top icon
Blog

Έλληνες ολιγάρχες: Οι διεθνείς… προξενήτρες

Είναι πραγματικοί ολιγάρχες οι Έλληνες μεγαλοεπιχειρηματίες; Ή μήπως είναι κάτι άλλο, πολύ πιο ταπεινό από ό,τι ο μύθος τους ορίζει;

Μυστηριωδώς η λέξη δε μας φέρνει στο νου την ολιγαρχία του Αριστοτέλη, αλλά τους Ρώσους ολιγάρχες της μετασοβιετικής εποχής. Στην περίπτωση της Ελλάδας, το πρόβλημα δεν έγκειται στον ακραίο πλούτο και τον αστραπιαίο όσο και αυθαίρετο τρόπο με τον οποίο αυτός συσσωρεύτηκε, αλλά στη διαμόρφωση ενός υβριδικού «πολιτεύματος», στο οποίο οι ολιγάρχες, παρ' ότι οικονομικοί παράγοντες, ασκούν εξουσία πολιτική και μιντιακή.

Με κίνδυνο να χαλάσουμε το μύθο που τους περιβάλλει, οι ολιγάρχες μας δεν είναι (και δεν ήταν) παρά… προξενήτρες: μεσάζοντες μεταξύ της ελληνικής πολιτικής εξουσίας και του διεθνούς κεφαλαίου, ξένων εταιρειών που προτίθενται να «επενδύσουν» στη χώρα μας. Τα εισαγωγικά είναι επειδή συχνά αυτές οι επενδύσεις δεν είναι παρά η επίτευξη αποικιοκρατικών συμφωνιών με την εκάστοτε ελληνική πολιτική εξουσία, οι οποίες αποφέρουν κέρδη στους επενδυτές, ζημιές στο ελληνικό Δημόσιο και προμήθεια στους «ολιγάρχες». Πιο πολύ, δηλαδή, από παντοδύναμοι επιχειρηματίες, δεν είναι παρά πλασιέ. Τι πλασάρουν; Τη δυνατότητά τους να βρίσκονται κοντά στην πολιτική εξουσία. Για κάθε δημόσιο έργο, για κάθε διαγωνισμό, για κάθε ιδιωτικοποίηση, υπάρχει σχεδόν πάντα ένας ντόπιος επιχειρηματίας που έχει τα «κονέ». Και από πίσω μια ξένη εταιρεία που έχει τα λεφτά ή/και την τεχνογνωσία. Ιδίως τα λεφτά.

Ιδού τρία πρόσφατα παραδείγματα:

Ενώ στο μυαλό μας ο πρόσφατα ιδιωτικοποιημένος ΟΠΑΠ είναι «του Μελισσανίδη», στην πραγματικότητα ο Μελισσανίδης (πιο σωστά ο γιος του) ελέγχει μικρό ποσοστό της εταιρείας, μόλις το 33% της Emma Delta, η οποία κατέχει το 33% του ΟΠΑΠ. Χωρίς αυτόν, όμως, θα μπορούσαν οι Τσέχοι επενδυτές να κερδίσουν το έργο;

Στο Ελληνικό το διαγωνισμό τον κέρδισε ο όμιλος Lamda, του ομίλου Λάτση. Αλλά η Lamda είναι νάνος μπροστά στα funds Fosun από την Κίνα και Al Maabar από το Άμπου Ντάμπι, που διαχειρίζονται κεφάλαια δισεκατομμυρίων. Ο ρόλος της Lamda φαίνεται ανάγλυφα σε μια αποστροφή ενός λόγου του Μίμη Ανδρουλάκη: «Αυτή η σύμβαση είναι η φωτογραφία της φωτογραφίας. Και γιατί δε βρέθηκε άλλος ξένος επενδυτής; Διότι η σύμβαση λέει στον ξένο που υποτίθεται πως θέλετε να φέρετε: “Ναι αλλά, κουμπάρε, για να μπεις εδώ πρέπει να περάσεις από την μπάνκα του Λάτση”».

Τέλος, μια ιδιωτική επένδυση σε δημόσια περιουσία που παραχωρήθηκε το 2003. Η επένδυση των Σκουριών ξεκίνησε με την παραχώρηση των ορυχείων στην εταιρεία Ελληνικός Χρυσός, συμφερόντων της «Άκτωρ»-Κούτρα, αλλά η επένδυση δεν είχε ακόμη την πολυπόθητη αδειοδότηση. Μόνο μετά την απόλυση της Τίνας Μπιρμπίλη και το διορισμό του Γιώργου Παπακωνσταντίνου στη θέση του υπουργού Περιβάλλοντος αυτό έγινε εφικτό. Σε ανακοίνωσή τους, οι Καναδοί της Eldorado Gold αναφέρονταν στο λόγο για τον οποίο επέλεξαν να συνεταιριστούν με την ντόπια εταιρεία: «Ο συνεταιρισμός μας με την εταιρεία Άκτωρ θα μας δώσει τη δυνατότητα να αναπτύξουμε μια εποικοδομητική και διαρκή σχέση με την κυβέρνηση [υπογράμμιση δική μας] και τις τοπικές κοινωνίες»._ Ν. Λ.

ΙΔΕΕΣ ΥΠΑΡΧΟΥΝ

Μια δεύτερη ατζέντα για την κυβέρνηση της Αριστεράς

Ένα low budget σχέδιο που μπορεί να επιτρέψει στη νέα διακυβέρνηση να κόψει δρόμο στην προσπάθειά της για κοινωνική ευημερία.

Η Ελλάδα ζει με κομμένη την ανάσα τη διεθνή εκστρατεία της νέας ελληνικής κυβέρνησης για την αλλαγή του πλαισίου διαπραγμάτευσης με τους εταίρους-δανειστές της. Μια διαδικασία που -τουλάχιστον μέχρι την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές- δεν είχε κριθεί ακόμη. Κατά πάσα πιθανότητα, θα πάρει καιρό να κριθεί – αν και αυτό είναι το καλό σενάριο…

Βέβαια, οι πρώτες εντυπώσεις κατατείνουν στη διαπίστωση ότι όλο αυτό που έζησε η χώρα από το 2010 δεν ήταν -όπως μας έλεγαν- μονόδρομος. Υπήρχαν δυνατότητες για μια διαπραγμάτευση, που δεν επιχειρήθηκε ποτέ έως τώρα. Υπήρχαν επίσης αρκετά εναλλακτικά σενάρια ως προς τον επιμερισμό των συνεπειών της κρίσης στα διάφορα κοινωνικά στρώματα. Και, ακόμα, χάθηκε πολύς χρόνος σε σχέση με αυτονόητες αλλαγές, που θα ελάφρυναν τις συνέπειες της κρίσης ή θα άνοιγαν μια προοπτική ανάπτυξης της χώρας.

Όλα αυτά, όμως, ανάγονται στο παρελθόν. Σε ένα παρελθόν που θα μοιάζει όλο και πιο απομακρυσμένο, εάν και εφόσον το σχέδιο της νέας κυβέρνησης θα εξελίσσεται και θα παράγει καρπούς.

Προς το παρόν, το πρώτο ζητούμενο είναι η κυβέρνηση να κερδίσει χρόνο, να αποφύγει μια κάθετη άρνηση των δανειστών, που θα τη δυσκόλευε δραστικά στην εφαρμογή του προγράμματός της, να πάρει μέτρα για την ανθρωπιστική κρίση, να φέρει ένα νέο φορολογικό νομοσχέδιο που θα φορολογεί τον πλούτο και θα ελαφραίνει τη θέση των λαϊκών και των μεσαίων στρωμάτων, να διορθώσει τις μνημονιακές ακρότητες, να πάρει μέτρα για την αναθέρμανση της οικονομίας, να αποκαταστήσει τις εργασιακές σχέσεις.

Αλλά και πάλι, κατά τη γνώμη μου, όλα αυτά δεν είναι αρκετά, παρά το αναμφισβήτητο γεγονός ότι, σε σύγκριση με το μνημονιακό καθεστώς, εφόσον εφαρμοστούν, θα μοιάζουν με όαση. Η νέα ελληνική κυβέρνηση έχει μια χρυσή ευκαιρία να αλλάξει τα πάντα και να ανταποκριθεί στις προσδοκίες που έχει δημιουργήσει. Υπό μία βασική προϋπόθεση: εφόσον ξεδιπλώσει μια δεύτερη προγραμματική ατζέντα, που θα επικεντρώνεται σε μέτρα χαμηλού ή και μηδενικού κόστους.

Η κεντρική ιδέα είναι ότι, εφόσον δεν υπάρχουν αρκετοί πόροι για παροχές, ακόμα και για όλα τα απαραίτητα αναπτυξιακά μέτρα, η κοινωνία μπορεί να αποζημιωθεί με την εφαρμογή νέων πολιτικών, άλλες από τις οποίες θα προσφέρουν έμμεσα οικονομικά οφέλη στις επιχειρήσεις και στα νοικοκυριά, ενώ άλλες θα προσφέρουν ποιοτικά ανταλλάγματα έναντι της οικονομικής δυσανεξίας. Μια τέτοια ατζέντα θα μπορούσε να στραφεί ενδεικτικά -αλλά όχι εξαντλητικά- σε πολιτικές όπως η παρακάτω.

1. Μείωση των τιμών λιανικής

Ζούμε σε μια χώρα που υπέστη την πιο θεαματική εσωτερική υποτίμηση που έχει γίνει ποτέ. Εξαίρεση στην υποτίμηση αυτήν αποτέλεσαν οι τιμές λιανικής πώλησης των προϊόντων, ιδίως εκείνων που αφορούν τη λαϊκή κατανάλωση. Ένα πλέγμα μέτρων που θα μπορούσε να περιλαμβάνει κοινωνικές συμφωνίες, ελέγχους, σπάσιμο πρακτικών καρτέλ, ίσως και μια συμβολική μείωση του ΦΠΑ στα είδη πρώτης ανάγκης, θα επιδρούσε ευεργετικά στο κλίμα της αγοράς και θα δημιουργούσε προϋποθέσεις για μια πτώση των τιμών λιανικής, επιφέροντας σημαντική ελάφρυνση στον οικογενειακό προϋπολογισμό των λαϊκών και των μεσαίων στρωμάτων.

Κορυφαία θέση σε μια τέτοια δέσμη πολιτικών θα είχε η ολόπλευρη ενίσχυση του κινήματος «Χωρίς Μεσάζοντες», με πρώτο βήμα την κατάργηση της διάταξης του πρόσφατου νόμου 4264/2014, με την οποία η κυβέρνηση Σαμαρά ουσιαστικά απαγόρευσε τις διανομές τροφίμων σε υπαίθρια μέρη. Παράλληλα, υπάρχει η δυνατότητα να ληφθούν μέτρα που θα δίνουν κίνητρα στους παραγωγούς και στο κίνημα «Χωρίς Μεσάζοντες», τα οποία θα τους παρέχουν -μέσω της συνεργασίας με την τοπική αυτοδιοίκηση- υποστήριξη και υποδομές.

2. Μια μεγάλη μορφωτική επανάσταση

Μια εμπνευσμένη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση από το νηπιαγωγείο μέχρι τα ΑΕΙ, που θα απαλλάξει την ελληνική εκπαίδευση από εμμονές και προκαταλήψεις, θα δώσει ώθηση στην κριτική σκέψη, στο ερευνητικό πνεύμα και στην ερευνητική μέθοδο, στην καινοτομία, στις νέες τεχνολογίες, στη γλωσσομάθεια, στον κοσμοπολιτισμό και στην εξωστρέφεια. Πάνω απ' όλα, μια μεταρρύθμιση που θα καταφέρει θανάσιμο χτύπημα στην παραπαιδεία, με διπλό ευεργετικό αποτέλεσμα: αναβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας εντός του σχολείου και του πανεπιστημίου, αλλά και δραστική ελάφρυνση των οικογενειακών προϋπολογισμών.

Και, ακόμα, μεγάλη ώθηση στον πολιτισμό, σε όλες του τις εκδοχές, στις τέχνες, στην προστασία των μνημείων, παλιών και σύγχρονων, στις παραδόσεις και στον αυθεντικό λαϊκό πολιτισμό της καθημερινότητας, μακριά από γραφικότητες και τουριστικές ατραξιόν.

3. Ψηφιακός εκσυγχρονισμός

Ένα μεγάλο άλμα στον εκσυγχρονισμό του κράτους και της οικονομίας. Ώθηση στο ηλεκτρονικό ΚΕΠ, ηλεκτρονικές προμήθειες του Δημοσίου, ηλεκτρονικοί ιατρικοί φάκελοι, τηλεϊατρική, τηλεεκπαίδευση και τηλεεργασία, κίνητρα για τον ψηφιακό εκσυγχρονισμό των επιχειρήσεων, επενδύσεις σε υποδομές, ηλεκτρονικό μάρκετινγκ ειδικά στο χώρο του τουρισμού, του πολιτισμού και της τοπικής αυτοδιοίκησης. Επιθετική υιοθέτηση θεσμών ανοιχτής διακυβέρνησης σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας ζωής.

Μια τέτοια πολιτική θα οδηγήσει στην εξοικονόμηση προσωπικού για το Δημόσιο, θα περιορίσει τη διαφθορά και θα απαλλάξει τους πολίτες από έξοδα μετακινήσεων, ιδίως στην περιφέρεια και στις νησιωτικές και ορεινές περιοχές. Παράλληλα, θα δώσει συνολική ώθηση στην ψηφιακή οικονομία, θα οδηγήσει στην αναβάθμιση των δικτύων μεταφοράς δεδομένων και θα λειτουργήσει ως καταλύτης για την ενθάρρυνση της καινοτομίας και την ανάπτυξη εταιρειών υψηλής τεχνολογίας.

4. Εναλλακτική οικονομία

Ενίσχυση εναλλακτικών καλλιεργειών, τόνωση των συμβουλευτικών δομών στον πρωτογενή τομέα, διαφοροποίηση καλλιεργειών, εξαγωγικός προσανατολισμός, πειραματισμοί με θεσμούς ανταλλακτικής οικονομίας, ακόμα και υιοθέτησης τοπικών νομισμάτων, σύναψη τοπικών συμβολαίων ποιότητας και αλληλεγγύης, ανάδειξη παραδοσιακών προϊόντων με ονομασία προέλευσης, βήματα στην τυποποίηση και στην ανάπτυξη του δευτερογενούς τομέα για την επεξεργασία, τη διαχείριση και τη διανομή αγροτικών προϊόντων, ενθάρρυνση για τη συγκρότηση ομάδων παραγωγών και νέων συνεταιρισμών, μέτρα για την ανάπτυξη του κοινωνικού τομέα της οικονομίας.

5. Αναδιάρθρωση του κράτους

Απλοποίηση διαδικασιών, χτύπημα της γραφειοκρατίας, εκστρατεία κατά του ρουσφετιού, διαφάνεια και κανόνες για την αξιοκρατική κάλυψη όλων των δημόσιων θέσεων, εξυγίανση δημόσιων διαγωνισμών, λογοδοσία δημόσιων προσώπων, κινητικότητα δημοσίων υπαλλήλων, αξιολόγηση διαδικασιών, υπηρεσιών και προσωπικού.

Κάθετες και οριζόντιες σαρωτικές αλλαγές σε όλη την κλίμακα του Δημοσίου, με αποτέλεσμα την αύξηση της αποδοτικότητας, την επιτάχυνση των λειτουργιών, την περικοπή δαπανών. Κατοχύρωση των δικαιωμάτων του πολίτη κατά τις συναλλαγές τους με το Δημόσιο. Επιτάχυνση και απλοποίηση των λειτουργιών της δικαιοσύνης, αποσυμφόρηση του δικαστικού συστήματος και των φυλακών.

6. Δραστική εξυγίανση του πολιτικού συστήματος

Επαναξιολόγηση όλων των βασικών θεσμών, βαθιά και λειτουργική τροποποίηση του Συντάγματος, εμβάθυνση της συμμετοχικότητας και της διαφάνειας, θεαματική αποκέντρωση εξουσιών και πόρων, δραστική περικοπή του πολιτικού χρήματος, έλεγχος των οικονομικών των κομμάτων και λειτουργική ανασυγκρότηση της Βουλής με κατάτμηση των μεγάλων περιφερειών, με μείωση του αριθμού των βουλευτών και με εξορθολογισμό όλης της γκάμας των προνομίων τους. Τόνωση της διάκρισης μεταξύ των εξουσιών, θέσπιση αυστηρών ορίων στη διάρκεια κατάληψης δημόσιων αξιωμάτων, αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών και του νόμου περί βουλευτικής ασυλίας, διευκόλυνση κεντρικών και τοπικών δημοψηφισμάτων για σοβαρά θέματα, αναδιοργάνωση του συνδικαλιστικού κινήματος σε νέες, αντιγραφειοκρατικές βάσεις.

Ένα από τα πολλαπλά μηνύματα των ιστορικών βουλευτικών εκλογών της 25ης Ιανουαρίου 2015 που ενδεχομένως δεν έχει γίνει αντιληπτό είναι πως δεν μπορούμε να μετράμε τα πάντα με αριθμούς και με βάση τα κέρδη, ότι εκτός από τους δείκτες υπάρχουν και οι άνθρωποι, ότι εκτός από το ζην υπάρχει και το ευ ζην, το οποίο όμως δεν προσμετράται με πισίνες, πολυτελή σπίτια, αυτοκίνητα και με εισαγωγή προϊόντων πολυτελείας. Προσμετράται με άλλους δείκτες, όπως είναι η ευτυχία, ο έρωτας, η αξιοπρέπεια, το κέφι, η δημιουργικότητα, η αλληλεγγύη, η δικαιοσύνη, οι ανθρώπινες σχέσεις._ ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΣΔΑΓΛΗΣ

Και αν υπάρχει πιθανότητα να μην επιστρέψουμε ποτέ στα ήθη που μας έφεραν έως εδώ, τα οποία όλοι ξορκίζουν σήμερα, ακόμα κι εκείνοι που πρωταγωνίστησαν στη διάδοσή τους, αυτό δε θα επιτευχθεί με δημοσιονομικά μέτρα και με προεδρικά διατάγματα, θα επιτευχθεί χάρη σε ένα κίνημα πολιτισμού και αυτογνωσίας που θα φέρει τις μεγάλες αξίες του ανθρώπου σε πρώτο πλάνο.

BRAIN DRAIN ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ

Διαρροή εγκεφάλων αντιμετωπίζουν και στις ΗΠΑ

Εδώ μεμψιμοιρούμε επειδή οι καλύτεροι επιστήμονές μας φεύγουν στο εξωτερικό, αλλά και στις ΗΠΑ έχουν άλλο πρόβλημα. Τα καλύτερα παιδιά τούς τα παίρνει η Γουόλ Στριτ, στερώντας τα από κλάδους όπου η προσφορά τους θα ήταν πιο ωφέλιμη.

«Μια μαύρη τρύπα για τους άριστούς μας». Η αμερικανική εφημερίδα Washington Post αναφέρεται στο φαινόμενο του brain drain – αλλά πρόκειται για μια διαφορετική εκδοχή «διαρροής εγκεφάλων» από αυτήν που γνωρίζουμε στη χώρα μας. Στα χρόνια της ελληνικής κρίσης, η έννοια του brain drain αναφέρεται στη φυγή από τη χώρα εκατοντάδων χιλιάδων μορφωμένων, ταλαντούχων νέων, λόγω της υψηλής ανεργίας, αλλά κυρίως της αδυναμίας της αγοράς εργασίας να απορροφήσει τους «άριστους» με αξιοπρεπείς συνθήκες αμοιβής και εργασίας.

Η έρευνα της Washington Post αναφέρεται σε μια αμιγώς εσωτερική «αιμορραγία»: στο φαινόμενο που πλήττει την αμερικανική οικονομία, σύμφωνα με το οποίο οι «άριστοι», αντί να απασχολούνται σε παραγωγικούς και κοινωνικά ωφέλιμους τομείς της οικονομίας, στρέφονται μαζικά προς τις δουλειές της Γουόλ Στριτ, δηλαδή προς το χρηματοπιστωτικό τομέα. Οικονομικές μελέτες έχουν δείξει πως, ενώ η Γουόλ Στριτ είναι μεγαλύτερη και πλουσιότερη από ποτέ, η οικονομία και η μεσαία τάξη είναι σε χειρότερη θέση, ακριβώς εξαιτίας της Γουόλ Στριτ.

Παραδοσιακά οι αναλυτές θεωρούσαν ως δομικό πρόβλημα της αμερικανικής οικονομίας το γεγονός ότι πολλοί Αμερικανοί δεν έχουν τις δεξιότητες για να αντεπεξέλθουν στον ανταγωνισμό στη διεθνή αγορά εργασίας. Παρ' ότι αυτό είναι αλήθεια (οι εργαζόμενοι χαμηλών δεξιοτήτων και χαμηλού εισοδήματος πράγματι χρειάζονται περισσότερη εκπαίδευση), το πραγματικό πρόβλημα έγκειται στην πορεία της άλλης κατηγορίας εργαζομένων, αυτών με τις μεγαλύτερες δεξιότητες: υπό τη σαγήνη των υψηλών αμοιβών στη Γουόλ Στριτ, στράφηκαν μαζικά προς το χρηματοπιστωτικό τομέα, εγκαταλείποντας με αυτόν τον τρόπο επαγγελματικές προοπτικές με μικρότερους μισθούς, αλλά μεγαλύτερη οικονομική και κοινωνική αξία.

Απώλειες μετρημένες

Θα αντιτάξουν πολλοί πως όροι όπως «κοινωνική αξία» έχουν συμβολική, και πάντως μη μετρήσιμη σημασία. Ωστόσο, ερευνητές από το πανεπιστήμιo του Χάρβαρντ και του Σικάγο, σε πρόσφατη εργασία τους, κατάφεραν να επιμετρήσουν την παρεπόμενη απώλεια για την πραγματική οικονομία: κάθε δολάριο που ένας εργαζόμενος βγάζει στο χώρο της έρευνας έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία 5 πρόσθετων δολαρίων στην οικονομία. Αντιθέτως, κάθε δολάριο που βγάζει στο χρηματοπιστωτικό χώρο ένας εργαζόμενος ανάλογων χαρακτηριστικών έχει ως αποτέλεσμα απώλεια 60 σεντ για την οικονομία.

Το 2012 ερευνητές που εργάζονταν για λογαριασμό του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ενός οργανισμού, δηλαδή, που δε φημίζεται για την κριτική του θέση απέναντι στη Γουόλ Στριτ), έπειτα από έρευνα και διασταύρωση των δεδομένων σε πολλές χώρες, διαπίστωσαν ότι στις ΗΠΑ ο χρηματοπιστωτικός τομέας είχε γίνει τόσο υπερμεγέθης, ώστε εντέλει συντελούσε στην επιβράδυνση της οικονομίας. Ένας άλλος οικονομολόγος, ο Τόμας Φιλιπόν, έχει υπολογίσει πως αυτή η «σπατάλη» έγκειται σε 300 δισεκατομμύρια το χρόνο!

Για να εικονοποιήσει την περιγραφή του προβλήματος, η Washington Post συγκρίνει το οικονομικό σύστημα με ένα δίκτυο σωληνώσεων που μεταφέρουν νερό. Ιδανικά, το νερό (χρήμα) μεταφέρεται από ανθρώπους που το έχουν αποθηκεύσει (επενδυτές) σε ανθρώπους που θέλουν να το χρησιμοποιήσουν για παραγωγικούς σκοπούς (επιχειρηματίες, στελέχη, αγοραστές σπιτιών κτλ.).

Ο χρηματοπιστωτικός τομέας τα τελευταία πενήντα χρόνια έχει διπλασιάσει το μερίδιό του ως ποσοστό της αμερικανικής οικονομίας. Σε ό,τι αφορά το ρυθμό, ο εν λόγω τομέας αναπτύχθηκε έξι φορές ταχύτερα από τη συνολική οικονομία τις τρεις τελευταίες δεκαετίες, κάτι που δε συνέβη στις άλλες ανεπτυγμένες χώρες. Καθώς το δίκτυο μεγάλωνε και οι σωλήνες πολλαπλασιάζονταν, χρειάζονταν όλο και περισσότεροι «υδραυλικοί», με όλο και πιο αυξημένα προσόντα.

Δεν ήταν πάντα έτσι. Από το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου έως τις αρχές της δεκαετίας του '80, το να δουλεύεις στη Γουόλ Στριτ δε διέφερε από κάθε άλλη υπαλληλική δουλειά. Οι αμοιβές ήταν ανάλογες με αυτές στον υπόλοιπο ιδιωτικό τομέα, ίσως με μόνη διαφορά ότι ο μέσος εργαζόμενος στη Γουόλ Στριτ είχε ελαφρώς μεγαλύτερη εκπαίδευση. Όμως, από τη στιγμή που οι πολιτικοί στην Ουάσιγκτον άρχισαν να κάνουν όλο και περισσότερες χάρες στη Γουόλ Στριτ, στο χώρο άνοιξαν πρόσθετες και με καλύτερους όρους θέσεις εργασίας. Το 1981 ο μέσος ετήσιος μισθός στη Γουόλ Στριτ ήταν λιγότερο από 50.000 δολάρια (τα οποία σε σημερινές τιμές αντιστοιχούν σε 100.000 δολάρια). Το 2012 είχε φτάσει τα 350.000 δολάρια ετησίως. Σταδιακά, από τη δεκαετία του '90 και μετά, πέρα από τη δυσανάλογη αύξηση των μισθών, δημιουργήθηκε ένας επιπλέον παράγοντας ανισότητας: πλέον, ένας εργαζόμενος στη Γουόλ Στριτ με σαφώς χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο από έναν εργαζόμενο στην υπόλοιπη οικονομία αμειβόταν σημαντικά καλύτερα. Ιδίως δε στα ανώτερα κλιμάκια των στελεχών, οι μισθοί ήταν πλέον πολλαπλάσιοι αυτών που ίσχυαν στην υπόλοιπη οικονομία. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000, ο μισθός στη Γουόλ Στριτ ήταν κατά 50% μεγαλύτερος από αυτόν σε άλλη ανάλογη δουλειά.

Κάπως έτσι οι ΗΠΑ έφτασαν στο σημερινό brain drain: είναι πλέον τόσο μεγάλες οι διαφορές στις αποδοχές μεταξύ των δύο κόσμων εντός της ίδιας χώρας, ώστε καθίσταται παράλογο για έναν νέο ταλαντούχο άνθρωπο να μην επιλέξει τη Γουόλ Στριτ έναντι των υπόλοιπων ευκαιριών απασχόλησης.

Έργο της κρατικής γραφειοκρατίας

Το πώς φτάσαμε σε αυτό δεν είναι δύσκολο να το φανταστεί κανείς. Αντίθετα με ό,τι θα αναμενόταν, αυτό το υπερτροφικό σύστημα… σωλήνων δεν είναι έργο του ιδιωτικού τομέα, αλλά του δημόσιου. Το τέρας γιγαντώθηκε στην Ουάσινγκτον, την πόλη που μαζί με τις Βρυξέλλες ερίζει για τον τίτλο της παγκόσμιας πρωτεύουσας του «λόμπινγκ». Διαδοχικά νομοσχέδια έφτιαξαν ντε φάκτο μια αγορά για «εξυπνότερους», όπως τους χαρακτηρίζει η Washington Post, τραπεζίτες επενδύσεων. Οι φορολογικοί νόμοι άλλαξαν, τα κίνητρα για δημιουργική λογιστική πολλαπλασιάστηκαν, οι νομοθετικοί περιορισμοί που έως τότε έβαζαν φρένο στις επενδυτικές δραστηριότητες των τραπεζικών ιδρυμάτων παραμερίστηκαν.

Την ίδια περίοδο συντελέστηκε μια σημαντική αλλαγή που επηρέασε (θετικά για τον ίδιο) την ανάπτυξη του χρηματοπιστωτικού τομέα: η ιλιγγιώδης πρόοδος στις τεχνολογίες της πληροφορικής και των υπολογιστών. Και εδώ βρίσκεται το παράδοξο, που όμως εξηγεί εν μέρει την τοξικότητα της Γουόλ Στριτ. Θα περίμενε κανείς αυτές οι αλλαγές (η μεγέθυνση του χρηματοπιστωτικού τομέα σε συνδυασμό με την επανάσταση στην πληροφορική) να κάνουν τις υπηρεσίες που προσφέρει ο τομέας αυτός φθηνότερες. Με άλλα λόγια, θα ήταν επόμενο η πράξη της μεσολάβησης (αυτό υποτίθεται πως στη βάση του κάνει το finance) να καταστεί φθηνότερη. Συνέβη το ακριβώς αντίθετο, όπως απέδειξε η πανεπιστημιακή έρευνα. Οι εταιρείες του χώρου κρατούν κατά μέσον όρο το 2% των χρημάτων που περνούν από τα χέρια τους. Παρ' ότι αυτό είναι το ίδιο ποσοστό με την εποχή που η βιομηχανία του finance ουσιαστικά βρισκόταν στα σπάργανα (στη δεκαετία του '20), συγκρινόμενες με τη δεκαετία του '60, οι χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες έχουν γίνει ακριβότερες, παρ' ότι, όπως εξηγήσαμε παραπάνω, θα έπρεπε να είναι φθηνότερες, οδηγώντας τον οικονομολόγο Φιλιπόν να καταλήξει στο συμπέρασμα πως «απ’ ό,τι φαίνεται, η πρόοδος στις τεχνολογίες πληροφορικής τα τελευταία τριάντα χρόνια δεν οδήγησε σε πτώση» την τιμή της χρηματοπιστωτικής διαμεσολάβησης. Με άλλα λόγια, όπως σχολιάζει η Washington Post, η ανάπτυξη αυτών των πολύπλοκων προϊόντων είχε ως μόνο ωφελημένο την ίδια τη βιομηχανία που τα παράγει, και όχι συνολικά την οικονομία.

Όλα λάθος!

Πριν από μερικούς μήνες είχαμε αναφερθεί στον «Αντίλογο» σε ένα αντίστοιχο brain drain, πάλι εντός των ΗΠΑ, που αφορούσε το χώρο των startups, αλλά όχι τόσο την απασχόληση, όσο την εξεύρεση κεφαλαίων. Αντί οι επενδυτές να στρέφουν τη ρευστότητά τους στους τομείς της έρευνας, προτιμούν να χρηματοδοτούν με δισεκατομμύρια βιντεοπαιχνίδια ή apps (εφαρμογές) για τα smartphones. Αντί να στρέφουν τα κεφάλαιά τους σε εταιρείες που προσπαθούν να κερδίσουν τη μάχη με τον καρκίνο, συμμετέχουν στην αύξηση κεφαλαίου της εταιρείας που φτιάχνει το Candy Crush και τα Angry Birds (παιχνίδια για κινητά).

Ανάλογο, αλλά με έμφαση στον τομέα της απασχόλησης, είναι το πρόβλημα με τη Γουόλ Στριτ. Αντί οι καλύτεροι απόφοιτοι των καλύτερων πανεπιστημίων να γίνονται γιατροί ή επιστήμονες ή μηχανικοί προϊόντων, στρέφονται μαζικά προς τις δουλειές που προσφέρονται στο χώρο του finance. Όπως λέει η Washington Post, θα μπορούσαν εναλλακτικά να προσπαθούν να λύσουν τα μεγάλα προβλήματα της ανθρωπότητας, να προσπαθούν να εφαρμόσουν ή να καταστήσουν εμπορεύσιμες μεγάλες ιδέες, να συμμετέχουν στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας._ Ν. Λ.

Το κείμενο αυτό βασίστηκε στην έρευνα του Τζιμ Τάνκερσλι, με τίτλο «A black hole for our best and brightest», για την εφημερίδα και την on-line έκδοση της Washington Post.

ΓΡΑΦΕΙ Ο ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΚΑΣΔΑΓΛΗΣ

Ακολουθήστε το 4troxoi στο Google News και μάθετε πρώτοι όλα τα νέα!

ΤΙΜΕΣ - ΤΕΧΝΙΚΑ