμάτων και τους δίσκους τους. Έτσι, τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 70 περνούσα τα σαββατοκύριακα στη Γλυφάδα, εκεί που ζούσαν οι Αμερικανοί, αγοράζοντας σε εξευτελιστικές τιμές δίσκους που δε θα μπορούσα να βρω αλλού. Μετά άρχισα να κάνω ταξίδια στο εξωτερικό. Αρχικά στο Πορτομπέλο, στην Αγγλία, αλλά και σε διάφορες αγορές στο Παρίσι και στη Ρώμη, αντίστοιχες με το δικό μας Μοναστηράκι. Ακόμα και σήμερα συνεχίζω τη συλλογή μου, με πιο πρόσφατο ταξίδι μου αυτό στην Αμερική, τον περασμένο Ιανουάριο. Τις γνώσεις μου, πάντως, για τη μουσική δεν τις απέκτησα στα πρώτα 10-15 χρόνια της ενασχόλησής μου. Μαθαίνω ακόμα και σήμερα διαβάζοντας τον ξένο Τύπο.


Με τον Joe Cocker…

Πώς σας δόθηκε η ευκαιρία να ξεκινήσετε στο ραδιόφωνο;

Όταν υπηρετούσα τη στρατιωτική μου θητεία στη Λάρισα, μου ζητήθηκε να κάνω μια μουσική επένδυση σε ένα θεατρικό έργο που είχε ανεβάσει το τάγμα μου τα Χριστούγεννα. Γνωρίζοντας τον διευθυντή του τοπικού ραδιοφωνικού σταθμού, ξεκίνησα το 1966 να κάνω κάποιες εκπομπές, καθώς δεν υπήρχαν πολλοί που να ξέρουν να συνδυάσουν ξένη μουσική. Αφού απολύθηκα, πήγα στη Music Box με κάποιες ηχογραφημένες μου εκπομπές, μια εταιρεία στην οποία οφείλω την καριέρα μου. Ήταν από τους πρώτους που έφεραν στην Ελλάδα την καλή ξένη μουσική. Στη συνέχεια έκανα κάποιες διαφημιστικές εκπομπές της Music Box στο Δεύτερο Πρόγραμμα, και σιγά σιγά έκανα ένα όνομα. Το 1975, στη Μεταπολίτευση, ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν αρχικά διευθυντής όλης της ραδιοφωνίας (και όχι μόνο του Τρίτου Προγράμματος). Με τον επί σαράντα χρόνια συνεργάτη μου, Κώστα Ζουγρή, κάναμε μια πρόταση στον αείμνηστο Μάικ Ροζάκη των Charms, που τον γνώριζα ήδη 7-8 χρόνια από τη δισκογραφική εταιρεία. Ο Ροζάκης έδωσε την πρόταση στον Χατζιδάκι και, με τη βοήθεια του Γιώργου Παπαστεφάνου, δόθηκε το πράσινο φως για την εκπομπή.

Στην αρχή ξεκίνησε το πρωί 7 με 10. Τις τρεις ημέρες την έκανα εγώ, και τις άλλες τρεις ο Τέρενς Κουίκ. Γκαζωμένος με όλα αυτά που είχα στο μυαλό μου, άρχισα να παίζω πράγματα που δεν είχαν ακουστεί πουθενά και ήταν εξωφρενικά για το ελληνικό αυτί να τα ακούει στις 7 το πρωί! Έβαζα από Led Zeppelin μέχρι Donna Summer. Άρχισαν να γράφονται κάποια πράγματα στον Τύπο. Μας φωνάζει, λοιπόν, μια μέρα ο Χατζιδάκις, 3-4 μήνες αφότου είχε ξεκινήσει η εκπομπή, και μας λέει: «Εμένα μου αρέσουν αυτά που βάζετε, αλλά θα σας μεταφέρω σε μια ώρα που θα σας ακούνε περισσότερο οι νέοι μετά το σχολείο, ενώ αυτοί που γράφουν στις εφημερίδες θα είναι στη δουλειά τους και δε θα μπορούν να σας ακούνε…». Έμεινε, λοιπόν, ο Τέρενς Κουίκ στην πρωινή ζώνη, κάνοντας πλέον μια περισσότερο δημοσιογραφική εκπομπή, και εμείς συνεχίσαμε 4 με 5 το απόγευμα. Μου άρεσε το ότι έκανα εκπομπές στο Πρώτο Πρόγραμμα, που ήταν δημοσιογραφικός σταθμός, και για αυτό χαίρομαι που, μετά το κλείσιμο της ΕΡΤ, μου έγινε πρόταση από τον Βήμα FM (σ.σ.: καθημερινή εκπομπή 6-8 το απόγευμα στους 99,5), καθώς πάντοτε ήθελα να κάνω μια εκπομπή όχι απλώς με μουσική, αλλά ενημέρωσης, ιστορίας και ψυχαγωγίας μαζί.

 
Με τον Barry White…

Πώς ήταν η συνεργασία σας με το κρατικό ραδιόφωνο όλα αυτά τα χρόνια;

Υπήρξε μια δύσκολη περίοδος, όταν βγήκε το ΠΑΣΟΚ. Τη δεκαετία του 80 έγινε, υποτίθεται, μια πολιτιστική επανάσταση στην Ελλάδα. Ένας υπουργός της τότε κυβέρνησης είχε πει ότι εμείς δε θα αφήσουμε τους δορυφόρους να μολύνουν τους ελληνικούς ουρανούς! Έρχεται τότε ο διευθυντής του σταθμού, ένας καταπληκτικός άνθρωπος, ο Ριζιώτης, πολύ σημαντικός συνθέτης και συνεργάτης του Μάνου Χατζιδάκι, και μου λέει: «Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με την εκπομπή σου, αλλά δέχομαι πιέσεις εξαιτίας της αμερικάνικης μουσικής που βάζεις. Σκεφτήκαμε να σε βάλουμε μέρα παρά μέρα και να μη βάζεις καινούργια και αμερικάνικα, ώστε να ρίξουμε λίγο το ύφος…». Πολλοί μου είπαν να φύγω, αλλά δεν το έκανα. Έβαζα λοιπόν γαλλικά και ιταλικά τραγούδια, και τις Παρασκευές έβαζα στη ζούλα και 2-3 καινούργια τραγούδια χωρίς να το παίρνουν είδηση…

Λίγο μετά ήρθε ο διευθυντής Ραδιοφωνίας, ένας από τους πιο φωτισμένους ανθρώπους της Αριστεράς και του ελληνικού πολιτισμού, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης. Μία από τις πρώτες μέρες της θητείας του πέρασε από το στούντιο την ώρα της εκπομπής και μας ρώτησε γιατί κάνουμε το πρόγραμμα μέρα παρά μέρα. Του απάντησα πως ίσως επειδή βάζουμε μοντέρνα μουσική. Τότε φοβήθηκα ότι μάλλον θα μας έκοβαν εντελώς, γιατί τον είδα ξαναμμένο… Το επόμενο πρωινό μας πήρε η γραμματέας του και μας είπε ότι η εκπομπή μας θα ξαναγινόταν καθημερινή!

Στη διάρκεια της καριέρας μου, ήταν πολλοί εκείνοι που με κατηγορούσαν ότι προβάλλω το ξένο τραγούδι, όμως πάντα πίστευα ότι η προβολή που έκανα ήταν στο τραγούδι που θεωρούσα ότι έπρεπε να έρθει εδώ και, όταν έβαζα κάποια πράγματα, τις επιτυχίες κτλ., το έκανα με τρόπο που να καταλαβαίνει ο ακροατής αν τα εκτιμώ. Εκείνο που έχω να πω είναι ότι στην καριέρα μου οι άνθρωποι που με βοήθησαν ήταν απόλυτα δεμένοι με την ιστορία του ελληνικού πολιτισμού, όπως ο Χατζιδάκις, που ενέκρινε την εκπομπή, ο Ιάκωβος Καμπανέλλης, που την ξαναέφερε -μέχρι τη στιγμή που κόπηκε με το φασιστικό κλείσιμο της ΕΡΤ- και στη δημοσιογραφία ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο οποίος στις αρχές του 70 μεσολάβησε στον Χρήστο Πασαλάρη, τότε διευθυντή στο περιοδικό Επίκαιρα, για να πάρω μια στήλη στο περιοδικό.

 

Πώς έχει αλλάξει όλα αυτά τα χρόνια η επικοινωνία του κόσμου;

Έχω έναν αρκετά μεγάλο χώρο με επιστολές όλων των παιδιών που έγραψαν στην εκπομπή ή στο περιοδικό Ποπ & Ροκ, πολλά από τα οποία εξελίχθηκαν σε πασίγνωστα ονόματα της δημοσιογραφίας ή της πολιτικής. Η ένταση της επικοινωνίας δεν είναι ίδια με το παρελθόν, και αυτό με στενοχωρεί. Αν έβαζα κάποιο δώρο, η ανταπόκριση θα ήταν μεγαλύτερη… Όμως δε βλέπω πια την ανησυχία που είχαν οι νέοι της δεκαετίας του 70 και του 80. Το κοινό σιγά σιγά αποτραβήχτηκε από τη μουσική, και βρήκε άλλα ενδιαφέροντα. Νομίζω ότι μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 90 και λίγο πιο μετά έπαιρναν π.χ. ένα δίσκο των Pixies, των Pearl Jam ή των Nirvana, και γνώριζαν ποια είναι τα μέλη. Ποιον να ρωτήσεις της γενιάς του 70 και να μην ξέρει όλα τα μέλη των Who ή των Led Zeppelin; Σήμερα για ποιο συγκρότημα μιλάνε για τα μέλη του; Μόνο αν έχουν κάποιο lifestyle και έχουν την κάλυψη των τηλεοπτικών εκπομπών. Αυτό είναι ένα διεθνές φαινόμενο, με τη διαφορά ότι έξω υπάρχουν τα μουσικά κανάλια και περιοδικά και τα καταστήματα δίσκων που συντηρούν τους κάπως εναλλακτικούς και ψαγμένους. Αυτή είναι η εξέλιξη, δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα!

 
Με τον Bryan Ferry, τον Μίνω Αργυράκη και την Αλίκη Βουγιουκλάκη…

Πώς μπορούσατε και ισορροπούσατε τα διάφορα είδη μουσικής;

Μεγάλωσα στη δεκαετία του 50 και του 60, τότε που δεν είχαν ακόμη διαχωριστεί, ούτε εδώ ούτε έξω, τα είδη της μουσικής. Ήταν όλα αναμεμειγμένα. Αν δει κανείς το hit parade της Αμερικής και της Αγγλίας, εκείνη την εποχή το ροκ ήταν δίπλα στο RnB, ο Otis Redding ήταν δίπλα στους Blind Faith και στους Cream, και λίγο πιο κάτω ήταν η Aretha Franklin ή ο Eric Clapton. Το ίδιο και εδώ, όπου μεγάλωσα ακούγοντας Σαββόπουλο και Νέο Κύμα, και λίγο πιο πριν τη Μαίρη Λω, την Τζένη Βάνου ή τη Νάνα Μούσχουρη. Αυτά τα ακούσματα ίσως έπαιξαν το ρόλο τους μέσα μου, και κατακρίθηκα στη συνέχεια όταν το 70-τόσο έβαζα τον Barry White ή τον James Brown, λέγοντας ότι είναι οι «γκεράπηδες».

Πείτε μου, λοιπόν, τι λένε τώρα, 25 και πλέον χρόνια μετά… Εγώ όταν τα έβαζα δεν ήξερα ότι μερικές δεκαετίες μετά θα ήταν οι «πατριάρχες». Καταλάβαινα μόνος μου ότι αυτό που κάνει ήταν πρωτοποριακό και πως ήταν το ίδιο δυνατό στο χώρο του όσο και το 461 Ocean Boulevard του Eric Clapton. Άκουγα την Aretha Franklin και τα τραγούδια που έγραφε τότε ο Jerry Wexler, ως παραγωγός, το Natural Woman και το Respect, και από την άλλη τους Vanilla Fudge και το You Keep Me Hangin On.

Φυσικά, δεν μπορεί κανείς να αρνηθεί ότι το ροκ είναι το κυριότερο κίνημα μετά το 1955. Αυτήν τη στιγμή, δυστυχώς, δεν έχουμε καινούργιους συνταρακτικούς καλλιτέχνες να οδηγήσουν μια γενιά μαζικά προς το ροκ. Μέχρι το 90 ήταν το μεγάλο κίνημα, όπου είχαμε μια σειρά από τεράστια συγκροτήματα, ταυτόχρονα καλά γκρουπ και εμπορικά, όπως τους Pearl Jam, τους Nirvana, τους Soundgarden, τους Alice in Chains. Από εκεί και πέρα, το ροκ βρίσκεται σε μια ύπνωση – δεν περιμένω να με συγκλονίσει κάτι. Άλλωστε, είμαστε στην περίοδο της εικόνας και του dance.

 

Αν και αναζητάτε συνεχώς καινούργια πράγματα, όταν μέσα από την εκπομπή σας επαναλαμβάνετε συχνά ότι «όλα έχουν ειπωθεί», δε φοβάστε ότι μπορεί να παρεξηγηθείτε από τους νέους;

Έχω ήδη παρεξηγηθεί από τους νέους… Μάλιστα, ένα παιδί μού είχε γράψει στο Πρώτο Πρόγραμμα: «Είμαι δεκαοκτώ ετών, και δε θα σε ξανακούσω, γιατί συνέχεια κατηγορείς τη μουσική που ακούω», και αυτό με στενοχώρησε. Η αλήθεια είναι ότι, παρ ότι ακούω τα καινούργια, συνεχώς βρίσκω επαναλήψεις, αν και αναγνωρίζω πάρα πολλά ταλαντούχα ονόματα στη νεότερη σκηνή, όπως είναι η Amy Winehouse ή η Adele. Όμως, κάποιος ο οποίος έχει ακούσει τις μεγάλες σόουλ τραγουδίστριες της δεκαετίας του 60 θα είναι πιο αυστηρός από εμένα. Για παράδειγμα, ο Keith Richards και πολλοί άλλοι είναι πιο κολλημένοι στα παλιά, και δε θέλουν να ακούμε τίποτα καινούργιο. Όταν πιάνω τον εαυτό μου να κάνει αυτές τις συγκρίσεις, προσπαθώ να το μειώσω και να το κρατήσω για τον εαυτό μου. Έτσι, κρίνω τα καινούργια με βάση την εποχή τους.

 

Ποια είναι η κατάσταση της δισκογραφίας σήμερα;

Εδώ υπάρχει ακόμα ένας λόγος που δε γίνονται σήμερα σπουδαία πράγματα, καθώς η δισκογραφία δεν έχει εμπνευσμένους ανθρώπους. Στη δεκαετία του 50, το ροκ εντ ρολ δημιουργήθηκε από μεγάλες προσωπικότητες, από διευθυντές και παραγωγούς μικρών εταιρειών, που είχαν ακούσματα από την τζαζ του 40, τις μεγάλες ορχήστρες, τα μπλουζ, ενώ οι μαύροι, που έως τότε ήταν παραγκωνισμένοι, άρχισαν να έχουν λόγο, δημιουργώντας όλη αυτήν την πανδαισία της μουσικής που ακούγεται μέχρι σήμερα. Εκείνοι οι άνθρωποι, όταν μεγάλωσαν, άρχισαν να πουλούν τις εταιρείες τους στις πολυεθνικές. Σε αυτές τις 5-6 πολυεθνικές άρχισαν σταδιακά να έχουν το λόγο οι λογιστές, προκειμένου να φέρουν κέρδη…

 

Ποια η σχέση του μέσου αναπαραγωγής της μουσικής με τον τρόπο ακρόασης;

Τα νέα παιδιά δεν έχουν γνωρίσει τι σημαίνει η επαφή με το φυσικό προϊόν και τι σημασία είχε να αγοράσεις ένα δίσκο, να τον ακούσεις χιλιάδες φορές, να διαβάσεις τους στίχους κτλ. Θα μου πουν ότι υπάρχουν και στο Διαδίκτυο οι στίχοι. Δηλαδή, να έχεις 100.000 αρχεία και να ψάχνεις τους στίχους – δεν ξέρω… Σίγουρα με αυτήν τη διαδικασία δε δημιουργείται ο δεσμός του ακροατή με συγκεκριμένους καλλιτέχνες, παρά μόνο επιφανειακά. Τα παιδιά σήμερα ακούνε τη μουσική μέσα από συμπιεσμένο ήχο. Είναι δυνατό να απολαμβάνουν τη μουσική από τα ακουστικά τους; Η μουσική έχει τόσο ξεπέσει, ώστε να ακούγεται με αυτόν τον τρόπο; Είναι επίσης δυνατόν να βλέπουν την ταινία στο κινητό ή στην οθόνη ενός laptop;

 

Τι αξία για σας έχει η δισκοθήκη σας;

Στη δισκοθήκη αυτή βρίσκω ό,τι χρειάζομαι για τα αφιερώματα που κάνω. Όμως θέλω κάτι να κάνω, να την παραχωρήσω στο κράτος – να αποτελέσει μια κιβωτό που θα μπορούν να έχουν πρόσβαση οι πάντες.

 

Παρ όλα αυτά, δε θέλετε να αναφέρεστε στο μέγεθός της…

Ξέρετε, ήρθε πριν από λίγο καιρό ένα παιδί και μου είπε ότι έχει όλα τα top 40 της Αμερικής, οπότε σήμερα μπορεί ο οποιοσδήποτε να αποκτήσει ψηφιακά τη δισκοθήκη που έχω. Ο καθένας από εμάς την έχει στο Διαδίκτυο. Η δική μου δισκοθήκη έχει άλλη αξία, του εξωφύλλου, του φυσικού προϊόντος. Ακόμα και τα CD έχουν τη δική τους αξία.

 

Σας ενοχλεί η ιδέα ότι όσα αποκτήσατε με κόπο τόσων ετών είναι προσβάσιμα σήμερα στον καθένα;

Όχι, καθόλου, γιατί πριν από το αρχείο μου είναι όλα όσα έχω στο μυαλό μου, ο τρόπος που συνδυάζω τα πράγματα. Δε φτάνει απλώς ένα αρχείο, είναι και το πώς το διαχειρίζεσαι. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν πολλά αξιόλογα παιδιά που κάνουν εκπομπές με το δικό τους στυλ. Και, δυστυχώς, σε μια εποχή που κυριαρχεί η playlist, δεν τους δίνεται η ευκαιρία να δείξουν τις δυνατότητές τους και να βγάλουν τα πράγματα που αισθάνονται. Βέβαια, αναφέρομαι σε τριαντάρηδες τουλάχιστον. Μακάρι να υπάρξουν 17άρηδες που να ψάχνονται σε αυτόν το χώρο…_ 4Τ

5 τραγούδια για το δρόμο από τον Γιάννη Πετρίδη

Ακολουθήστε το 4troxoi στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

ΤΙΜΕΣ - ΤΕΧΝΙΚΑ